Αντισυνταγματική η πρόβλεψη θέσεων στα πανεπιστήμια για τους πολύτεκνους

ΣτΕ 987 – 88/2014 (Ολομ.): Αντισυνταγματικότητα παρέκκλισης από το γενικό σύστημα εισαγωγής στην τριτοβάθμιο εκπαίδευση με την πρόβλεψη θέσεων που καταλαμβάνονται μόνο από μέλη πολύτεκνης οικογένειας.

Με τις 987 – 88/2014 αποφάσεις της Ολομελείας του Δικαστηρίου κρίθηκαν αντισυνταγματικές οι διατάξεις του άρθρου 2 παρ. 2 γ΄ περίπτωση ii αα΄ του ν. 2525/1997, όπως ισχύει μετά τις μεταβολές που επέφεραν τα άρθρα 59 παρ. 11 του ν. 3966/2011 και 44 παρ. 2 του ν. 4071/1012, οι οποίες εισήγαγαν παρέκκλιση από το γενικό σύστημα εισαγωγής στην τριτοβάθμια εκπαίδευση με την πρόβλεψη της σύστασης θέσεων, οι οποίες καταλαμβάνονται μόνο από υποψήφιους που έχουν την ιδιότητα του μέλους πολύτεκνης οικογένειας.

Με τις ανωτέρω αποφάσεις κρίθηκαν, ειδικότερα, τα εξής: Από τον συνδυασμό της καθιερωμένης με το άρθρο 4 παρ. 1 του Συντάγματος αρχής της ισότητας με τις προστατευτικές της παιδείας διατάξεις του άρθρου 16 του Συντάγματος συνάγεται ότι ο κοινός νομοθέτης οφείλει να εξασφαλίζει την πρόσβαση στην τριτοβάθμια εκπαίδευση προσώπων κεκτημένων τα αναγκαία εφόδια για την ενεργό παρακολούθηση της θεωρητικής και πρακτικής διδασκαλίας μέσω συστήματος εισαγωγής, το οποίο στηρίζεται σε γενικά, αντικειμενικά και πρόσφορα κριτήρια και είναι σύμφωνο με τις αρχές της ισότητας, της ελεύθερης ανάπτυξης της προσωπικότητας και της σταδιοδρομίας εκάστου ανάλογα με την προσωπική αξία και ικανότητά του, δεδομένου, άλλωστε, και ότι μόνο υπό αυτούς τους όρους είναι δυνατή η επίτευξη της αποστολής των ιδρυμάτων της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης και η εύρυθμη λειτουργία τους.

Όταν δε επιχειρείται νέα ρύθμιση για την πρόσβαση στην τριτοβάθμια εκπαίδευση, ο νομοθέτης δύναται να θεσπίζει, να τροποποιεί και να μεταρρυθμίζει το σύστημα επιλογής των υποψηφίων καθιστώντας ακόμη και αυστηρότερες τις προϋποθέσεις εισαγωγής, εφ’ όσον σε κάθε περίπτωση διασφαλίζονται η ισότητα των ευκαιριών και ο αξιοκρατικός τρόπος επιλογής.

Ένα σύστημα εισαγωγής, σύμφωνα με το οποίο οι υποψήφιοι παράλληλα με την ολοκλήρωση του κύκλου των σπουδών της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης αξιολογούνται, υποβαλλόμενοι σε δοκιμασία εξετάσεων και βαθμολόγηση, για την εισαγωγή τους στην τριτοβάθμια εκπαίδευση, είναι συμβατό προς τις ανωτέρω συνταγματικές διατάξεις, εφ’ όσον τα κριτήρια της αξιολόγησης είναι αμιγώς ακαδημαϊκά, ήτοι εφ’ όσον οι υποψήφιοι εξετάζονται μόνο ως προς την ικανότητά τους σε μαθήματα και δεξιότητες συναφείς προς το γνωστικό αντικείμενο του τμήματος ή της σχολής, όπου επιθυμεί καθένας να εισαχθεί, χωρίς να λαμβάνονται υπ’ όψιν και άλλης φύσεως κριτήρια, μη ακαδημαϊκά.

Περαιτέρω, με τη διάταξη της παρ. 2 του άρθρου 21 του Συντάγματος, της οποίας η θέσπιση αποσκοπεί στην αντιμετώπιση του δημογραφικού προβλήματος της Χώρας, το Σύνταγμα απευθύνει στον κοινό νομοθέτη έντονη υπόδειξη για τη λήψη κατάλληλων μέτρων φροντίδας υπέρ των πολύτεκνων οικογενειών επί τη βάσει των κρατουσών συνθηκών και εντός των ορίων που διαγράφουν οι άλλες συνταγματικές διατάξεις και αρχές. Η εκτίμηση του νομοθέτη υπόκειται σε έλεγχο ορίων από τα δικαστήρια, οι δε εκάστοτε νομοθετικές ρυθμίσεις περί κοινωνικής προστασίας ελέγχονται ως προς την τήρηση της αρχής της ισότητας σε συνδυασμό προς την απορρέουσα από τα άρθρα 4 παρ. 1 και 5 παρ. 1 του Συντάγματος αρχή της σταδιοδρομίας εκάστου κατά τον λόγο της προσωπικής του αξίας.

Ενόψει των ανωτέρω, το άρθρο 2 παρ. 2 γ΄ περίπτωση ii αα΄ του ν. 2525/1997, όπως ισχύει μετά τις μεταβολές που επέφεραν τα άρθρα 59 παρ. 11 του ν. 3966/2011 και 44 παρ. 2 του ν. 4071/1012, το οποίο εισήγαγε παρέκκλιση από το γενικό σύστημα εισαγωγής στην τριτοβάθμια εκπαίδευση με την πρόβλεψη της σύστασης θέσεων, οι οποίες καταλαμβάνονται μόνο από υποψήφιους που έχουν την ιδιότητα του μέλους πολύτεκνης οικογένειας, αντίκειται στις αρχές της ισότητας και της αξιοκρατίας σύμφωνα με τις οποίες επιβάλλεται η εισαγωγή στην τριτοβάθμια εκπαίδευση με κριτήρια αμιγώς ακαδημαϊκά, ήτοι βάσει των ικανοτήτων και δεξιοτήτων των υποψηφίων, διότι η ιδιότητα του μέλους πολύτεκνης οικογένειας δεν συνδέεται με ικανότητες ή δεξιότητες του υποψηφίου και δεν αποτελεί κριτήριο που πληροί τις ως άνω προϋποθέσεις.

Η αντίθεση του νέου συστήματος εισαγωγής στην τριτοβάθμια εκπαίδευση προς το Σύνταγμα δεν αίρεται με την επίκληση από τον νομοθέτη λόγων αναγομένων στην εύρυθμη λειτουργία των ιδρυμάτων της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης μέσω της παράλληλης κατάργησης του συστήματος μετεγγραφών. Τούτο, διότι οι μετεγγραφές προϋποθέτουν, πάντως, την εισαγωγή στην τριτοβάθμια εκπαίδευση βάσει συνταγματικώς έγκυρου από την ανωτέρω άποψη συστήματος.

Περαιτέρω, η αντίθεση προς το Σύνταγμα δεν αίρεται εκ του ότι ο νομοθέτης χαρακτηρίζει τις θέσεις που διαθέτει στα μέλη των πολύτεκνων οικογενειών ως «επιπλέον» και ορίζει, περαιτέρω, ότι ο αριθμός των θέσεων αυτών καθορίζεται με υπουργική απόφαση χωρίς προηγούμενη γνώμη των οργάνων της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης που είναι αρμόδια για την εκτίμηση των εκπαιδευτικών δυνατοτήτων των οικείων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων, καθώς και ότι οι ίδιες θέσεις δεν διατίθενται στους υποψήφιους της γενικής κατηγορίας υποψηφίων αν δεν πληρωθούν από μέλη πολύτεκνων οικογενειών. Τούτο δε υπό πάσα εκδοχή, διότι α) εάν αυτές οι θέσεις διατίθενται καθ’ υπέρβαση των εκπαιδευτικών δυνατοτήτων των ιδρυμάτων, προκαλείται στην τριτοβάθμια εκπαίδευση δυσλειτουργία που δεν γίνεται ανεκτή από το άρθρο 16 του Συντάγματος και β) στην αντίθετη περίπτωση αφαιρούνται θέσεις από τους υποψήφιους της γενικής κατηγορίας, με αποτέλεσμα να αποκλείονται από την εισαγωγή στο τμήμα ή στη σχολή της προτίμησής τους ή ακόμη και από την πρόσβασή τους στην τριτοβάθμια εκπαίδευση υποψήφιοι με συγκριτικά πληρέστερες ικανότητες και δεξιότητες κατά παράβαση των δικαιωμάτων τους που κατοχυρώνονται από τις διατάξεις των άρθρων 4 παρ. 1, 5 παρ. 1 και 16 του Συντάγματος, οι οποίες επιβάλλουν να εισάγονται στις πεπερασμένου αριθμού θέσεις των οικείων ιδρυμάτων οι υποψήφιοι, οι οποίοι υπερτερούν σε διαγωνιστικές δοκιμασίες που βασίζονται σε αμιγώς ακαδημαϊκά κριτήρια, σύμφωνα με τα ήδη εκτεθέντα.

Τέλος, ο περιορισμός των ως άνω δικαιωμάτων των υποψηφίων της γενικής κατηγορίας δεν ευρίσκει νόμιμο έρεισμα στις διατάξεις του άρθρου 21 παρ. 2 και 5 του Συντάγματος που επιβάλλουν τη λήψη μέτρων προστασίας των πολυμελών οικογενειών και μέτρων δημογραφικής πολιτικής. Τούτο, διότι επιβάλλεται μεν, βάσει αυτών των συνταγματικών διατάξεων, να ενισχύονται οι πολύτεκνες οικογένειες για την αντιμετώπιση των αυξημένων εξόδων που απαιτούνται για τη συντήρησή τους, καθώς και για την ανατροφή, την οικονομική εξασφάλιση των πάσης φύσεως σπουδών και την επαγγελματική αποκατάσταση των τέκνων τους, αλλά δεν είναι επιτρεπτό να παρέχονται στα μέλη των οικογενειών αυτών και διευκολύνσεις για την πρόσβαση στην τριτοβάθμια εκπαίδευση, οι οποίες υπερακοντίζουν την προστασία που τους παρέχει το Σύνταγμα λόγω αφ’ ενός μεν του περιορισμού των αντίστοιχων δικαιωμάτων πρόσβασης των λοιπών πολιτών, αφ’ ετέρου δε της υποχώρησης των ακαδημαϊκών κριτηρίων πρόσβασης.

δειτε εδω την αποφαση στε ολ 987/2014
0

Εγκύκλιος 33/2014 ΥΠΕΣ για τα ηλεκτρονικά παράβολα αλλοδαπών

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ
ΓΕΝ.ΓΡΑΜ. ΠΛΗΘΥΣΜΟΥ & ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΣΥΝΟΧΗΣ
ΓΕΝ. Δ/ΝΣΗ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΤΙΚΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ & ΚOIN. ΕΝΤ.
ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΤΙΚΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ

Αθήνα, 29 Μαΐου 2014
Αριθ. Πρωτ: οικ.29581/14

Εγκύκλιος αριθ. 33

ΘΕΜΑ: Εφαρμογή ηλεκτρονικού παραβόλου

Όπως γνωρίζετε η Γενική Γραμματεία Πληροφορικών Συστημάτων έχει θέσει σε λειτουργία υπηρεσία διάθεσης ηλεκτρονικού παραβόλου (e-παράβολο), στην οποία εντάσσονται σταδιακά όλες οι πληρωμές προς το Δημόσιο που γίνονται σήμερα με έντυπο παράβολο.

Με τη νέα ηλεκτρονική υπηρεσία θα υπάρξει σημαντική εξοικονόμηση κόστους για το Δημόσιο, τον πολίτη και την κοινωνία, ως σύνολο. Ειδικά για τις υπηρεσίες Αλλοδαπών και Μετανάστευσης θα υπάρξει σημαντικότατο όφελος καθώς αφενός θα απελευθερωθούν σταδιακά ανθρώπινοι πόροι, δεδομένου ότι δεν θα απαιτείται η ενασχόληση υπαλλήλων με την προμήθεια μπλοκ παραβόλων, τη διάθεση διπλοτύπων στους συναλλασσόμενους κλπ, ενώ θα εκμηδενισθούν οι κίνδυνοι που απορρέουν από τη διαχείριση, φύλαξη και μεταφορά μεγάλων χρηματικών ποσών.

Το Υπουργείο μας σε συνεργασία με τη Γενική Γραμματεία Πληροφορικών Συστημάτων έχει προχωρήσει στις απαραίτητες ενέργειες για την ένταξη των παραβόλων και λοιπών πληρωμών (τέλη, πρόστιμα), που εισπράττονται στα πλαίσια εφαρμογής της μεταναστευτικής νομοθεσίας, στην ανωτέρω ηλεκτρονική υπηρεσία. Η μεταβολή της διαδικασίας είσπραξης των ποσών κατά τα ανωτέρω θα ξεκινήσει από 1 Ιουνίου 2014, ημερομηνία έναρξης εφαρμογής των διατάξεων του Κώδικα Μετανάστευσης και Κοινωνικής Ένταξης (ν.4251/2014), κατ’ εφαρμογή της διάταξης της παραγράφου 8 του άρθρου 132 αυτού.

Κατωτέρω παρέχονται πληροφορίες για τη διαδικασία που θα ακολουθείται από τους πολίτες και τις υπηρεσίες για την πληρωμή των παραβόλων ηλεκτρονικά από 1.6.2014 και εφεξής.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α΄

Διαδικασία

 Η σχετική διαδικασία διακρίνεται σε τρία στάδια ως εξής:

Α)        Υποβολή αιτήματος για χορήγηση ηλεκτρονικού παραβόλου

Η διαδικασία υποβολής αιτήματος για χορήγηση ηλεκτρονικού παραβόλου μπορεί να γίνει με έναν από τους παρακάτω τρόπους:

1. Ο ενδιαφερόμενος εφόσον έχει πρόσβαση στο διαδίκτυο, από οποιοδήποτε σημείο, μπορεί να συνδεθεί στη διαδικτυακή πύλη της Γ.Γ.Π.Σ. (www.gsis.gr) και στο πεδίο «Υπηρεσίες προς Πολίτες» να επιλέξει την υπηρεσία «e-Παράβολο».

Στη συνέχεια συμπληρώνει το Αίτημα Χορήγησης Παραβόλου. Με απλή διαδικασία και μέσω αναδυόμενων μενού καλείται να επιλέξει το ειδικότερο παράβολο που επιθυμεί. Ειδικότερα  θα  επιλέξει  ως  φορέα  το  Υπουργείο  Εσωτερικών  και  την  επιλογή «Παράβολα Μετανάστευσης».

Στη συνέχεια εισάγει τα προσωπικά του στοιχεία. Σημειώνεται ότι η συμπλήρωση του προσωπικού του Α.Φ.Μ. δεν είναι υποχρεωτική. Εντούτοις η μη συμπλήρωση του εν λόγω πεδίου καθιστά αδύνατη την επιστροφή των χρημάτων σε περίπτωση που αργότερα συντρέξουν οι σχετικές προϋποθέσεις (επιστροφή αχρεωστήτως καταβληθέντων ποσών).

Μετά τη συμπλήρωση των στοιχείων του ο ενδιαφερόμενος επιβεβαιώνει την Υποβολή Αιτήματος. Πριν την επιβεβαίωση της οριστικής υποβολής του αιτήματος ο ενδιαφερόμενος μπορεί να μεταβάλλει τα στοιχεία του και στη συνεχεία να οριστικοποιήσει την υποβολή του αιτήματός του. Με την οριστικοποίηση της υποβολής του αιτήματος εμφανίζονται στην οθόνη όλα τα στοιχεία του αιτήματος, ο μοναδικός κωδικός παραβόλου/πληρωμής και η καταληκτική ημερομηνία μέχρι την οποία ο ενδιαφερόμενος δύναται να πληρώσει το σχετικό ποσό. Τα εν λόγω στοιχεία μπορούν να εκτυπωθούν, ενώ αποστέλλονται και στη διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου του αιτούντος, εφόσον αυτή έχει δηλωθεί. Μετά την «Οριστική Υποβολή Αιτήματος» δεν είναι εφικτό να μεταβάλει τα στοιχεία της αίτησης του. Εξαίρεση αποτελεί το πεδίο του τραπεζικού του λογαριασμού, το οποίο συμπληρώνεται ή μεταβάλλεται από τον πολίτη οποτεδήποτε.

Στο Β΄ μέρος της παρούσης εγκυκλίου αναφέρονται οι κατηγορίες των πληρωμών που προβλέπονται από τον Κώδικα Μετανάστευσης και Κοινωνικής Ένταξης και εισπράττονται με τη διαδικασία του e-παραβόλου, καθώς και οι περιπτώσεις στις οποίες μπορεί να γίνει επιστροφή του ποσού που καταβλήθηκε ως αχρεωστήτως καταβληθέντος.

2.  Στην  περίπτωση  που  ο  ενδιαφερόμενος  δεν  έχει  πρόσβαση  στο  διαδίκτυο  η  ανωτέρω διαδικασία θα διενεργείται ως εξής:

Βρίσκεται στο τελευταίο στάδιο η προετοιμασία ώστε η διαδικασία αυτή να διενεργείται από τις Τράπεζες και τα ΕΛΤΑ, ενώ αναμένεται σύντομα η έκδοση σχετικής κοινής υπουργικής απόφασης για την ανάθεση της αρμοδιότητας υποβοήθησης των πολιτών στην εν λόγω διαδικασία και στα ΚΕΠ. Με άλλα λόγια ο πολίτης που επιθυμεί να πληρώσει ένα παράβολο θα μεταβαίνει είτε στο πιστωτικό ίδρυμα που θα παρέχει τη δυνατότητα υποβολής αιτήματος για την πληρωμή του e-παραβόλου είτε στο πλησιέστερο ΚΕΠ όπου ο αντίστοιχος υπάλληλος θα προβαίνει στην υποβολή του αιτήματος για λογαριασμό του. Η ανωτέρω δυνατότητα αναμένεται να παρασχεθεί σύντομα (εντός του Ιουνίου τ.ε.) και θα σας ενημερώνουμε κάθε φορά που εντάσσεται στη διαδικασία κάποιο συγκεκριμένο πιστωτικό ίδρυμα καθώς και όταν αρχίσει η διαδικασία να παρέχεται και από τα ΚΕΠ.

3. Αποκλειστικά και μόνο κατά το χρονικό διάστημα που θα απαιτηθεί μέχρι την έναρξη της εξυπηρέτησης των πολιτών κατά το πρώτο στάδιο της διαδικασίας από τα πιστωτικά ιδρύματα και τα ΚΕΠ, όπως αναφέρεται ανωτέρω, η εξυπηρέτηση των πολιτών θα μπορεί να γίνεται από τις υπηρεσίες σας. Για το σκοπό αυτό ένας υπάλληλος από κάθε υπηρεσία μιας στάσης (και περισσότεροι κατά την κρίση του οικείου προϊσταμένου για τις υπηρεσίες που εξυπηρετούν μεγάλο αριθμό πολιτών) θα υποδέχεται τους ενδιαφερόμενους και θα υποβάλει κατά τα ανωτέρω τις αιτήσεις πληρωμής e- παραβόλου για λογαριασμό τους και θα τους εκτυπώνει το σχετικό αριθμό. Στη συνέχεια θα τους επιδίδει τη σχετική εκτύπωση και θα τους ζητά να μεταβούν στο πλησιέστερο πιστωτικό ίδρυμα προκειμένου να πληρώσουν το αναγραφόμενο ποσό και να επιστρέψουν για την κατάθεση  της αίτησης για χορήγηση ή ανανέωση άδειας διαμονής.

Συνιστάται όπως αναρτήσετε σε εμφανή χώρο της υπηρεσίας σας πινακίδα που θα πληροφορεί τους ενδιαφερόμενους με ποιο τρόπο μπορούν να υποβάλουν μόνοι τους την αίτηση χορήγησης ηλεκτρονικού παραβόλου εύκολα και χωρίς να ταλαιπωρηθούν περιμένοντας τη σειρά τους είτε στην υπηρεσία είτε στο πιστωτικό ίδρυμα.

Τέλος επισημαίνουμε ότι επειδή το ύψος των παραβόλων για κάποιες κατηγορίες αδειών διαμονής μεταβάλλεται με τις ρυθμίσεις του νέου Κώδικα, θα πρέπει να καταβάλλετε κάθε δυνατή προσπάθεια για την πληροφόρηση των πολιτών για το ύψος του παραβόλου που πρέπει να πληρώσουν ώστε να αποφεύγονται λάθη που θα οδηγήσουν είτε στην απαίτηση συμπληρωματικού παραβόλου είτε στην επιστροφή μέρους αυτού στον ενδιαφερόμενο γιατί αυτό και τον συναλλασσόμενο θα ταλαιπωρούσε και το φόρτο εργασίας της Υπηρεσίας θα επιβάρυνε.

Β)       Πληρωμή e-Παραβόλου

Στο δεύτερο στάδιο ο ενδιαφερόμενος καταβάλλει το αναλογούν ποσό. Η καταβολή αυτή μπορεί να γίνει με τους εξής τρόπους:

1. Ο ενδιαφερόμενος καταβάλλει άμεσα το αναλογούν ποσό κάνοντας χρήση πιστωτικής ή χρεωστικής του κάρτας και πάλι μέσω της διαδικτυακής πύλης της Γ.Γ.Π.Σ. (www.gsis.gr). Η υπηρεσία αυτή παρέχεται για λόγους ασφαλείας μόνο στους πιστοποιημένους χρήστες του TaxisNet.

2. Ο ενδιαφερόμενος μεταβαίνει στο φορέα είσπραξης (Τράπεζα ή ΕΛΤΑ) και καταβάλλει το αναλογούν ποσό προσκομίζοντας το εκτυπωθέν αίτημα e-παράβολο (πληρωμή σε κατάστημα) ή καταβάλλει το ποσό κάνοντας χρήση των εναλλακτικών τρόπων πληρωμής που παρέχονται κατά περίπτωση από τους φορείς είσπραξης.

Η εταιρεία Διατραπεζικά Συστήματα Α.Ε. (ΔΙΑΣ Α.Ε.) συγκεντρώνει αυθημερόν από τους φορείς είσπραξης τις πληρωμές που αφορούν σε e-Παραβόλα και αποστέλλει στη Γ.Γ.Π.Σ. αναλυτικό αρχείο προκειμένου να διενεργηθεί ο έλεγχος και η ταυτοποίηση των πληρωμών με τα αντίστοιχα αιτήματα. Στην περίπτωση επιτυχούς ταυτοποίησης, η πληρωμή κρίνεται επιτυχής και με την πάροδο δύο εργάσιμων ημερών από την πληρωμή, ενεργοποιείται η δυνατότητα δέσμευσης του ποσού από την υπηρεσία με χρήση του κωδικού παραβόλου.

Σε περίπτωση πληρωμής του e-παραβόλου με τη χρήση πιστωτικής ή χρεωστικής κάρτας μέσω της διαδικτυακής πύλης της Γ.Γ.Π.Σ. ο κωδικός αυτού ενεργοποιείται άμεσα προς χρήση.

Η καταβολή στους φορείς είσπραξης πραγματοποιείται χωρίς καμιά οικονομική επιβάρυνση και ανεξαρτήτως εάν ο ενδιαφερόμενος τηρεί ή όχι λογαριασμό σ’ αυτούς.

Γ)       Κατάθεση e-Παραβόλου σε Υπηρεσία

Η κατάθεση του αποδεικτικού είσπραξης που αποδεικνύει ότι το αναγραφόμενο ποσό έχει καταβληθεί προσκομίζεται στην Υπηρεσία Αλλοδαπών και Μετανάστευσης και κατατίθεται μαζί με την αίτηση και τα λοιπά δικαιολογητικά από τον ενδιαφερόμενο στην αρμόδια υπηρεσία. Το παράβολο δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να καταβληθεί σε στάδιο μεταγενέστερο της υποβολής της αίτησης.

Εάν κατά την κατάθεση η υπηρεσία σας διαπιστώσει ότι δεν έχει καταβληθεί το σωστό παράβολο (π.χ. έχουν καταβληθεί 150 € αντί 300 €) ενημερώνει τον ενδιαφερόμενο να προσκομίσει συμπληρωματικό παράβολο.

α. Στην περίπτωση που η πληρωμή έχει γίνει με πιστωτική ή χρεωστική κάρτα, οποιασδήποτε Τράπεζας, προσκομίζεται και καταχωρείται ο εικοσαψήφιος κωδικός παραβόλου, ο οποίος όπως προειπώθηκε έχει ήδη ενεργοποιηθεί και είναι έτοιμος προς δέσμευση.

β. Στην περίπτωση που η πληρωμή έχει γίνει σε Τράπεζα ή τα ΕΛΤΑ, προσκομίζεται σχετικό διπλότυπο που αναφέρει το ποσό, τα στοιχεία του καταθέτη και καταχωρείται ο  εικοσαψήφιος κωδικός παραβόλου. Στην περίπτωση αυτή το παράβολο θα είναι δυνατόν να δεσμευθεί μετά από δύο εργάσιμες ημέρες.

Εφόσον το ύψος του παραβόλου είναι το νόμιμο και κατά τα λοιπά πληρούνται οι προϋποθέσεις του άρθρου 8, παρ.5 & 6 του ν.4251/2914, ο υπάλληλος χορηγεί στον αιτούντα την προβλεπόμενη βεβαίωση κατάθεσης.

Δ)       Επιστροφή ποσού e-Παραβόλου

1. Η εντολή επιστροφής χρημάτων σε περίπτωση αχρεωστήτως καταβληθέντων ποσών θα πραγματοποιείται, μέσω της εφαρμογής του e-Παραβόλου, από την υπηρεσία σας, η οποία αφού αναζητήσει τον μοναδικό κωδικό του e-Παράβολο και ελέγξει τις απαραίτητες προϋποθέσεις, στη συνέχεια επιβεβαιώνει ηλεκτρονικά την επιστροφή του συνολικού ποσού ή την επιστροφή μέρους του ποσού, που έχει καταβληθεί.

2. Για τα πληρωμένα και μη δεσμευμένα e-παράβολα παρέχεται η δυνατότητα στον εγγεγραμμένο στο TaxisNet χρήστη με τη χρήση ηλεκτρονικής  μεθόδου επικοινωνίας  στη διαδικτυακή πύλη της Γ.Γ.Π.Σ., να υποβάλει αίτημα ολικής επιστροφής χρημάτων, υπό την προϋπόθεση ότι κατά την έκδοση του e-Παραβόλου δηλώθηκε τραπεζικός λογαριασμός και Α.Φ.Μ. H διαδικασία θα ολοκληρωθεί μετά από έλεγχο της αρμόδιας Δ.Ο.Υ.

3. Η Γ.Γ.Π.Σ. για τους ανωτέρω δικαιούχους επιστροφής, συντάσσει μαγνητικά ατομικά εκκαθαρισμένα Α.Φ.ΕΚ. (ανά δικαιούχο και Δ.Ο.Υ.) εφαρμοζόμενων αναλογικά των διατάξεων των άρθρων 90 και επ. του Νόμου 2362/1995 (ΦΕΚ 247 Α’) στα οποία θα αναγράφεται εκτός των άλλων και ο τραπεζικός λογαριασμός του δικαιούχου, εφόσον έχει δηλωθεί. Ακολούθως τα αποστέλλει στις αρμόδιες Δ.Ο.Υ. φορολογίας των δικαιούχων, προκειμένου να γίνει ο σχετικός έλεγχος για τυχόν οφειλές και ο συμψηφισμός αυτών και εν συνεχεία η μεταφορά των προς επιστροφή ποσών, στους τραπεζικούς λογαριασμούς των δικαιούχων. Στις περιπτώσεις που δεν έχει δηλωθεί ο τραπεζικός λογαριασμός, αυτός θα γνωστοποιείται από τον δικαιούχο με αίτηση του στη Δ.Ο.Υ., με τηλεομοιοτυπία (fax), με ηλεκτρονικό ταχυδρομείο (e-mail) ή με κάθε άλλο μέσο.

4. Στην περίπτωση που έχει καταβληθεί παράβολο με τη χρήση διπλοτύπου Τύπου Β΄ πριν την 1.6.2014 και παραστεί η υποχρέωση επιστροφής του ως αχρεωστήτως καταβληθέντος μετά την 1.6.2014, θα προχωρήσετε στη διαδικασία επιστροφής του βάσει της διαδικασίας που ακολουθείτε σήμερα, όπως περιγράφεται στο αριθ. 1080309/5663-19/0016/29.9.2006 έγγραφο του Υπουργείου Οικονομικών, το οποίο σας διαβιβάσαμε με το έγγραφό μας 20400/1.11.2006.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Β΄

Είδη Παραβόλων

Κατωτέρω εμφανίζονται τα είδη των πληρωμών (παράβολα, τέλη, πρόστιμα) που προβλέπονται από τον Κώδικα Μετανάστευσης και Κοινωνικής Ένταξης και εισπράττονται με τη διαδικασία του ηλεκτρονικού παραβόλου, η οποία περιγράφεται στο Κεφάλαιο Α΄ της παρούσης Εγκυκλίου.

1)          Ύψος παραβόλων

Το ύψος των παραβόλων που καταβάλλουν οι πολίτες τρίτων χωρών για την χορήγηση και ανανέωση της άδειας διαμονής ρυθμίζεται από τις διατάξεις του άρθρου 132 του ν.4251/2014 (ΦΕΚ 80 Α΄).

Ειδικότερα το ύψος των παραβόλων έχει ως κατωτέρω:

α)   Για τις άδειες διάρκειας μέχρις ενός έτους το ύψος ορίζεται σε εκατόν πενήντα (150)ευρώ.

Βάσει των επί μέρους ρυθμίσεων του Κώδικα προβλέπεται ότι άδεια διαμονής ετήσιας διάρκειας εκδίδεται στις παρακάτω περιπτώσεις:

  • Αρχική χορήγηση και ανανέωση άδειας για λόγους δημόσιου συμφέροντος (άρθρο 19, παρ.7).
  • Αρχική χορήγηση και ανανέωση άδειας για σπουδή και γνωριμία του Αγιορείτικου μοναχικού βίου (άρθρο 20, περ. ΣΤ).
  • Αρχική χορήγηση και ανανέωση άδειας για γνωριμία του μοναχικού βίου ή για μοναχισμό (άρθρο 20, περ.Ζ).
  • Αρχική χορήγηση και ανανέωση άδειας για σπουδές με εξαίρεση τις περιπτώσεις που ο ενδιαφερόμενος αιτείται τη χορήγηση άδειας ισόχρονης με την ανώτατη διάρκεια φοίτησης (άρθρο 34, παρ.1 & 2).
  • Έκδοση άδεια για εθελοντική υπηρεσία με εξαίρεση τις περιπτώσεις που το συγκεκριμένο πρόγραμμα υπερβαίνει το έτος και ο ενδιαφερόμενος αιτείται τη χορήγηση ισόχρονης άδειας με τη διάρκεια αυτού (άρθρο 39).
  • Αρχική χορήγηση και ανανέωση άδειας για επαγγελματική κατάρτιση (άρθρο 44).
  • Αρχική χορήγηση άδειας για την απόκτηση ιατρικής ειδικότητας (άρθρο 47).
  • Ανανέωση άδειας για ένα έτος μετά τη λήξη του χρονικού διαστήματος των ετών φοίτησης στην Αθωνιάδα Εκκλησιαστική Ακαδημία του Αγίου Όρους (άρθρο 48, παρ.4).
  • Αρχική χορήγηση και ανανέωση άδειας για θύματα εμπορίας ανθρώπων (άρθρο 53).
  • Έκδοση αυτοτελούς άδειας (άρθρο 76, παρ. 3).

β)   Κατ’ εξαίρεση οι άδειες διαμονής για εξαιρετικούς λόγους σύμφωνα με το άρθρο 19, παρ.1, παρότι έχουν ετήσια διάρκεια, το ύψος του παραβόλου είναι τριακόσια (300) ευρώ.

γ)   Για τις άδειες διάρκειας μέχρι δύο έτη το ύψος ορίζεται σε τριακόσια (300) ευρώ.

Βάσει των επί μέρους ρυθμίσεων του Κώδικα προβλέπεται ότι άδεια διαμονής διάρκειας μέχρι δύο έτη εκδίδεται στις περιπτώσεις αρχικής άδειας διαμονής όταν από τις ειδικές ρυθμίσεις του Κώδικα δεν υπάρχει διαφορετική ρύθμιση (άρθρο 7, παρ.5).

Ειδικότερα εκδίδεται στις κατωτέρω περιπτώσεις:

  • Έκδοση αρχικής χορήγησης άδειας για εργαζόμενους με εξαρτημένη εργασία (άρθρο 15).
  • Έκδοση αρχικής άδειας διαμονής ειδικού σκοπού (άρθρο 17).
  • Έκδοση αρχικής άδειας διαμονής οικονομικά ανεξάρτητων ατόμων (άρθρο 20, περ.Α).
  • Ανανέωση άδειας για την απόκτηση ιατρικής ειδικότητας (άρθρο 47).
  • Έκδοση αρχικής άδειας διαμονής για οικογενειακή συνένωση στην περίπτωση που ο συντηρών έχει ήδη αποκτήσει την ιδιότητα του επί μακρόν διαμένοντος (άρθρο 73, παρ.1).
  • Αρχική χορήγηση «Μπλε κάρτας της ΕΕ» (άρθρο 114, παρ.2)

δ)   Για τις άδειες διάρκειας μέχρι τρία έτη το ύψος ορίζεται σε τετρακόσια πενήντα (450) ευρώ.

Βάσει των επί μέρους ρυθμίσεων του Κώδικα προβλέπεται ότι άδεια διαμονής διάρκειας μέχρι τρία έτη εκδίδεται στις περιπτώσεις ανανέωσης άδειας διαμονής όταν από τις ειδικές ρυθμίσεις του Κώδικα δεν υπάρχει διαφορετική ρύθμιση (άρθρο 7, παρ.5).

Ειδικότερα εκδίδεται στις κατωτέρω περιπτώσεις:

  • Ανανέωση άδειας για εργαζόμενους με εξαρτημένη εργασία ή παροχή υπηρεσιών ή έργου (άρθ.15).
  • Ανανέωση άδειας διαμονής ειδικού σκοπού (άρθρο 17).
  • Ανανέωση άδειας διαμονής οικονομικά ανεξάρτητων ατόμων (άρθρο 20, περ.Α).
  • Ανανέωση άδειας διαμονής για οικογενειακή συνένωση στην περίπτωση που ο συντηρών αποκτήσει ή έχει ήδη αποκτήσει την ιδιότητα του επί μακρόν διαμένοντος (άρθρο 73, παρ.1).
  • Ανανέωση «Μπλε κάρτας της ΕΕ» (άρθρο 114, παρ.5).

ε)   Για τις άδειες διάρκειας μέχρι πέντε έτη το ύψος ορίζεται σε πεντακόσια (500) ευρώ

Το υπόψη παράβολο αφορά τις κατωτέρω περιπτώσεις:

  • Αρχική χορήγηση και ανανέωση  άδειας διαμονής για επενδυτική δραστηριότητα (άρθ. 16, περ. Α).
  • Αρχική χορήγηση και ανανέωση άδειας διαμονής για ιδιοκτήτες ακινήτων στην Ελλάδα (άρθρο 20, περ.Β).

στ)   Για άδεια διαμονής διάρκειας μέχρι δέκα έτη το ύψος ορίζεται σε εξακόσια (600) ευρώ

Το υπόψη παράβολο αφορά την αρχική χορήγηση και την ανανέωση άδειας διαμονής για στρατηγικές επενδύσεις (άρθρο 16, περ.Β).

ζ)   Για την υπαγωγή στο καθεστώς του επί μακρόν διαμένοντος το ύψος ορίζεται σε τετρακόσια (400) ευρώ.

η)   Για άδεια διαμονής δεκαετούς διάρκειας (άρθρο 138, παρ.1) το ύψος ορίζεται σε εννιακόσια (900) ευρώ.

Η περαιτέρω ανανέωση της άδειας διαμονής δεκαετούς διάρκειας γίνεται με την υπαγωγή στο καθεστώς του επί μακρόν διαμένοντος. Εάν δεν πληρούνται οι προβλεπόμενες προϋποθέσεις, τότε ανανεώνεται για τρία έτη κάθε φορά και καταβάλλεται το αντίστοιχο παράβολο (450 €) (άρθρο 138, παρ.1-3).

θ)   Για άδεια διαμονής δεύτερης γενιάς το ύψος ορίζεται σε τριακόσια (300) ευρώ (άρθ. 132, παρ.2).

ι)   Για τις άδειες που εκδίδονται βάσει της Ελληνοκαναδικής Συμφωνίας που κυρώθηκε με το ν.4091/2012, το ύψος του παραβόλου ανέρχεται σε εκατό (100) ευρώ. Το παράβολο αυτό εισπράττεται στο πλαίσιο της αμοιβαιότητας και αντιστοιχεί στο ποσό των 150 δολαρίων Καναδά που εισπράττεται από τις Καναδικές υπηρεσίες όταν Έλληνες πολίτες κάνουν χρήση της εν λόγω Συμφωνίας.

Τέλος σημειώνεται ότι σε κάποιες κατηγορίες αδειών διαμονής, που αναφέρονται ενδεικτικά κατωτέρω, η διάρκεια της άδειας είναι ισόχρονη με  τη διάρκεια του γεγονότος που αποτελεί την αιτία εισόδου και διαμονής του πολίτη τρίτης χώρας στην Ελλάδα, οπότε το καταβαλλόμενο παράβολο υπολογίζεται αναλόγως της κατά περίπτωση διάρκειας, βάσει των οριζομένων στην παράγραφο 1 του άρθρου 132 του Κώδικα:

  • Έκδοση άδειας διαμονής σε ενήλικα τέκνα μελών διπλωματικής αποστολής (άρθρο 20, περ.Γ ).
  • Έκδοση άδειας διαμονής σε εξαρτώμενα μέλη οικογένειας διπλωματικής αποστολής (άρθρο 20, περ.Δ ).
  • Έκδοση άδειας διαμονής για στις περιπτώσεις που ο ενδιαφερόμενος αιτείται τη χορήγηση άδειας ισόχρονης με την ανώτατη διάρκεια φοίτησης (άρθρο 34, παρ.1 & 2).
  • Έκδοση άδειας διαμονής για εθελοντική υπηρεσία στις περιπτώσεις που το συγκεκριμένο πρόγραμμα υπερβαίνει το έτος και ο ενδιαφερόμενος αιτείται τη χορήγηση ισόχρονης άδειας με τη διάρκεια αυτού (άρθρο 39).
  • Έκδοση άδειας διαμονής για συμμετοχή σε ειδικά προγράμματα (άρθρο 45).
  • Έκδοση άδειας διαμονής για σπουδές σε στρατιωτικές και παραγωγικές σχολές (άρθρο 46).
  • Έκδοση άδειας διαμονής για φοίτηση στην Αθωνιάδα Εκκλησιαστική Ακαδημία του Αγίου Όρους (άρθρο 48).

2)          Εξαιρέσεις

Σύμφωνα με τις ρυθμίσεις του Κώδικα, δεν έχουν υποχρέωση καταβολής παραβόλου οι κατωτέρω κατηγορίες πολιτών τρίτων χωρών:

  • Τα ανήλικα παιδιά (κάτω των 18 ετών) όλων των κατηγοριών (άρθρο 132, παρ. 5).
  • Όσοι κατέχουν ήδη άδεια διαμονής αόριστης διάρκειας ή δεκαετούς ή πενταετούς διάρκειας του άρθρου 108 και ζητούν να υπαχθούν στο καθεστώς του επί μακρόν διαμένοντος (άρθρο 132, παρ.2).
  • Οι υπαγόμενοι στις ρυθμίσεις της συμφωνίας μεταξύ της Ελληνικής Δημοκρατίας και της Αραβικής Δημοκρατίας της Αιγύπτου, που κυρώθηκε με το ν.1245/1982, δηλαδή όσοι υπήκοοι Αιγύπτου υποβάλλουν αίτηση για χορήγηση άδειας διαμονής για εργασία.  Αντίθετα όσοι υπήκοοι Αιγύπτου υποβάλλουν αίτηση για άδεια διαμονής που δεν αναφέρεται στη μισθωτή απασχόληση (π.χ. οικογενειακή επανένωση, σπουδές κλπ) δεν εξαιρούνται από την υποχρέωση καταβολής παραβόλου.
  • Οι υπότροφοι Υπουργείων, οργανισμών, κοινωφελών ιδρυμάτων και του Ι.Κ.Υ. (άρθ. 45, παρ.2).
  • Οι υπότροφοι στρατιωτικών και παραγωγικών σχολών (άρθρο 46).
  • Τα θύματα εμπορίας ανθρώπων ή παράνομης διακίνησης μεταναστών (άρθρο 52).
  • Οι σύζυγοι ομογενών (άρθρο 81).
  • Τα μέλη οικογένειας Έλληνα ή ευρωπαίου πολίτη (άρθρο 85, παρ.1).
  • Οι γονείς και ανήλικα αδέλφια ανήλικων ημεδαπών (άρθρο 87).
  • Οι υπότροφοι του Αμερικανικού Εκπαιδευτικού Ιδρύματος Ελλάδος (Ίδρυμα Fulbright).

Η απαλλαγή από τη σχετική υποχρέωση προβλέπεται στο πλαίσιο της αμοιβαιότητας, δυνάμει της από 23.4.1948 Συμφωνίας μεταξύ των Κυβερνήσεων Ελλάδος και Ηνωμένων Πολιτειών Αμερικής, που κυρώθηκε με το ν.3152/1955 (64 Α΄) σε συνδυασμό με το πρώτο εδάφιο της παρ.1 του άρθ.132 του Κώδικα και η σχετική άδεια διαμονής εκδίδεται σύμφωνα με τις ρυθμίσεις του άρθρου 19, παρ.7 αυτού.

3)          Γενικές Πληροφορίες

α)   Όπως  ίσχυε  και  με  τους  προγενέστερους  μεταναστευτικούς  νόμους,  έτσι  και  με  το ν.4251/2014 προβλέπεται (άρθρα 8, παρ.4 και 9, παρ.3) ότι το παράβολο κατατίθεται μαζί με τηναίτηση και συνεπώς αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεση για την υποβολή αιτήματος, με εξαίρεση τις περιπτώσεις που με ρητή διάταξη του νόμου απαλλάσσονται από την υποχρέωση καταβολής παραβόλου. Το παράβολο δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να καταβληθεί σε στάδιο μεταγενέστερο της υποβολής της αίτησης.

β)   Τα παράβολα αποτελούν έσοδο του Κρατικού Προϋπολογισμού και κατατίθενται στον ΚΑΕ 3742.

γ)   Ο αριθμός του ηλεκτρονικού παραβόλου που πιστοποιεί την πληρωμή του προβλεπόμενου ποσού, προσκομίζεται στην αρμόδια για την παραλαβή της αίτησης υπηρεσία.

Επισημαίνεται ιδιαιτέρως ότι επειδή δεν υπάρχει real time  επικοινωνία  του μηχανογραφικού συστήματος των Τραπεζών με αυτό της ΓΓΠΣ, οι σχετικές πληρωμές δεν εμφανίζονται αμέσως στη σχετική εφαρμογή αλλά μετά ένα μικρό χρονικό διάστημα που κυμαίνεται από μία έως δύο ημέρες. Συνεπώς η διαδικασία ελέγχου εγκυρότητας θα πρέπει να διενεργείται μετά το εν λόγω χρονικό διάστημα και εάν κατά τον έλεγχο εγκυρότητας δεν εμφανίζεται η σχετική πληρωμή, η σχετική διαδικασία θα πρέπει να επαναλαμβάνεται και  να διενεργείται τηλεφωνική επικοινωνία με το αντίστοιχο τραπεζικό σύστημα προκειμένου να αποφεύγεται πιθανότητα λάθους. Εάν μετά τα ανωτέρω επιβεβαιωθεί ότι το προσκομισθέν διπλότυπο Τράπεζας που αποδεικνύει την καταβολή του ποσού του παραβόλου, δεν είναι γνήσιο και το παράβολο δεν έχει πληρωθεί, το σχετικό αίτημα θα απορρίπτεται και η υπόθεση θα αποστέλλεται στον αρμόδιο εισαγγελέα.

δ)   Σύμφωνα με το άρθρο 138 (παρ.9) προβλέπεται ότι οι εκκρεμείς αιτήσεις μετά την έναρξη ισχύος του Κώδικα εξετάζονται σύμφωνα με τα οριζόμενα σε αυτόν. Εντούτοις, εφαρμοζομένων αναλογικά των οριζομένων στην υπ’ αριθ. 300/2011 Γνωμοδότηση του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, η οποία έχει γίνει αποδεκτή από τον Υπουργό Εσωτερικών, συνάγεται ότι η μεταβολή του νομοθετικού καθεστώτος βάσει του οποίου θα εξετασθούν οι εκκρεμείς αιτήσεις δεν καταλαμβάνει και τυχόν αναπροσαρμογή του παραβόλου, για τον υπολογισμό του οποίου εφαρμοστέος κανόνας είναι όχι αυτός που ισχύει κατά το χρόνο έκδοσης της πράξης αλλά αυτός που ισχύει κατά τον χρόνο γέννησης της σχετικής υποχρέωσης, δηλαδή εν προκειμένω κατά το χρόνο υποβολής της αιτήσεως.

Συνεπώς στις περιπτώσεις που θεσπίζεται με τις νέες ρυθμίσεις για πρώτη φορά παράβολο, αυτό αφορά τις αιτήσεις που θα υποβάλλονται από την 1.6.2014 και στη συνέχεια. Για παράδειγμα εάν έχει υποβληθεί πριν την 1.6.2014 αίτηση χωρίς παράβολο για την κατηγορία των «ιδιοκτητών ακινήτων», η σχετική άδεια θα εκδοθεί με τις διατάξεις του Κώδικα και με ημερομηνία έναρξης την ημερομηνία κατάθεσης της αίτησης, χωρίς όμως να αναζητηθεί το παράβολο των 500 € που για πρώτη φορά θεσπίζεται με τον νέο Κώδικα. Η καταβολή του παραβόλου αυτού θα ζητείται από αυτούς που θα υποβάλλουν αιτήσεις από την 1.6.2014 και στη συνέχεια.

Αντίστοιχα στις περιπτώσεις που μειώθηκε το ύψος του παραβόλου, εφόσον έχει υποβληθεί η σχετική αίτηση πριν την 1.6.2014, δεν μπορεί να επιστραφεί μέρος του παραβόλου εάν η σχετική άδεια εκδοθεί μετά την 1.6.2014 και μνημονεύει στο σκεπτικό της τις νέες διατάξεις. Για παράδειγμα εάν κάποιος υπέβαλε την 23.5.2014 αίτηση για υπαγωγή στο καθεστώς του επί μακρόν διαμένοντος και κατέβαλε παράβολο 600 € βάσει του άρθρου 30 του ν.3838/2010, η άδειά του θα εκδοθεί βάσειτων διατάξεων του νέου Κώδικα χωρίς όμως να είναι δυνατή η επιστροφή στον ενδιαφερόμενο του ποσού της διαφοράς που προκύπτει από τη μείωση του παραβόλου βάσει των νέων ρυθμίσεων (από 600 € στα 400 €).

 4.          Λοιπά χρηματικά ποσά που καταβάλλονται υπέρ του δημοσίου στο πλαίσιο της μεταναστευτικής νομοθεσίας και εισπράττονται με τη διαδικασία του ηλεκτρονικού παραβόλου.

α)   Χρηματικό τέλος που καταβάλλεται για μετάκληση υπηκόου τρίτης χώρας με σκοπό την εποχιακή εργασία και ως αλιεργάτη.

Με τις διατάξεις των άρθρων 13, παρ.1 και 14, παρ.1 προβλέπεται ότι ο εργοδότης που επιθυμεί να προσλάβει πολίτη τρίτης χώρας για εποχιακή εργασία ή ως αλιεργάτη, αντίστοιχα, καταθέτει στην αρμόδια υπηρεσία Αλλοδαπών και Μετανάστευσης της οικείας Αποκεντρωμένης Διοίκησης δικαιολογητικά μεταξύ των οποίων και αποδεικτικό καταβολής τέλους, ύψους εκατόν πενήντα (150) ευρώ για κάθε πολίτη τρίτης χώρας που θα απασχοληθεί, το οποίο εισπράττεται υπέρ του δημοσίου (ΚΑΕ 3741) και δεν επιστρέφεται.  

β)   Χρηματικό τέλος το οποίο αντιστοιχεί στο κόστος προμήθειας, εκτύπωσης και ασφαλούς διακίνησης της κάρτας, δηλαδή της άδειας διαμονής που έχει τη μορφή του αυτοτελούς εγγράφου (άρθρο 1, παρ.10 του ν.4018/2011). Το ύψος του έχει καθοριστεί σε δεκαέξι (16) ευρώ (κ.υ.α. 21929/25.4.2014). Το ανωτέρω τέλος θα αρχίσει να εισπράττεται από την έκδοση της υπουργικής απόφασης του δευτέρου εδαφίου του άρθρου 1 του ν.4018/2011. Το τέλος είναι ανεξάρτητο από τα παράβολα που προβλέπονται από την εκάστοτε υφιστάμενη μεταναστευτική νομοθεσία και καταβάλλεται ακόμα και αν ο ενδιαφερόμενος απαλλάσσεται από την υποχρέωση καταβολής παράβολου σύμφωνα με την κείμενη νομοθεσία. Επίσης το εν λόγω τέλος εισπράττεται κατά την παράδοση της κάρτας στον ενδιαφερόμενο και όχι κατά την παραλαβή της αίτησης για τη χορήγηση άδειας διαμονής. Ευνόητο είναι ότι αν η σχετική αίτηση απορριφθεί, ο αιτών δεν υποχρεούται στην καταβολή του ποσού. Αν για οποιονδήποτε λόγο το τέλος καταβληθεί σε προγενέστερο χρόνο και το αίτημα απορριφθεί, αυτό επιστρέφεται ως αχρεωστήτως καταβληθέν, εάν ζητηθεί εγγράφως το αργότερο μέχρι την ημερομηνία επίδοσης της σχετικής απορριπτικής απόφασης.

γ)   Στη διαδικασία του ηλεκτρονικού παραβόλου υπάγονται ακόμη:

  • Τα πρόστιμα που επιβάλλονται για την εκπρόθεσμη κατάθεση αίτησης για τη χορήγηση ή ανανέωση δελτίου διαμονής σε μέλη οικογένειας Έλληνα σύμφωνα με τα άρθρα 82, παρ.3 και 83, παρ.2 του Κώδικα. Το πρόστιμο ανέρχεται σε πενήντα (50) ευρώ και επιβάλλεται σε περίπτωση μη υποβολής αίτησης για τη χορήγηση δελτίου διαμονής  εντός  διαστήματος  ενός  έτους  από  την  ημερομηνία εισόδου στην Χώρα ή σύναψης του γάμου ή μη υποβολής αίτησης ανανέωσης δελτίου διαμονής εντός ενός έτους από την ημερομηνία λήξης του προηγούμενου. Ομοίως με τη διαδικασία του ηλεκτρονικού παραβόλου εισπράττονται και τα αντίστοιχα πρόστιμα που επιβάλλονται στα μέλη οικογένειας ευρωπαίου πολίτη σύμφωνα με το άρθρο 42, παρ.8 και 10 του ν.4071/2012.
  • Τα πρόστιμα που επιβάλλονται για την εκπρόσθεσμη κατάθεση αίτησης ανανέωσης άδειας διαμονής μέχρι και ένα μήνα από τη λήξη της προηγούμενης, σύμφωνα με το άρθ.9, παρ.1 του Κώδικα. Το πρόστιμο ανέρχεται ομοίως σε πενήντα (50) ευρώ.

Η πληρωμή των ανωτέρω προστίμων είναι προαπαιτούμενη προϋπόθεση για την έκδοση της αντίστοιχης άδειας διαμονής.

Αντίθετα, τα λοιπά πρόστιμα που προβλέπονται από τη μεταναστευτική νομοθεσία θα συνεχίσουν να επιβάλλονται και να εισπράττονται κατά τις διατάξεις του Κώδικα Είσπραξης Δημοσίων Εσόδων (ΚΕΔΕ). Ειδικότερα οι σχετικές αποφάσεις κοινοποιούνται στην αρμόδια Δ.Ο.Υ. προκειμένου να προβεί στις απαραίτητες ενέργειες για την είσπραξη των προστίμων, χωρίς όμως η πληρωμή τους ή μη να συνδέεται με την έκδοση ή ανανέωση αδειών διαμονής.

Η πληρωμή των ανωτέρω προστίμων είναι προαπαιτούμενη προϋπόθεση για την έκδοση της αντίστοιχης άδειας διαμονής. Για τη διαδικασία επιβολής των προστίμων προωθείται προς έκδοση σχετική κοινή υπουργική απόφαση. Μέχρι την έκδοση αυτής, τα πρόστιμα θα εισπράττονται σύμφωνα με τα οριζόμενα στην αριθ. 10486/14.5.2007 κ.υ.α. (ΦΕΚ 901 Β΄).

Αντίθετα, τα λοιπά πρόστιμα που προβλέπονται από τη μεταναστευτική νομοθεσία (συμπεριλαμβανομένων και αυτών του επιβάλλονται σε περίπτωση παράλειψης υποβολής των δηλώσεων του άρθρου 22 του Κώδικα), δεν σχετίζονται με την τυχόν ανανέωση ή μη αδειών διαμονής και θα συνεχίσουν να επιβάλλονται και να εισπράττονται κατά τις διατάξεις του Κώδικα Είσπραξης Δημοσίων Εσόδων (ΚΕΔΕ). Ειδικότερα το αρμόδιο όργανο επιβολή προστίμου θα αποστέλλει σχετικό βεβαιωτικό κατάλογο στην αρμόδια Δ.Ο.Υ., στον οποίο θα αναγράφεται υποχρεωτικά και  το Α.Φ.Μ. του  υπόχρεου, προκειμένου  να προβεί  στις απαραίτητες ενέργειες για την είσπραξη των προστίμων.

5.          Προϋποθέσεις   χρήσης   της   υπηρεσίας   e-Παράβολο   από   το   πληροφοριακό σύστημα.

Παρακαλούμε η υπηρεσία σας να ορίσει τους χρήστες – φυσικά πρόσωπα – που θα διαθέτουν την απαραίτητη εξουσιοδότηση για να αναζητούν, δεσμεύουν και επιστρέφουν e-Παράβολα μέσα από το πληροφοριακό σύστημα. Οι εξουσιοδοτημένοι χρήστες του συστήματος θα πρέπει ενυπογράφως να ενημερώνονται και να αποδέχονται πλήρως τους κάτωθι όρους χρήσης σύμφωνα με την πολιτική χρήσης   για   τους   τελικούς   χρήστες   της   διαδικτυακής   υπηρεσίας   e-Παραβόλου   της   Γενικής Γραμματείας Πληροφοριακών Συστημάτων του Υπουργείου Οικονομικών:

  1. Η χρήση της διαδικτυακής υπηρεσίας γίνεται αποκλειστικά και μόνο για την εξυπηρέτηση του σκοπού για τον οποίο έχει χορηγηθεί η πρόσβαση.
  2. Να μη γίνεται κατάχρηση της υπηρεσίας e-Παράβολο (αναζήτηση, δέσμευση, επιστροφή) προκαλώντας υπερφόρτωση των συστημάτων της Γ.Γ.Π.Σ.
  3. Να μην επιχειρεί την απόκτηση στοιχείων πέρα από αυτά που του είναι απολύτως απαραίτητα για τη διενέργεια των συναλλαγών του.
  4. Πρέπει να τηρεί μυστικά τα διαπιστευτήρια πρόσβασης που του έχουν αποδοθεί και να ειδοποιεί άμεσα την Κ.Υ. του Υπουργείου Εσωτερικών για τυχόν διαρροή τους.
  5. Σε περίπτωση υποψιών ή διαπίστωσης περιστατικού ανασφάλειας στο μηχανισμό που αξιοποιεί το e-Παράβολο υποχρεούται να ειδοποιεί άμεσα την Κ.Υ. του Υπουργείου Εσωτερικών με τις πληροφορίες του περιστατικού. Επίσης είναι υποχρεωμένος να διατηρεί και να παρέχει κάθε στοιχείο που μπορεί να συμβάλλει στη διερεύνηση  τέτοιων περιστατικών

Για να ενεργοποιηθούν οι απαραίτητες λειτουργίες που αναφέρθηκαν, παρακαλούμε να αποσταλεί ο ορισμός εξουσιοδότησης των χρηστών του πληροφοριακών συστήματος καθώς και η ενυπόγραφη αποδοχή των ανωτέρω όρων χρήσης των εξουσιοδοτούμενων χρηστών για χρήση του e-Παραβόλου στο fax: 2131361377 και ηλεκτρονικά στο email: p.metanastefsi@ypes.gr

Ειδικότερες τεχνικές πληροφορίες σχετικά με την εφαρμογή μπορείτε να αναζητείτε στο τηλέφωνο 2131361400 και στο e-mail: p.metanastefsi@ypes.gr

Για πληροφορίες σε θέματα εφαρμογής του νόμου που συνδέονται με τα παράβολα μπορείτε να επικοινωνείτε με τα τηλέφωνα 2131361269, 2131361380 και 2131361220 και στα e-mail: tada1.metanastefsi@ypes.gr και tada3.metanastefsi@ypes.gr

Ο Γενικός Γραμματέας

Πληθυσμού και Κοινωνικής Συνοχής

0

Χαμός με τα παράβολα των αδειών διαμονής

Μεγάλη αναστάτωση αναμένεται να προκαλέσει η εγκύκλιος 33/2014 του υπουργείου Εσωτερικών που εκδόθηκε την 29-05-2014 και εστάλη την 30-05-2014, μεταξύ άλλων προς τις Αποκεντρωμένες Διοικήσεις της χώρας, οι οποίες δέχονται τις αιτήσεις των αλλοδαπών για χορήγηση και ανανέωση των αδειών διαμονής τους.

Συγκεκριμένα, σύμφωνα με την εγκύκλιο αυτή από την 1η Ιουνίου 2014 ξεκινά η εφαρμογή του ηλεκτρονικού παραβόλου (e-παράβολο) και οι υπηρεσίες μίας στάσης των Διευθύνσεων Αλλοδαπών, θα πρέπει να δέχονται μόνο τα παράβολα του taxisnet (gsis.gr). Παράλληλα, από την 1η Ιουνίου 2014 αρχίζει και η ισχύς του νέου Κώδικα Μετανάστευσης (νόμος 4251/2014).

Η αναστάτωση αναμένεται να προκληθεί, καθώς ήδη με το παλιό σύστημα πληρωμής των παραβόλων, πολλοί είναι οι αλλοδαποί, που κατέθεσαν αιτήσεις για χορήγηση ή ανανέωση άδειας διαμονής στις υπηρεσίες μιας στάσης, και έλαβαν ημερομηνία για ολοκλήρωση της αιτήσεώς τους, με την έκδοση του παραβόλου και την χορήγηση σ’ αυτούς της βεβαίωσης τύπου Α’ (μπλε) αρκετούς μήνες μετά, που αγγίζει και το μήνα Σεπτέμβριο. Μάλιστα, όλοι αυτοί, κλήθηκαν να εκδώσουν από τις τράπεζες, τραπεζικές επιταγές, υπέρ του Ελληνικού δημοσίου, τις οποίες θα έπρεπε να προσκομίσουν στις υπηρεσίες μίας στάσης.

Πλέον, με την εγκύκλιο που εκδόθηκε από το ΥΠΕΣ οι Αποκεντρωμένες Διοικήσεις δύνανται να παραλαμβάνουν μόνο ηλεκτρονικά παράβολα από την 1η Ιουνίου, με αποτέλεσμα, όσοι εισέλθουν στα τμήματα με τραπεζικές επιταγές, να μην γίνονται δεκτοί για ολοκλήρωση των διαδικασιών του αιτήματός τους. Μάλιστα, θα καλούνται να επιστρέψουν την τραπεζική επιταγή στην τράπεζα από την οποία την πήραν, προς εξαργύρωση και πληρωμή του ηλεκτρονικού παραβόλου, το οποίο θα έχουν ήδη αγοράσει από την ηλεκτρονική διεύθυνση του Υπουργείου Οικονομικών.

Για άλλη μία φορά, δυστυχώς, τα θύματα στην αναλγησία του κρατικού μηχανισμού θα είναι τόσο οι αλλοδαποί, οι οποίοι έχουν ήδη καταθέσει τις αιτήσεις τους και κλήθηκαν σε συγκεκριμένη ημερομηνία να  παραστούν με τραπεζικές επιταγές για την ολοκλήρωση των αιτήσεων τους, άλλα και οι υπάλληλοι των υπηρεσιών μίας στάσης αδειών διαμονής, οι οποίοι μόλις την 30 Μαΐου έλαβαν την εγκύκλιο για να την εφαρμόσουν από την επομένη της εργασίας τους, δίχως προγενέστερη προετοιμασία και ενημέρωση, ενώ θα κληθούν να αντιμετωπίσουν το δίκαιο μένος όλων εκείνων που θα εισέρχονται από τις 2 Ιουνίου (πρώτη εργάσιμη ημέρα) για να καταθέσουν τις τραπεζικές επιταγές που τους έχουν ζητηθεί.

δειτε την εγκυκλιο 33/2014 υπεσ εδω
0

Διευκρινιστικές απαντήσεις για την εφαρμογή του νέου Κώδικα Μετανάστευσης

Με νεότερο έγγραφο το Υπουργείο Εσωτερικών, δίνει διευκρινιστικές απαντήσεις σε ερωτήματα που τέθηκαν για την εφαρμογή του νέου Κώδικα Μετανάστευσης (νόμος 4251/2014) και της εγκυκλίου 12/2014, ερωτήματα που έθεσε και το γραφείο μας στις κατά τόπο Αποκεντρωμένες Διοικήσεις και στη Γεν. Γραμματεία του Υπουργείου.

Συγκεκριμένα, σε αιτήματα ανανέωσης άδειας διαμονής ετών 2010 έως και 2014 στα οποία έλειπαν τα απαιτούμενα ένσημα, χορηγείται η ανανέωση της άδειας διαμονής εφόσον υπάρχει βιβλιάριο υγείας σε ισχύ είτε κατά την κατάθεση της αιτήσεως για ανανέωσης είτε, εφόσον αυτό δεν υφίσταται κατά την κατάθεση συμπληρωματικών εγγράφων που θα ζητηθεί από τις   αποκεντρωμένες Διοικήσεις. Εφόσον δε, έχει ήδη απορριφθεί το αίτημα εντός του 2014, τότε υποβάλλεται αίτηση θεραπείας  και βιβλιάριο υγείας σε ισχύ, εφόσον αυτό δεν είχε υποβληθεί κατά τον χρόνο κατάθεσης της αρχικής αίτησης για ανανέωση.

Σε περίπτωση απορριπτικών αποφάσεων για αιτήματα ανανέωση αδειών διαμονής (2010-2013), λόγω ενσήμων, ισχύουν όσα αναφέρονται στην εγκύκλιο 12/2014, όπου και εδώ απαιτείται βιβλιάριο υγείας σε ισχύ, είτε κατά την κατάθεση του αιτήματος για ανανέωση, είτε κατά την αίτηση υπαγωγής στην παράγραφο 12 του άρθρου 138 του Νόμου 4251/2014. Εξυπακούεται, ότι έχει ήδη χορηγηθεί προσωρινή δικαστική προστασία (προσωρινή διαταγή) κατόπιν αιτήσεως ένδικων μέσων στα Διοικητικά Δικαστήρια, έως και την 01-04-2014. Σε περίπτωση δε που καθυστερεί για οποιοδήποτε λόγο η χορήγηση της βεβαίωσης παραίτησης από τα ένδικα μέσα για την υπαγωγή στις διατάξεις του νόμου, τότε δύναται να κατατεθεί προσωρινά μόνο η δήλωση παραίτησης.

Επιπλέον, λόγω αλλαγής του νόμου από 01-06-2014, τα μέλη οικογένειας τρίτης χώρας δεν θα χρειάζεται πλέον να αιτούνται ειδική άδεια εργασίας, άλλα αυτή θα δίδεται απευθείας με την χορήγηση της άδειας διαμονής. Όσοι δε έχουν ήδη λάβει ή ανανεώσει τις οικογενειακές τους άδειες διαμονής, μπορούν να αιτηθούν την αντικατάσταση τους (το αυτοκόλλητο), όπου στο νέο θα αναγράφεται επιπλέον η δυνατότητα εργασίας.

Στις περιπτώσεις του άρθρου 108 του Κώδικα Μετανάστευσης (άδεια διαμονής δεύτερης γενιάς), όσοι δικαιούνται να λάβουν την άδεια διαμονής αυτή, και κατέχουν ήδη αυτοτελής άδεια διαμονής, μπορούν να ζητήσουν από την 01-06-2014 την υπαγωγή τους στη νέα άδεια. Το ίδιο ισχύει και σε όσους έχουν ήδη αιτηθεί την ανανέωση της άδειας τους για άλλο σκοπό του νόμου 3386/2005 (πχ. Εξαρτημένη εργασία, ή σπουδών). Επιπλέον, σε περίπτωση που η άδεια διαμονής τους λήγει εντός του Μαΐου 2014, τότε μπορούν να καταθέσουν εκπρόθεσμα αίτηση, υπαγωγής τους στο άρθρο 108, με πρόστιμο 50€ εντός μηνός από τη λήξη της προηγούμενης.

Κατά την εγκύκλιο 12/2014 είχε εξαιρεθεί από την παράταση της λήξης της άδειας διαμονής, όποιο τέκνο κατείχε οικογενειακή άδεια διαμονής και η άδεια αυτή έληγε μαζί με την ενηλικίωση του. Πλέον, όσες άδειες διαμονής για οικογενειακή επανένωση έληγε πριν την έκδοση της συγκεκριμένης εγκυκλίου (17-04-2014),  δύνανται να ανανεωθούν χωρίς να θεωρηθούν εκπρόθεσμες.

δειτε το εγγραφο εδω
0

Παροχή Διευκρινήσεων σχετικά με την υπ’ αρ 12/2014 εγκύκλιο του ΥΠ.ΕΣ.

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ 
ΓΕΝΙΚΗ ΓΡΑΜΜΑΤΕΙΑ ΠΛΗΘΥΣΜΟΥ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΣΥΝΟΧΗΣ 
ΓΕΝ. Δ/ΝΣΗ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΤΙΚΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ &ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΕΝΤΑΞΗΣ 
ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΤΙΚΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ 
ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΟΘΕΤΙΚΟΥ ΣΥΝΤΟΝΙΣΜΟΥ ΚΑΙ ΕΛΕΓΧΟΥ

Αθήνα, 27 Μαϊου 2014 
Αριθ. Πρωτ: 27045/14 
Σχετ.: (25085/14, 24638/14, 24506/14, 21862/14, 22952/14, 22950/14, 22642/2014) 

Προς Αποκεντρωμένες Διοικήσεις της Χώρας
Δ/νεις Αλλοδαπών & Μετανάστευσης

Θέμα: «Παροχή διευκρινίσεων»

Σχετ.: Η αριθμ. 12/2014 εγκύκλιος μας
Σε συνέχεια της ανωτέρω εγκυκλίου και με αφορμή σχετικά ερωτήματα που έχουν υποβληθεί ως προς ορισμένα ζητήματα εφαρμογής των μεταβατικών διατάξεων των παρ. 11 και 12 του ν. 4251/2014 (Κώδικα Μετανάστευσης και Κοινωνικής Ένταξης), θεωρούμε σκόπιμο να σας παρέχουμε τις ακόλουθες διευκρινίσεις:

Α. Διευκρινίσεις επί ζητημάτων εξέτασης εκκρεμών αιτήσεων (Ενότητα Β1, σελ. 6 εγκυκλίου 12) –
Αίτηση θεραπείας –Μη άσκηση ενδίκων μέσων

1. Σε περιπτώσεις εκκρεμών αιτήσεων επί των οποίων έχουν ενημερωθεί οι ενδιαφερόμενοι εγγράφως για την προσκόμιση συμπληρωματικών δικαιολογητικών (π.χ παραβόλου, βιβλιαρίου υγείας), αυτά θα πρέπει να προσκομιστούν εντός εύλογου χρονικού διαστήματος, το οποίο δεν μπορεί να είναι μεγαλύτερο των τριών (3) μηνών.
2. Ως εκκρεμείς αιτήσεις νοούνται και αιτήσεις ανανέωσης άδειας διαμονής για εξαρτημένη εργασία, παροχή υπηρεσιών ή έργου, δεκαετή διάρκεια ή άδεια διαμονής επί μακρόν διαμένοντος που έχουν υποβληθεί κατά τα έτη 2010, 2011, 2012, 2013, επί των οποίων αναμένεται είτε σχετικό απαντητικό έγγραφο του ΟΓΑ για το χρονικό διάστημα ασφάλισης είτε προσκόμιση απόφασης εξαγοράς ενσήμων από τα υποκαταστήματα του ΙΚΑ-ΕΤΑΜ. Σε αυτές τις περιπτώσεις, εφόσον υφίσταται βιβλιάριο υγείας σε ισχύ είτε κατά το χρόνο υποβολής της αίτησης είτε σήμερα, δεν απαιτείται ούτε η εξαγορά από ΙΚΑ-ΕΤΑΜ, ούτε η βεβαίωση του ΟΓΑ και το αίτημα εξετάζεται υπό το πρίσμα των αναφερομένων στην εγκύκλιο 12.
3. Στο πλαίσιο της χρηστής διοίκησης και της ίσης μεταχείρισης, πολίτες τρίτων χωρών, των οποίων τα αιτήματα ανανέωσης άδειας διαμονής για εξαρτημένη εργασία, παροχή υπηρεσιών ή έργου, δεκαετή διάρκεια ή άδεια διαμονής επί μακρόν διαμένοντος που έχουν υποβληθεί κατά τα έτη 2010, 2011, 2012, 2013 και το πρώτο τετράμηνο του 2014 και έχουν απορριφθεί εντός του 2014 λόγω μη συμπλήρωσης του απαιτούμενου αριθμού ημερών ασφάλισης και δεν έχουν ασκήσει ένδικα μέσα μέχρι την έναρξη ισχύος του Κώδικα Μετανάστευσης και Κοινωνικής Ένταξης, έχουν δυνατότητα υποβολής αίτησης θεραπείας.
Τα σχετικά αιτήματα θα επανεξετάζονται ομοίως ως εκκρεμή υπό το πρίσμα των διαλαμβανομένων στην ανωτέρω εγκύκλιο.

Β. Διευκρινίσεις επί ζητημάτων απορριφθεισών αιτήσεων (Ενότητα Β2, σελ. 7 εγκυκλίου 12)-Άσκηση ενδίκων μέσων

1. Στη συγκεκριμένη διάταξη, επισημαίνουμε ότι υπάγονται μόνο πολίτες τρίτων χωρών, των οποίων τα σχετικά αιτήματα ανανέωσης άδειας διαμονής για εξαρτημένη εργασία, παροχή υπηρεσιών ή έργου, δεκαετή διάρκεια ή άδεια διαμονής επί μακρόν διαμένοντος, (λόγω μη συμπλήρωσης του απαιτούμενου αριθμού ενσήμων) καθώς και των εξαρτώμενων μελών της οικογένειάς τους έχουν υποβληθεί κατά τα έτη 2010 μέχρι 2013, έχουν απορριφθεί και εν συνεχεία έχουν προσφύγει στα Διοικητικά Δικαστήρια και υφίσταται προσωρινή δικαστική προστασία (προσωρινή διαταγή ή απόφαση αναστολής εκτέλεσης της σχετικής απορριπτικής). Όλα τα ανωτέρω πρέπει να ισχύουν σωρευτικά. Όπως αναφέραμε στην εγκύκλιο 12, στους εν λόγω πολίτες τρίτων χωρών μέχρι την έκδοση της άδειας διαμονής, χορηγείται βεβαίωση τύπου Α΄. Εάν υφίσταται εκ παραλλήλου σε ισχύ Ειδική Βεβαίωση Νόμιμης Διαμονής θα πρέπει να προβείτε σε ταυτόχρονη ανάκληση της, ώστε ακολούθως να εκτυπωθεί η Βεβαίωση τύπου Α΄ για το νέο αίτημα.
Συνεπώς η εν λόγω διάταξη δεν καταλαμβάνει αιτήματα ανανέωσης προηγούμενων ετών ιδίου τύπου, ήτοι αιτήσεις 2008 και 2009, που έχουν απορριφθεί και έχουν ασκηθεί ένδικα μέσα από τους ενδιαφερόμενους καθώς σ΄αυτές τις περιπτώσεις οι ενδιαφερόμενοι συνεχίζουν να τελούν υπό το προστατευτικό πλέγμα της προσωρινής δικαστικής προστασίας και της κυα 22037/2010 μέχρι την έκδοση της οριστικής απόφασης επί της αιτήσεως ακυρώσεως.

2. Στις περιπτώσεις των αιτήσεων που έχουν απορριφθεί κατά τα έτη 2010, 2011, 2012 και 2013, το βιβλιάριο υγείας σε ισχύ, το οποίο αναφέρεται μεταξύ των δικαιολογητικών που απαιτείται να προσκομίσουν οι πολίτες τρίτων χωρών μπορεί να είναι σε ισχύ είτε κατά την αρχική υποβολή του αιτήματος που έχει απορριφθεί είτε κατά την κατάθεση του σχετικού αιτήματος υπαγωγής στις μεταβατικές διατάξεις της παρ. 12 του άρθρου 138.

3. Επιπρόσθετα, σας γνωρίζουμε ότι το βιβλιάριο υγείας πλην των αιτήσεων των μελών οικογένειας των πολιτών τρίτων χωρών, τα οποία ως έμμεσα ασφαλισμένα του συντηρούντος θα προσκομίζουν οικογενειακό, για τις λοιπές περιπτώσεις, (εξαρτημένη εργασία, παροχή υπηρεσιών ή έργου, δεκαετή διάρκεια ή άδεια διαμονής επί μακρόν διαμένοντος) πρέπει να είναι ατομικό.
4. Δεδομένου ότι μεγάλος όγκος πολιτών τρίτων χωρών θα υπαχθεί σε αυτή τη ρύθμιση και λαμβάνοντας υπόψη την καταληκτική προθεσμία υποβολής των αιτήσεων, ήτοι 30/6/2014, σε περιπτώσεις καθυστέρησης έκδοσης του σχετικού εγγράφου αποδοχής δήλωσης παραιτήσεως από τα ένδικα μέσα (βοηθήματα) του αρμόδιου Διοικητικού Πρωτοδικείου είναι δυνατό να γίνει αποδεκτή η δήλωση παραιτήσεως του ενδιαφερόμενου που έχει υποβληθεί στο οικείο Πρωτοδικείο.

Γ. Ζητήματα ανανέωσης ληγμένων αδειών διαμονής χωρίς υπαιτιότητα των ενδιαφερομένων: (σημείο 3 της ενότητας Γ΄ /Τελικές επισημάνσεις, σελ 8 εγκυκλίου 12)

Απαραίτητη προϋπόθεση για να επιδοθούν οι σχετικές άδειες διαμονής που έχουν εκδοθεί ληγμένες με υπαιτιότητα των υπηρεσιών ή οι ενδιαφερόμενοι δεν προσήλθαν να τις παραλάβουν για λόγους ανωτέρας βίας ή λόγω μη αποδεδειγμένης ειδοποίησης τους είναι η κατοχή βεβαίωσης τύπου Α΄. Η ανανέωση των αδειών αυτών δεν τελεί υπό πρίσμα των μεταβατικών διατάξεων και ανανεώνονται σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 3386/2005. Εάν η εξέταση τους γίνει μετά την 1/6/2014, ισχύει η διάταξη της παρ. 9 του άρθρου 138 του ν. 4251/2014.

Σε αυτές τις περιπτώσεις οι ενδιαφερόμενοι θα ενημερωθούν προκειμένου να προσκομίσουν τυχόν συμπληρωματικά δικαιολογητικά (π.χ παράβολο ), σύμφωνα με την υπό έκδοση απόφαση καθορισμού δικαιολογητικών, βάσει της παρ. 1 του άρθρου 136 του ν. 4251/2014.

Δ. Μετάπτωση στις αντίστοιχες κατηγορίες του ν. 4251/2014/Διαχείριση εκκρεμών αιτημάτων για χορήγηση /ανανέωση άδεια διαμονής

Σύμφωνα με τις διατάξεις της παρ. 9 του άρθρου 138 του ν. 4251/2014 εκκρεμείς αιτήσεις εξετάζονται υπό το πρίσμα των νέων διατάξεων και των διάδοχων αντίστοιχων κατηγοριών του ιδίου νόμου.

Η συγκεκριμένη διάταξη είναι ιδιαιτέρως κρίσιμη καθώς συνδέει το προηγούμενο νομοθετικό πλαίσιο(ν. 3386/2005) με το ισχύον από 1/6/2014 (ν. 4251/2014) και παρέχει στον πολίτη τρίτης χώρας τη δυνατότητα να μεταπέσει στις αντίστοιχες κατηγορίες του Κώδικα. Το μοναδικό ζήτημα που οφείλει να γίνει αντιληπτό από τους ενδιαφερόμενους είναι η υποχρέωση τους να προσκομίσουν τα συμπληρωματικά δικαιολογητικά που θα ορίζονται στην προαναφερόμενη απόφαση καθορισμού δικαιολογητικών.

Εφιστούμε την προσοχή σας στις ακόλουθες κατηγορίες: 

α) περιπτώσεις αιτημάτων για χορήγηση άδειας διαμονής για ανεξάρτητη οικονομική δραστηριότητα σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 3386/2005 που έχουν υποβληθεί ή θα υποβληθούν σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 24 του νόμoυ αυτού μέχρι και 30/5/2014 πρέπει να εξεταστούν άμεσα από την αρμόδια Επιτροπή και εάν πληρούνται οι προϋποθέσεις να εκδοθούν οι σχετικές άδειες διαμονής μέχρι την ανωτέρω ημερομηνία.

β) περιπτώσεις αιτημάτων για κάποιες κατηγορίες αδειών διαμονής του ν. 3386/2005, οι οποίες με το ν. 4251/2014 έχουν πλέον μεταπέσει στο καθεστώς της προσωρινής διαμονής με εθνική θεώρηση εισόδου (π.χ tour leaders) θα πρέπει να εκδοθούν ομοίως οι σχετικές άδειες διαμονής μέχρι 30/5/2014.
Επιπλέον, σας γνωρίζουμε ότι από την έναρξη ισχύος του Κώδικα, ήτοι από 1η Ιουνίου 2014, δεν θα απαιτείται πλέον σχετική έγκριση στη μισθωτή απασχόληση, σε κατόχους αδειών διαμονής για οικογενειακή επανένωση (κατά την ανανέωση). Συνεπώς, σε περιπτώσεις εκκρεμών αιτημάτων πολιτών τρίτων χωρών για πρόσβαση στην αγορά εργασίας, οι οποίοι είναι κάτοχοι άδειας διαμονής για λόγους οικογενειακής επανένωσης που λήγει μετά την 1η Ιουνίου 2014, η υπηρεσία σας θα ενημερώνει τον ενδιαφερόμενο για την υποβολή αίτησης επανέκδοσης-αντικατάστασης της σχετικής άδειας διαμονής. Στην επανεκδοθείσα άδεια διαμονής θα υφίσταται επισημείωση επί του πεδίου παρατηρήσεων «παρέχεται πρόσβαση στην αγορά εργασίας», καθώς μόνο με την επίδειξη αυτής θα παρέχεται δικαίωμα ακώλυτης πρόσβασης στη μισθωτή εργασία.

ΣΤ. Θέματα αδειοδότησης δεύτερης γενιάς

Όπως προκύπτει και από την αιτιολογική έκθεση του ν. 4251/2014, ένας εκ των βασικών αξόνων του είναι η διασφάλιση της νομιμότητας της «δεύτερης γενιάς», ώστε να μην «παραμένει δέσμια των γενικών διαδικασιών και προϋποθέσεων ανανέωσης των αδειών διαμονής, με συνέπεια να κινδυνεύει ανά πάσα στιγμή να χάσει τη νομιμότητα της διαμονής της και να εκτεθεί στο ενδεχόμενο της αναγκαστικής απομάκρυνσης της από την Ελλάδα»1. Η σημαντικότερη ρύθμιση για αυτή την κατηγορία πολιτών τρίτων χωρών αποτυπώνεται στη διάταξη του άρθρου 108.

Λαμβάνοντας υπόψη τα προαναφερόμενα και το γεγονός ότι η συγκεκριμένη διάταξη έχει έναρξη ισχύος την 1η Ιουνίου 2014, πολίτες τρίτων χωρών κάτοχοι αυτοτελούς άδειας διαμονής που μπορεί να ανανεωθεί για τον ίδιο ή για άλλο λόγο, μετά τη συμπλήρωση του 21ου έτους της ηλικίας τους και εφόσον οι άδειες τους λήγουν εντός του Μαΐου 2014, έχουν τις εξής εναλλακτικές:

α) Εάν έχουν καταθέσει σχετικά αιτήματα ανανέωσης σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 3386/2006, με την έναρξη ισχύος του νέου νόμου, ήτοι από 1/6/2014 δύνανται να υποβάλουν σχετική τροποποιητική αίτηση υπαγωγής είτε στις διατάξεις του άρθρου 108 είτε του άρθρου 76 παρ. 5 ν. 4251/2014, προσκομίζοντας τα απαιτούμενα συμπληρωματικά δικαιολογητικά, όπως αυτά θα ορίζονται στην υπό έκδοση απόφαση του άρθρου 136 παρ. 1.

β) Δύνανται να υποβάλουν εκπρόθεσμη αίτηση (εντός μηνός από τη λήξη της προηγούμενης) υπαγωγής στις διατάξεις του άρθρου 108 προσκομίζοντας τα απαιτούμενα συμπληρωματικά δικαιολογητικά, όπως αυτά θα ορίζονται στην υπό έκδοση απόφαση του άρθρου 136 παρ. 1, με την υποχρέωση καταβολής του σχετικού προστίμου των πενήντα (50) ευρώ.

γ) Μπορούν να ενημερωθούν από τις υπηρεσίες σας, πριν τη λήξη της άδειας διαμονής τους, ώστε να προσέλθουν σε καθορισμένη ημερομηνία, μετά την 1/6/2014 για την ανανέωση των αδειών τους, σύμφωνα με την διάταξη του άρθρου 108. Σε αυτή την περίπτωση το χρονικό διάστημα που μεσολαβεί από τη λήξη της άδειας διαμονής μέχρι την υποβολή του αιτήματος είναι δικαιολογημένο, και δεν υποχρεούνται σε καταβολή προστίμου.

Επιπρόσθετα πολίτες τρίτων χωρών οι οποίοι στο παρελθόν ήταν κάτοχοι άδειας διαμονής είτε αυτοτελούς είτε του άρθρου 44 παρ. 1η του ν. 3386/2005 (εξαετής φοίτηση ή γέννηση στην Ελλάδα) και υπέβαλαν στη συνέχεια αιτήσεις για ανανέωση άδειας διαμονής για εξαρτημένη εργασία, που εκκρεμούν στις υπηρεσίες, μπορούν με την έναρξη ισχύος του ν. 4251/2014 να υποβάλλουν σχετική τροποιητική αίτηση και να υπαχθούν ομοίως στις διατάξεις του άρθρου 108, εφόσον προσκομίσουν τα δικαιολογητικά που θα απαιτούνται.

Ζ. Λοιπά θέματα

1. Δεδομένου ότι στην αριθμ. 12/2014 εγκύκλιο, υπήρχε διευκρίνιση ως προς την εξαίρεση της παράτασης των αδειών διαμονής για οικογενειακή επανένωση που η ισχύς τους είναι ισόχρονη της ημερομηνίας ενηλικίωσης του τέκνου, θεωρούμε ότι για λόγους χρηστής διοίκησης, πολίτες τρίτων χωρών των οποίων οι άδειες αυτής της κατηγορίας, έληγαν μέχρι την έκδοση της εγκυκλίου έχουν το δικαίωμα υποβολής σχετικής αίτησης ανανέωσης χωρίς να θεωρηθεί εκπρόθεσμη, καθώς δεν είχαν λάβει γνώση.

2. Η προσκόμιση του συμπληρωματικού παραβόλου ύψους εκατόν πενήντα ευρώ προκειμένου να εκδοθεί ή άδεια διαμονής τριετούς διάρκειας των μεταβατικών διατάξεων 138 παρ. 11 και 12 του ν. 4251/2014 είναι υποχρεωτική και δεν υφίσταται εναλλακτική δυνατότητα μη καταβολής και χορήγησης σε αυτόν διετούς διάρκειας άδειας διαμονής βάσει του ν. 3386/2005, καθώς τούτο αντίκειται στο πνεύμα της διάταξης.

3. Σε περιπτώσεις αδειών διαμονής για εξαρτημένη εργασία ή παροχή υπηρεσιών ή έργου, που έληξαν μέχρι και την 30/4/2014 και ο ενδιαφερόμενος πολίτης τρίτης χώρας επέλεξε να καταθέσει αίτηση ανανέωσης εντός μηνός από τη λήξη της κανονικής διάρκειάς της και ενόσω ίσχυε εκ παραλλήλου η παράταση, η νέα άδεια διαμονής θα είναι διετούς διάρκειας σε συνέχεια των χρονικών ορίων της προηγούμενης.

4. Το γεγονός της αλλαγής ασφαλιστικού φορέα, (π.χ. από ΙΚΑ σε ΟΓΑ) δεν κωλύει την αδειοδότηση των ενδιαφερομένων βάσει των ανωτέρω διατάξεων.

Τέλος, σας ενημερώνουμε ότι εντός των προσεχών ημερών, βάσει της εξουσιοδοτικής διάταξης του άρθρου 136 παρ. 1, αναμένεται:

α) η έκδοση της κοινής υπουργικής απόφασης καθορισμού ειδικών δικαιολογητικών που απαιτούνται ανά κατηγορία εθνικής θεώρησης καθώς και για την έκδοση των αντίστοιχων αδειών διαμονής και

β) η επικαιροποίηση του μηχανογραφικού συστήματος με τους νέους τύπους αδειών διαμονής, όπως αυτοί αποτυπώνονται στο άρθρο 7 του ν. 4251/2014.

 

Ο Γενικός Γραμματέας

Α. Συρίγος

0

Αντισυνταγματικός ο χαρακτηρισμός ως διαρκούς εγκλήματος, των χρεών προς το δημόσιο

Άλλη μία απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Κατερίνης, βάζει τα θεμέλια στην προστασία των φορολογουμένων που πλήττονται από τα βάναυσα μέτρα του κρατικού μηχανισμού και της υπερφορολόγησης, καθώς αποφαίνεται επί της αντισυνταγματικότητας του «διαρκούς» εγκλήματος ,της μη καταβολής χρεών προς το δημόσιο που ορίζεται στο άρθρο 3 του νόμου 3943/2011, .

Συγκεκριμένα αρχή έκανε το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Κατερίνης με την απόφαση 1410/2013, όπου υπό τη διαδικασία του αυτοφώρου, απεφάνθη ότι το συγκεκριμένο αδίκημα πρέπει να δικασθεί σε τακτικό ποινικό δικαστήριο και όχι υπό την αυτόφωρη διαδικασία, κρίνοντας το άρθρο 3 του νόμου 3943/2011, που ορίζει το εν λόγω αδίκημα ως αντισυνταγματικό.

Με την υπ’ αρ. 196/2014 απόφαση του το ίδιο Δικαστήριο, παρέμεινε στη θέση του, κρίνοντας εκ νέου το χαρακτήρα του «διαρκούς» εγκλήματος του άρθρου 3 του νόμου 3943/2011 ως αντισυνταγματικό, παραπέμποντας πάλι την εκδίκαση παρόμοιας υποθέσεως για χρέη προς το Δημόσιο στο τακτικό Δικαστήριο.

ΔΕΙΤΕ ΕΔΩ ΤΗΝ ΑΠΟΦΑΣΗ
0

Απόφαση 196/2014 Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Κατερίνης

ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΚΑΤΕΡΙΝΗΣ

Αριθμός: 196/2014

ΠΡΑΚΤΙΚΑ ΚΑΙ ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΤΡΙΜΕΛΟΥΣ ΠΛΗΜΜΕΛΕΙΟΔΙΚΕΙΟΥ ΚΑΤΕΡΙΝΗΣ

Συνεδρίαση της 03ης Φεβρουάριου 2014

ΣΥΝΘΕΣΗ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ: Κασσιανή Μπουροδήμου Προεδρεύουσα Πλημμελειοδίκης, Ιωάννης

Μαμαδάς Πλημμελειοδίκης, Μαρία Δουλάμη Πάρεδρος Πρωτοδικείου (Επειδή κωλύονται οι τακτικοί

δικαστές) Ορίστηκε με την αρ. 6/2014 πράξη της Προέδρου Πρωτοδικών Κατερίνης Δήμητρα

Τσιαρδακλή Αντεισαγγελέας (Επειδή κωλύεται ο Εισαγγελέας) Βασιλική Χωρίκη Γραμματέας

Κατηγορούμενος: ….. ……. Κάτοικος: Κατερίνης Πιερίας Παρών

Πράξη: Μη καταβολή χρεών προς το Δημόσιο κατ’ εξακολούθηση

ΕΚΘΕΣΗ ΠΡΑΚΤΙΚΩΝ ΚΑΙ ΑΠΟΦΑΣΗ

Στη σημερινή συνεδρίαση του Δικαστηρίου, που έγινε δημόσια στο ακροατήριό του κατά τη διαδικασία του αυτοφώρου ύστερα από αναβολή της υπόθεσης κατ` άρθρο 423 παρ. 1 ΚΠΔ, η Προεδρεύουσα εκφώνησε το όνομα του κατηγορουμένου ο οποίος εμφανίστηκε, ρωτήθηκε από την Προεδρεύουσα για τα στοιχεία της ταυτότητάς του και είπε ότι ονομάζεται όπως αναφέρεται πιο πάνω και ότι διορίζει συνήγορο υπεράσπισης του τον παρόντα δικηγόρο Κατερίνης Εμμανουήλ Παπά.

Η Προεδρεύουσα είπε στον κατηγορούμενο ν` ακούσει με προσοχή την κατηγορία και να παρακολουθήσει τη συζήτηση στο ακροατήριο. Επίσης του είπε ότι έχει δικαίωμα να εκθέσει τους ισχυρισμούς του και να υποβάλει τις παρατηρήσεις του ύστερα από την εξέταση κάθε μάρτυρα και την έρευνα κάθε αποδεικτικού μέσου.

Στη συνέχεια έλαβε το λόγο η Εισαγγελέας, η οποία συνοπτικά ανέφερε την πράξη για την οποία κατηγορεί ο κατηγορούμενος. Επίσης είπε, για να υποστηρίξει την κατηγορία να αναγνωστούν τα έγγραφα που αναφέρονται στο τέλος του κατηγορητηρίου.

Στη συνέχεια πήρε το λόγο ο συνήγορος του κατηγορουμένου και ζήτησε την αναβολή της δίκης και είπε: Η διάταξη του άρθρου 3 του ν. 3943/2011, με την οποία αντικαταστάθηκε η παράγραφος 1 του άρθρου 25 του ν. 1882/1990 και ορίζεται ότι χρόνος τέλεσης του αδικήματος είναι το χρονικό διάστημα από την παρέλευση των τεσσάρων μηνών μέχρι τη συμπλήρωση χρόνου αντίστοιχου με το 1/3 της κατά περίπτωση προβλεπόμενης προθεσμίας παραγραφής και στην ουσία χαρακτηρίζει διαρκές το αδίκημα μη καταβολής χρεών στο Δημόσιο, είναι αντίθετη στα άρθρα 2 παρ. 1 και 7 παρ. 1 του Συντάγματος, αλλά και σε θεμελιώδεις αρχές του Ποινικού Δικαίου. Στην υπ’αριθ. 1/2011 ερμηνευτική εγκύκλιο που είχε εκδώσει ο κ. αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου όταν θεσπίστηκε το αυτόφωρο αναφέρει ότι «η συμβατότητα της ρύθμισης με τα άρθρα του συντάγματος θα κριθεί στην πράξη από τα δικαστήρια». Ζητώ από το δικαστήριό σας α) να κρίνει την ως άνω διάταξη αντισυνταγματική και αντίθετη σε θεμελιώδεις αρχές του Ποινικού Δικαίου, β) να κρίνει ότι δεν συντρέχουν εν προκειμένω οι προϋποθέσεις εφαρμογής των διατάξεων του άρθρου 242 παρ. 1 και 2 ΚΠΔ, γ) να παραπέμψει την υπόθεση στην τακτική διαδικασία κατ’ άρθρο 424 ΚΠΔ άλλως να αναβληθεί η υπόθεση εντός δεκαπενθημέρου.

Στο σημείο αυτό πήρε το λόγο η Εισαγγελέας και πρότεινε να αναβληθεί η δίκη για την 01-10-2014 και ώρα 09:00`.

Στη συνέχεια το Δικαστήριο σε μυστική διάσκεψη, στην οποία παραβρέθηκε και η Γραμματέας, εξέδωσε την παρακάτω απόφαση την οποία η Προεδρεύουσα δημοσίευσε αμέσως σε δημόσια συνεδρίαση :

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ, ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ

I. Από την ερμηνεία των διατάξεων των άρθρων 5 παρ. 3 και 6 παρ. 1 του Συντάγματος συνάγεται ότι ο συνταγματικός νομοθέτης κατοχύρωσε την προστασία της προσωπικής ελευθερίας υπό την ειδικότερη μορφή της προσωπικής ασφάλειας (βλ. σχ. Μάνεση, Συνταγματικά Δικαιώματα, α’ ατομικές ελευθερίες-πανεπιστημιακές παραδόσεις, δ` έκδοση, σελ. 173). Στο πλαίσιο της θεσμοθετημένης συνταγματικά αυτής προστασίας του ατόμου από αυθαίρετες καταδιώξεις, συλλήψεις και φυλακίσεις από μέρους της κρατικής εξουσίας, προκειμένου να λάβει νομότυπα χώρα η σύλληψη οποιουδήποτε προσώπου, πρέπει να συντρέχουν σωρευτικά οι ακόλουθες προϋποθέσεις: (α) η σύλληψη να βρίσκει έρεισμα σε διάταξη νόμου και (β) να εκτελείται με βάση δικαστικό ένταλμα, δηλαδή ένταλμα, το οποίο έχει εκδοθεί από κρατικό όργανο που κατά το Σύνταγμα και την κείμενη νομοθεσία αναγνωρίζεται ως δικαστική αρχή και περιβάλλεται με όλες τις εγγυήσεις της λειτουργικής και προσωπικής ανεξαρτησίας που ορίζονται από τις διατάξεις των άρθρων 87-91 του Συντάγματος (βλ. σχ. Χρυσόγονο, Ατομικά και κοινωνικά δικαιώματα, 2002, σελ. 216). Το ένταλμα αυτό πρέπει να είναι αιτιολογημένο, να μνημονεύει δηλαδή με ακρίβεια τα στοιχεία του προσώπου που πρόκειται να συλληφθεί (όνομα, επώνυμο, κατοικία, περιγραφή) και να επιδίδεται στο τελευταίο κατά τη στιγμή της σύλληψής του (βλ. Μάνεση, ό.π., σελ. 180).

Επομένως, τα όργανα της εκτελεστικής εξουσίας στερούνται της δυνατότητας να προβούν με δική τους πρωτοβουλία στη σύλληψη οποιουδήποτε προσώπου. Ωστόσο, η απαγόρευση αυτή δεν είναι απόλυτη, αλλά κάμπτεται στην περίπτωση του αυτόφωρου εγκλήματος (βλ. Μαργαρίτη Μ., Ερμηνεία Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, 2008, άρθρο 242, αριθ. 2, σελ. 466). Η διάταξη του άρθρου 6 παρ. 1 του Συντάγματος δεν περιέχει αυθεντικό ορισμό της έννοιας του αυτόφωρου εγκλήματος, αλλά αντίθετα επαφίεται για αυτόν στον κοινό νομοθέτη (βλ. Μάνεση, ό.π., σελ. 180). Ήδη από τη διάταξη του άρθρου 242 παρ. 1 ΚΠΔ ορίζεται ότι προκειμένου να χαρακτηριστεί ένα έγκλημα ως αυτόφωρο πρέπει να συντρέχει μία από τις ακόλουθες περιπτώσεις: (α) να καταληφθεί κατά το χρονικό σημείο της διάπραξής του ή (β) να έχει τελεστεί πρόσφατα, περίπτωση η οποία συντρέχει, ιδίως όταν ο δράστης καταδιώκεται μετά τη διάπραξη του εγκλήματος από τη δημόσια δύναμη ή τον παθόντα ή με δημόσια κραυγή, όπως και όταν συλλαμβάνεται οπουδήποτε κατέχοντας αντικείμενα ή φέροντας ίχνη, από τα οποία συμπεραίνεται ότι διέπραξε το έγκλημα σε πολύ πρόσφατο χρόνο. Η πρώτη από τις παραπάνω περιπτώσεις αφορά το γνήσιο αυτόφωρο έγκλημα, ενώ στη δεύτερη από αυτές πρόκειται για την οιονεί ή καταχρηστική μορφή του, στην οποία όμως τίθεται από τη διάταξη του άρθρου 242 παρ. 2 ΚΠΔ συγκεκριμένο χρονικό όριο, το οποίο συμπίπτει με την παρέλευση της επομένης ημέρας από την τέλεση της πράξης (βλ. σχ. Καλφέλη-Μαργαρίτη Λ., Ποινική Δικονομία-Ειδικές Διαδικασίες, Αυτόφωρο έγκλημα και αυτόφωρη διαδικασία-Αίτηση ακυρώσεως διαδικασίας και αποφάσεως, 1998, σελ. 47επ. και 65επ.). Επομένως, ενόψει της προστασίας της προσωπικής ασφάλειας αλλά και του τεκμηρίου αθωότητας ο νομοθέτης υπήγαγε στην έννοια του αυτόφωρου εγκλήματος μόνον εκείνες τις αξιόποινες πράξεις, το χρονικό σημείο της κατάληψης του δράστη των οποίων τελεί σε στενή εγγύτητα προς το χρονικό σημείο της διάπραξής τους, καθώς η χρονική αυτή εγγύτητα έχει ως συνέπεια τη δυνατότητα ταχείας συλλογής των αναγκαίων αποδεικτικών στοιχείων. Η αποδεικτική αυτή ευχέρεια απόδοσης της τέλεσης των παραπάνω αξιόποινων πράξεων στο πρόσωπο του δράστη τους, η οποία αγγίζει τα όρια της βεβαιότητας, δικαιολογεί την άρση της απαγόρευσης της σύλληψης του τελευταίου χωρίς την προηγούμενη έκδοση δικαστικού εντάλματος και την κάμψη του τεκμηρίου της αθωότητάς του χάριν της ταχείας αποκατάστασης της έννομης τάξης και της αποτελεσματικότερης προστασίας των εννόμων αγαθών και συνιστά περιορισμό των σχετικών δικαιωμάτων του ο οποίος δεν παραβιάζει την αρχή της αναλογικότητας, όπως αυτή ρητά κατοχυρώνεται από τη διάταξη του άρθρου 25 παρ. 1 του Συντάγματος. Με βάση όσα εκτίθενται ανωτέρω προκύπτει ότι στο πλαίσιο της προστασίας της προσωπικής ασφάλειας του ατόμου και του σεβασμού του τεκμηρίου αθωότητας του κατηγορουμένου, ο νομοθέτης πρέπει να επιδεικνύει ιδιαίτερη φειδώ ως προς τον καθορισμό της έννοιας του αυτόφωρου εγκλήματος, ώστε σε αυτή να περιλαμβάνονται μόνον οι περιπτώσεις εκείνες των αξιόποινων πράξεων, οι οποίες λόγω της κατάληψης του δράστη τους κατά τη διάρκεια της διάπραξής τους ή εντός σύντομου χρονικού διαστήματος μετά από αυτήν δύνανται με ευχέρεια να αποδοθούν στον τελευταίο. Αντίθετα, οποιαδήποτε νομοθετική απόπειρα διεύρυνσης της έννοιας του αυτόφωρου εγκλήματος, με σκοπό να καταστεί δυνατή η χωρίς τις εγγυήσεις της δικαστικής εξουσίας σύλληψη του φερόμενου ως δράστη του, συνιστά ευθεία παράβαση των διατάξεων των άρθρων 5 παρ. 3, 6 παρ. 1 και 25 παρ. 1 του Συντάγματος, προσβάλλει δε παράλληλα και το τεκμήριο αθωότητας, το οποίο κατοχυρώνεται από την υπερνομοθετικής ισχύος διάταξη του άρθρου 6 παρ. 2 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου.

II. Από την ερμηνεία της διάταξης του άρθρου 7 παρ. 1 του Συντάγματος, με την οποία κατοχυρώνεται στην ελληνική έννομη τάξη η βασική αρχή του ποινικού δικαίου «κανένα έγκλημα καμία ποινή χωρίς νόμο (nullum crimen nulla poena sine lege), προκύπτει η δέσμευση της κρατικής εξουσίας και στις τρεις λειτουργίες της (νομοθετική, εκτελεστική, δικαστική) να διατηρεί διαρκώς τυποποιημένο το ποινικό φαινόμενο σε ολόκληρη την έκταση του τριπτύχου που το συνθέτει (έννομο αγαθό, έγκλημα, ποινή) (βλ. σχ. Μανωλεδάκη, Ποινικό Δίκαιο-Γενική Θεωρία, 2004, σελ. 33επ.). Ειδικότερα, από την παραπάνω συνταγματική διάταξη απορρέει η υποχρέωση της νομοθετικής λειτουργίας στο πλαίσιο της τυποποίησης του ποινικού φαινομένου να ορίζει τα στοιχεία της πράξης που τυποποιείται ως αξιόποινη. Η υποχρέωση αυτή έχει μεταξύ άλλων ένα θετικό περιεχόμενο, το οποίο συνίσταται στην υποχρέωση ακριβούς προσδιορισμού των στοιχείων της αξιόποινης πράξης (nullum crimen nulla poena sine lege certa), και αφετέρου ένα αρνητικό περιεχόμενο, το οποίο συνίσταται στην απαγόρευση επέκτασης του αξιόποινου χαρακτήρα μίας συμπεριφοράς πέραν των στοιχείων που συγκροτούν τη νομοτυπική μορφή του τυποποιούμενου εγκλήματος. Δηλαδή ο νομοθέτης υποχρεούται αφενός να προσδιορίζει με σαφήνεια τα στοιχεία της νομοτυπικής μορφής της προσβολής του εννόμου αγαθού, την οποία τυποποιεί ως αξιόποινη, ώστε να μην καταλείπονται αμφιβολίες σχετικά με το ακριβές περιεχόμενό της (βλ. σχ. Μανωλεδάκη, ό.π., σελ. 38 και επίσης Ανδρουλάκη, Nullum crimen sine lege certa, ΠοινΧρ ΚΓ`. 513επ.) και αφετέρου να περιορίσει τον αξιόποινο χαρακτήρα μίας συμπεριφοράς στην έκταση, η οποία προκύπτει από την αντικειμενική και την υποκειμενική υπόσταση του οικείου εγκλήματος. Από την άλλη η δικαστική λειτουργία έχει την υποχρέωση να μην εφαρμόζει οποιονδήποτε κανόνα δικαίου, ο οποίος τυποποιεί ως έγκλημα μία συμπεριφορά, εφόσον ο τελευταίος δεν πληροί τις ανωτέρω προϋποθέσεις (βλ. Μανωλεδάκη, ό.π., σελ. 42επ.).

III. Από την ερμηνεία της διάταξης του άρθρου 20 παρ. 1 του Συντάγματος σε συνδυασμό προς τη διάταξη του άρθρου 6 παρ. 1 και 3 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για τα δικαιώματα του ανθρώπου συνάγεται ότι στο πλαίσιο της εξασφάλισης του δικαιώματος προς παροχή δικαστικής προστασίας και της διασφάλισης του δικαιώματος σε δίκαιη δίκη ο κατηγορούμενος σε ποινική δίκη, ο οποίος βρίσκεται σε ιδιαίτερα δυσχερή θέση, καθώς εναντίον του στρέφεται ο κατασταλτικός μηχανισμός της Πολιτείας διαθέτει μεταξύ των υπόλοιπων δικαιωμάτων του και το δικαίωμα της παροχής επαρκούς χρόνου για την προετοιμασία της υπεράσπισής του, όπως επίσης και της παροχής από μέρους της κρατικής εξουσίας των αναγκαίων προς τούτο διευκολύνσεων (βλ. σχ. Χρυσόγονο, ό.π., σελ. 430επ.). Ωστόσο, με τις διατάξεις των άρθρων 417 επ. ΚΠΔ θεσμοθετείται για τα πλημμελήματα, τα οποία χαρακτηρίζονται ως αυτόφωρα, μία ιδιαίτερα συνοπτική διαδικασία, στο πλαίσιο της οποίας παραγκωνίζονται και προστατεύονται δευτερογενώς μόνο τα δικαιώματα του κατηγορουμένου προς όφελος της ταχύτερης και αποτελεσματικότερης προστασίας των εννόμων αγαθών (βλ. σχ. Καλφέλη-Μαργαρίτη Λ., ό.π., σελ. 20επ., Αδάμπα σε Μαργαρίτη Λ., Κώδικας Ποινικής Δικονομίας-Ερμηνεία κατ’ άρθρο, τόμος πρώτος, 2010, άρθρο 242, αριθ. 1, σελ. 837). Ωστόσο, ο περιορισμός που συνεπάγεται η εφαρμογή της αυτόφωρης διαδικασίας στο δικαίωμα του κατηγορουμένου προς παροχή δικαστικής προστασίας και για εξασφάλιση δίκαιης δίκης είναι ανεκτός κατά τη διάταξη του άρθρου 25 παρ. 1 του Συντάγματος κατά το μέτρο που, σύμφωνα και προς όσα ήδη εκτίθενται ανωτέρω, υφίσταται αποδεικτική ευχέρεια ως προς την απόδοση της αξιόποινης πράξης σε ενοχή του κατηγορουμένου και εφόσον με τον τρόπο αυτό διασφαλίζεται και εξυπηρετείται η άμεση και ταχεία αποκατάσταση της τρωθείσας έννομης τάξης. Επομένως, η υπερβολική από μέρους του νομοθέτη διεύρυνση της έννοιας του αυτόφωρου εγκλήματος και σε περιπτώσεις εγκλημάτων, για τα οποία δεν συντρέχουν οι ουσιαστικές προϋποθέσεις που εξασφαλίζουν τη δυνατότητα γρήγορης και αποτελεσματικής συλλογής του αναγκαίου αποδεικτικού υλικού, με βάση την οποία διευρύνεται η εφαρμογή της αυτόφωρης διαδικασίας και ουσιαστικά φαλκιδεύονται τα δικαιώματα του κατηγορουμένου, χωρίς να συντρέχει νόμιμος λόγος που να δικαιολογεί έναν τέτοιου είδους περιορισμό, συνιστά παραβίαση των διατάξεων των άρθρων 20 παρ. 1 και 25 παρ. 1 του Συντάγματος, όπως επίσης και της υπερνομοθετικής ισχύος διάταξης του άρθρου 6 παρ. 1 και 3 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου.

IV. Με τη διάταξη του άρθρου 3 παρ. 1 περ. α` του ν. 3904/2011 αντικαταστάθηκε η διάταξη του άρθρου 25 παρ. 1 του ν. 1882/1990 ως εξής: «Οποιος δεν καταβάλλει τα βεβαιωμένα στις δημόσιες οικονομικές υπηρεσίες (Δ.Ο.Υ.) και τα τελωνεία χρέη προς το Δημόσιο, τα νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου, τις επιχειρήσεις και τους οργανισμούς του ευρύτερου δημόσιου τομέα για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο των τεσσάρων μηνών, τιμωρείται με ποινή φυλάκισης: (α) έως ένα έτος, εφόσον το συνολικό χρέος από κάθε αιτία, συμπεριλαμβανομένων των κάθε είδους τόκων ή προσαυξήσεων μέχρι την ημερομηνία σύνταξης του πίνακα χρεών, που αναφέρεται στην παράγραφο 5, υπερβαίνει το ποσό των πέντε χιλιάδων (5.000) ευρώ, (β) έξι τουλάχιστον μηνών, εφόσον το συνολικό χρέος, σύμφωνα με τα οριζόμενα στην ανωτέρω περίπτωση α` υπερβαίνει το ποσό των δέκα χιλιάδων (10.000) ευρώ, (γ) ενός τουλάχιστον έτους, εφόσον το συνολικό χρέος, σύμφωνα με τα οριζόμενα στην ανωτέρω περίπτωση α`, υπερβαίνει το ποσό των πενήντα χιλιάδων (50.000) ευρώ, (δ) τριών τουλάχιστον ετών, εφόσον το συνολικό χρέος, σύμφωνα με τα οριζόμενα στην ανωτέρω περίπτωση α`, υπερβαίνει το ποσό των εκατόν πενήντα χιλιάδων (150.000) ευρώ. Χρόνος τέλεσης του αδικήματος είναι το χρονικό διάστημα από την παρέλευση των τεσσάρων μηνών μέχρι τη συμπλήρωση χρόνου αντίστοιχου με το 1/3 της κατά περίπτωση προβλεπόμενης προθεσμίας παραγραφής. Η ποινική δίωξη ασκείται ύστερα από αίτηση του προϊσταμένου της Δ.Ο.Υ. ή του Τελωνείου προς τον Εισαγγελέα Πρωτοδικών της έδρας τους, που συνοδεύεται υποχρεωτικά από πίνακα χρεών, συμπεριλαμβανομένων των κάθε είδους τόκων ή προσαυξήσεων. Η πράξη μπορεί να κριθεί ατιμώρητη, εάν το ποσό που οφείλεται εξοφληθεί μέχρι την εκδίκαση της υπόθεσης σε οποιονδήποτε βαθμό». Με την ανωτέρω διάταξη τυποποιείται ως έγκλημα η μη καταβολή βεβαιωμένων χρεών προς το Δημόσιο, τα νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου και τις επιχειρήσεις και τους οργανισμούς του ευρύτερου δημόσιου τομέα. Σύμφωνα με τα οριζόμενα από τη διάταξη του άρθρου 25 παρ. 1 εδ. α’ του ν. 1882/1990 για την πλήρωση της αντικειμενικής υπόστασης του εν λόγω εγκλήματος πρέπει να συντρέχουν τα ακόλουθα στοιχεία: (α) ύπαρξη χρέους του φυσικού αυτουργού προς το Δημόσιο, τα νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου ή τις επιχειρήσεις και τους οργανισμούς του ευρύτερου δημόσιου τομέα, (β) βεβαίωση του χρέους από την αρμόδια δημόσια οικονομική υπηρεσία ή τελωνείο και (γ) παρέλευση άπρακτου χρονικού διαστήματος τεσσάρων (4) μηνών από τη βεβαίωση του χρέους, ενώ για την πλήρωση της υποκειμενικής του υπόστασης απαιτείται δόλος οποιουδήποτε βαθμού, έστω και ενδεχόμενος (άρθρα 12, 18 εδ. β`, 26 παρ. 1 εδ. α` και 53 ΠΚ). Το έννομο αγαθό που προστατεύεται από τη διάταξη αυτή είναι η περιουσία του Δημοσίου, υπό την ειδικότερη μορφή της αποφυγής της αύξησης του παθητικού της. Ειδικότερα, η προσβολή του προστατευόμενου εννόμου αγαθού επέρχεται με την παρέλευση του χρονικού διαστήματος των τεσσάρων (4) μηνών από τη βεβαίωση του χρέους, χωρίς να λάβει χώρα η καταβολή αυτού, οπότε και επέρχεται η αύξηση του παθητικού της περιουσίας του Δημοσίου κατά το ποσό της σχετικής οφειλής. Επομένως, το έγκλημα που τυποποιείται από την παραπάνω διάταξη διαμορφώνεται ως στιγμιαίο, δεδομένου ότι η χρονική στιγμή της τυπικής περάτωσής του σύμφωνα με την αντικειμενική του υπόσταση, όπως αυτή περιγράφεται ανωτέρω, δεν μπορεί να παραταθεί κατά τη βούληση του δράστη (βλ. σχ. Μανωλεδάκη, ό.π., σελ. 300επ.), καθώς το αξιόποινο αποτέλεσμα της αύξησης του παθητικού της περιουσίας του Δημοσίου επέρχεται κατά τη στιγμή της παρέλευσης άπρακτης της νόμιμης προθεσμίας προς καταβολή, το γεγονός δε ότι η σχετική οφειλή εξακολουθεί να υφίσταται και κατά το μεταγενέστερο του χρονικού αυτού σημείου διάστημα είναι ποινικά αδιάφορη, καθώς έχει ήδη ολοκληρωθεί η προσβολή του ως άνω προστατευόμενου έννομου αγαθού. Ωστόσο, με τη διάταξη του άρθρου 25 παρ. 1 εδ. β` του ν. 1882/1990, όπως αυτή αντικαταστάθηκε από τη διάταξη του άρθρου 3 παρ. 1 περ. α` του ν. 3943/2011 ορίζεται ότι: «Χρόνος τέλεσης του αδικήματος είναι το χρονικό διάστημα από την παρέλευση των τεσσάρων μηνών μέχρι τη συμπλήρωση χρόνου αντίστοιχου με το 1/3 της κατά περίπτωση προβλεπόμενης προθεσμίας παραγραφής».

Με τη διάταξη αυτή το παραπάνω τυποποιούμενο έγκλημα χαρακτηρίζεται από τον ίδιο το νομοθέτη ως διαρκές, ενώ από τη νομοτυπική μορφή του, όπως τα στοιχεία αυτής αναλυτικά εκτίθενται ανωτέρω, προκύπτει ότι πρόκειται για στιγμιαίο έγκλημα. Μάλιστα, η διάταξη αυτή περικλείει σχήμα οξύμωρο, δεδομένου ότι αφενός γίνεται δεκτός ως χρόνος τέλεσης του εγκλήματος το χρονικό σημείο της παρέλευσης των τεσσάρων (4) μηνών από την βεβαίωση του χρέους, προς το οποίο συνδέεται η κατά τη διάταξη του άρθρου 112 ΠΚ έναρξη του χρόνου της παραγραφής του, ενώ αφετέρου ορίζεται κατά τρόπο αυθαίρετο και ανακόλουθο προς τη νομοτυπική μορφή του εγκλήματος ότι ο χρόνος τέλεσης αυτού εκτείνεται μέχρι την παρέλευση χρονικού διαστήματος ίσου προς το ένα τρίτο του χρόνου παραγραφής του, δηλαδή για χρονικό διάστημα είκοσι (20) μηνών. Με το περιεχόμενό της όμως αυτό η εν λόγω διάταξη αντίκειται, σύμφωνα και προς όσα εκτίθενται ανωτέρω (υπό το στοιχείο II) στους ορισμούς της διάταξης του άρθρου 7 παρ. 1 του Συντάγματος, αφενός διότι προκαλεί σύγχυση ως προς τον ορισμό των στοιχείων της νομοτυπικής μορφής του υπό κρίση εγκλήματος, με αποτέλεσμα να μην προσδιορίζεται κατά τρόπο σαφή και κατηγορηματικό ο χρόνος ολοκλήρωσης αυτού και αφετέρου διότι επεκτείνει τον αξιόποινο χαρακτήρα της αξιόποινης συμπεριφοράς του δράστη πέρα από τα στοιχεία της τυποποιούμενης ως έγκλημα πράξης του. Περαιτέρω, από την ιστορικοβουλητική και τη συστηματική ερμηνεία της παραπάνω διάταξης (θέσπιση αυτής μετά την υπογραφή την 03.05.2010 του «Μνημονίου Συνεννόησης» από τον Υπουργό Οικονομικών της Ελληνικής Κυβέρνησης και το Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος, ως εκπροσώπους της Ελληνικής Δημοκρατίας, και από τον Επίτροπο Οικονομικών και Νομισματικών Υποθέσεων, ως εκπρόσωπο της Ευρωπαϊκής Επιτροπής ενεργούσας για λογαριασμό των κρατών-μελών που μετέχουν στην Οικονομική και Νομισματική Ένωση, και ενόψει των αυξημένων εισπρακτικών αναγκών που αντιμετωπίζει έκτοτε η ελληνική κυβέρνηση και η ένταξη αυτής στο νόμο 3943/2011, με τον οποίο ρυθμίζονται αποκλειστικά φορολογικής φύσης ζητήματα, όπως επίσης και θέματα που άπτονται των ασφαλιστικών ταμείων) προκύπτει ότι η θέσπιση αυτής δεν είχε ως αντικείμενό της τη συμπλήρωση της νομοτυπικής μορφής του εγκλήματος της μη καταβολής χρεών ττρος το Δημόσιο, αλλά κατά κύριο λόγο αποσκοπούσε στην επέκταση της δυνατότητας σύλληψης των κατηγορούμενων για την παραπάνω πράξη προσώπων χωρίς σχετικό ένταλμα των αρμόδιων δικαστικών αρχών, όπως και στην εκδίκαση των σχετικών υποθέσεων κατά την ειδική διαδικασία για τα αυτόφωρα πλημμελήματα. Με την πρωτοβουλία του δηλαδή αυτή ο νομοθέτης επέκτεινε την έννοια του αυτοφώρου για το συγκεκριμένο αδίκημα, χωρίς ωστόσο να συντρέχουν οι προϋποθέσεις που δικαιολογούν την απόδοση του χαρακτηρισμού αυτού, καθώς από τη μία καταλύεται πλέον το στοιχείο της εγγύτητας μεταξύ του χρονικού σημείου της τέλεσης της πράξης και του χρόνου εκδίκασης αυτής και από την άλλη δεν υφίσταται το στοιχείο της ευχερούς και ταχείας συλλογής του σχετικού αποδεικτικού υλικού. Ενόψει των ανωτέρω δύναται με ασφάλεια να εξαχθεί το συμπέρασμα ότι με την εν λόγω διάταξη ο νομοθέτης επιχειρεί να κάμψει την προστασία που παρέχεται στους πολίτες από τις διατάξεις των άρθρων 5 παρ. 1, 6 παρ. 3 και 20 παρ. 1 του Συντάγματος σε συνδυασμό με εκείνη του άρθρου 6 παρ. 1, 2 και 3 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου, προκειμένου να ενισχύσει την εισπρακτική ικανότητα του Δημοσίου, επισείοντας σε βάρος των οφειλετών του την απειλή της άμεσης σύλληψής τους και της υπαγωγής τους σε έκτακτου χαρακτήρα ποινική διαδικασία, στην οποία όπως προαναφέρθηκε πλήττονται τα υπερασπιστικά δικαιώματα του κατηγορουμένου. Ωστόσο, η εξυπηρέτηση των εισπρακτικών αναγκών του Δημοσίου σε καμία περίπτωση δεν δικαιολογεί ενόψει της ρύθμισης του άρθρου 25 παρ. 1 του Συντάγματος τον επιχειρούμενο περιορισμό στην προσωπική ασφάλεια και στην παροχή δικαστικής προστασίας, δύναται δε να εξυπηρετηθεί χωρίς την περιστολή των παραπάνω δικαιωμάτων με την λήψη των κατάλληλων διοικητικού χαρακτήρα μέτρων. Κατά συνέπεια ενόψει του ανωτέρω περιεχομένου της η διάταξη του άρθρου 3 παρ. 1 περ. α` του ν. 3943/2011 παραβιάζει τις διατάξεις των άρθρων 5 παρ. 1, 6 παρ. 3, 7 παρ. 1, 20 παρ. 1 και 25 παρ. 1 του Συντάγματος σε συνδυασμό με εκείνη του άρθρου 6 παρ. 1, 2 και 3 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου, σύμφωνα προς όσα αναλυτικά εκτίθενται ανωτέρω (υπό τα στοιχεία I και III).

Στην προκειμένη περίπτωση, στις 29-1-2014 κατατέθηκε ενώπιον του Εισαγγελέα Πρωτοδικών Κατερίνης, η με αριθμό πρωτοκόλλου …….. αίτηση ποινικής δίωξης του Προϊσταμένου της Δ.Ο.Υ Κατερίνης (άρθρο 41 ΚΠΔ) κατά του ………… διότι στην Κατερίνη στις 31/8/2012, 29/1/2013, 11512013, 1/1212013,29/6/2013 και την 31/12/2013, ως Διευθύνων Σύμβουλος της εδρεύουσας στην Κατερίνη εταιρείας με την επωνυμία κατέβαλε χρέη προς το Δημόσιο που ήταν βεβαιωμένα στις δημόσιες οικονομικές υπηρεσίες (Δ.Ο.Υ.) για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο των τεσσάρων μηνών, το συνολικό δε χρέος από κάθε αιτία, συμπεριλαμβανομένων των κάθε είδους τόκων ή προσαυξήσεων μέχρι την ημερομηνία σύνταξης του πίνακα χρεών, υπερβαίνει το ποσό των 150.000 ευρώ. Συγκεκριμένα: […] το συνολικό δε χρέος του από κάθε αιτία, συμπεριλαμβανομένων των κάθε είδους τόκων ή προσαυξήσεων μέχρι την ημερομηνία σύνταξης του πίνακα χρεών (24/1/2014) ανέρχεται 397.521,29 ευρώ. Ο υπαίτιος συνελήφθη στις 30-1-2014 και σε βάρος του ασκήθηκε ποινική δίωξη για παράβαση του άρθρου 25 παρ. 1 στοιχ. δ-α του ν. 1882/1990, εισήχθη δε η υπόθεση προς εκδίκαση ενώπιον του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Κατερίνης, δικάζοντος κατά την αυτόφωρη διαδικασία, κατά τη συνεδρίαση της 31-1-2014 και μετά από αναβολή για την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας συνεδρίαση. Καθόσον, ωστόσο, οι επιμέρους πράξεις τελέστηκαν κατά τις ημερομηνίες που ανωτέρω αναφέρονται και όλες έχουν εκφύγει των πλαισίων του αυτοφώρου, το Δικαστήριο κρίνει, δεκτού γενομένου του αυτοτελούς ισχυρισμού που πρότεινε ο συνήγορος του κατηγορουμένου, ότι η υπό κρίση υπόθεση εσφαλμένα εισήχθη προκειμένου να δικασθεί κατά την αυτόφωρη διαδικασία. Τούτο δε, λόγω της πρόδηλης, κατά τα διαλαμβανόμενα στην προπαρατεθείσα μείζονα σκέψη, αντίθεσης της διάταξης του άρθρου 25 παρ. 1 του ν. 1882/1990 (όπως αυτή αντικαταστάθηκε από τη διάταξη του άρθρου 3 παρ. 1 περ. α του ν. 3943/2011), σύμφωνα με την οποία χρόνος τέλεσης του αδικήματος είναι το χρονικό διάστημα από την παρέλευση των τεσσάρων μηνών μέχρι τη συμπλήρωση χρόνου αντίστοιχου με το 1/3 της κατά περίπτωση προβλεπόμενης προθεσμίας παραγραφής, στις διατάξεις των άρθρων 5 παρ. 1, 6 παρ. 3, 7 παρ. 1, 20 παρ. 1 και 25 παρ. 1 του Συντάγματος σε συνδυασμό με εκείνη του άρθρου 6 παρ. 1, 2 και 3 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου, μη συντρεχουσών εν προκειμένω των προϋποθέσεων εφαρμογής των διατάξεων του άρθρου 242 παρ. 1 και 2 Κ.Π.Δ. Πρέπει, συνεπώς, μετά ταύτα να παραπεμφθεί η υπόθεση προκειμένου να εισαχθεί στο ακροατήριο και να δικαστεί κατά την τακτική διαδικασία, ως προσήκει.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει με παρόντα τον κατηγορούμενο …………….. , κάτοικο Κατερίνης Πιερίας.

Παραπέμπει στην τακτική διαδικασία.

Ορίζει ρητή δικάσιμο την 01-10-2014 και ώρα 09:00`, χωρίς κλήτευση του παρόντα κατηγορουμένου προς τον οποίο γνωστοποιήθηκε η παραπάνω δικάσιμος.

Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύτηκε στο ακροατήριο.

Κατερίνη 03 – 02 – 2014

Η Προεδρεύουσα Πλημμελειοδίκης                                                     Η Γραμματέας

 

0

Παράβολα για την πιστοποίηση Ελληνομάθειας σε αλλοδαπούς

Με κοινή Υπουργική απόφαση, ορίστηκε νέο παράβολο στη διαδικασία εξετάσεων υπηκόων τρίτης χώρας για την πιστοποίηση της γνώσης της ελληνικής γλώσσας και στοιχείων της ελληνικής ιστορίας και του ελληνικού πολιτισμού.

Σημειώνεται ότι το παράβολο στη διαδικασία πιστοποίησης της γνώσης ελληνικής γλώσσας είναι 50€, ενώ το παράβολο μόνο για την γραπτή εξέταση κυμαίνεται στα 20€.

Η πιστοποίηση των αλλοδαπών της γνώσης τους στην ελληνική γλώσσα και των στοιχείων της ελληνικής ιστορίας και του ελληνικού πολιτισμού, απαιτείται προκειμένω αυτοί να αιτηθούν άδεια διαμονής επί μακρόν διαμένοντος.

Η άδεια αυτή είναι πενταετούς διάρκειας και παρέχει στους υπηκόους τρίτης χώρας ορισμένα δικαιώματα υπηκόων της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Δηλαδή, δύναται αλλοδαπός που κατέχει την άδεια διαμονής επί μακρόν διαμένοντος στην Ελλάδα, να ταξιδέψει στην Ευρωπαϊκή Ένωση και να εργαστεί στα κράτη μέλη της.

Με την Κοινή Υπουργική Απόφαση δίνεται ουσιαστικά το δικαίωμα σε πολλούς αλλοδαπούς να δοκιμάσουν “φθηνά” την τύχη τους, παίρνοντας μέρος στις εξετάσεις για την πιστοποίηση της Ελληνομάθειας, η οποία θα τους δώσει το εισιτήριο για την Ευρώπη.

Ειδικότερα:

Κ.Υ.Α. αριθμ. 4100/14.4.2014

Καταβολή παραβόλου υπέρ του Ελληνικού Δημοσίου υποψηφίων, προκειμένου να συμμετέχουν στη διαδικασία Πιστοποίησης της γνώσης της ελληνικής γλώσσας και στοιχείων της ελληνικής ιστορίας και του ελληνικού πολιτισμού των υπηκόων τρίτων χωρών

Αριθμ. 4100

(ΦΕΚ Β’ 1141/05-05-2014)

ΟΙ ΥΠΟΥΡΓΟΙ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ − ΠΑΙΔΕΙΑΣ ΚΑΙ ΘΡΗΣΚΕΥΜΑΤΩΝ

Έχοντας υπόψη:

1. Τα άρθρα 24 και 27 του Ν. 1558/1985 «Κυβέρνηση και Κυβερνητικά όργανα» και το γεγονός ότι δεν προκαλείται δαπάνη στον κρατικό προϋπολογισμό.

2. Τις διατάξεις της παρ. 6, του άρθρου 68 ν. 3386/2005 «Για την είσοδο, διαμονή και κοινωνική ένταξη υπηκόων τρίτων χωρών στην Ελληνική Επικράτεια», όπως έχει αντικατασταθεί με το άρθρο 31 του Ν. 4115/2013 (ΦΕΚ Α΄ 24/30.01.2013).

3. Το π.δ. 150/2006 «Προσαρμογή της ελληνικής νομοθεσίας στην υπ’ αριθμ. 2003/109/ΕΚ της 25ης Νοεμβρίου 2003 Οδηγία, σχετικά με το καθεστώς υπηκόων τρίτων χωρών, οι οποίοι είναι επί μακρόν διαμένοντες» (ΦΕΚ Α΄ 160).

4. Τις διατάξεις του π.δ. 132/1989 «Διάρθρωση και αρμοδιότητες των υπηρεσιών της Γενικής Γραμματείας Λαϊκής Επιμόρφωσης (Γ.Γ.Λ.Ε.)» (ΦΕΚ Α΄ 64).

5. Το π.δ. 386/1991 «Μεταφορά της Γενικής Γραμματείας Λαϊκής Επιμόρφωσης από το Υπουργείο Πολιτισμού στο Υπουργείο Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων» (ΦΕΚ Α΄ 139).

6. Τις διατάξεις του ν. 2909/2001 «Μετονομασία της Γενικής Γραμματείας Λαϊκής Επιμόρφωσης (Γ.Γ.Λ.Ε.) σε Γενική Γραμματεία Εκπαίδευσης Ενηλίκων (Γ.Γ.Ε.Ε.)» (ΦΕΚ Α΄ 90).

7. Το άρθρο 33 παρ. 1 του Ν. 3699/2008 με το οποίο η Γενική Γραμματεία Εκπαίδευσης Ενηλίκων μετονομάστηκε σε Γενική Γραμματεία Διά Βίου Μάθησης,

8. Το Ν. 3879/2010 «Ανάπτυξη της Διά Βίου Μάθησης και λοιπές διατάξεις» (ΦΕΚ Α΄ 163).

9. Την υπ’ αριθ. Ε05513/9−7−2012 κοινή απόφαση του Πρωθυπουργού και του Υπουργού Οικονομικών «Καθορισμός αρμοδιοτήτων του Αναπληρωτή Υπουργού Οικονομικών Χρήστου Σταϊκούρα» (ΦΕΚ Β΄ 2105),

10. Την ανάγκη καθορισμού παράβολου για κάθε συμμετοχή του υποψηφίου στις εξετάσεις πιστοποίησης επαρκούς γνώσης της ελληνικής γλώσσας και στοιχείων ελληνικής γλώσσας και πολιτισμού,

 αποφασίζουμε:

1. Οι υποψήφιοι στη διαδικασία Πιστοποίησης της γνώσης της ελληνικής γλώσσας και στοιχείων της ελληνικής ιστορίας και του ελληνικού πολιτισμού των υπηκόων τρίτων χωρών, προκειμένου να αποκτήσουν το καθεστώς του επί μακρόν διαμένοντος στην Ελλάδα, διαδικασία που προβλέπεται στο άρθρο 68 ν. 3386/2005, όπως έχει αντικατασταθεί με το άρθρο 31 του Ν. 4115/2013 (ΦΕΚ Α΄ 24/30.01.2013), καταβάλλουν παράβολο αξίας πενήντα (50) ευρώ υπέρ Ελληνικού Δημοσίου (ΚΑΕ 3741).

2. Οι υποψήφιοι οι οποίοι συμμετέχουν μόνον στη γραπτή εξέταση στοιχείων ελληνικής ιστορίας και πολιτισμού καταβάλλουν μειωμένο παράβολο αξίας είκοσι (20) ευρώ.

3. Το παράβολο συνοδεύει την αίτηση συμμετοχής στη διαδικασία πιστοποίησης επί ποινή αποκλεισμού των υποψηφίων.

Η απόφαση αυτή να δημοσιευθεί στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.

Μαρούσι, 14 Απριλίου 2014
ΟΙ ΥΠΟΥΡΓΟΙ

ΑΝΑΠΛΗΡΩΤΗΣ ΥΠΟΥΡΓΟΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ
ΧΡΗΣΤΟΣ ΣΤΑΪΚΟΥΡΑΣ

ΠΑΙΔΕΙΑΣ ΚΑΙ ΘΡΗΣΚΕΥΜΑΤΩΝ
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΑΡΒΑΝΙΤΟΠΟΥΛΟΣ

0

Αφορολόγητα τα επιδόματα τριτέκνων και πολυτέκνων

Σε απάντηση της η Διεύθυνση Φορολογίας Εισοδήματος, κατόπιν ερωτημάτων, έκανε σαφές ότι το ειδικό επίδομα τριτέκνων και πολυτέκνω δεν προσμετράται στο καθαρό ετήσιο, οικογενειακό εισόδημα και απαλλάσσεται από το φόρο εισοδήματος, ενώ το ενιαίο επίδομα στήριξης τέκνων και το ειδικό επίδομα τριτέκνων και πολυτέκνων απαλλάσσονται από την ειδική εισφορά αλληλεγγύης.

Δείτε το έγγραφο:

 

Αρ. πρωτ.: Δ12Α 1070051 ΕΞ 5.5.2014

Φορολογική μεταχείριση του επιδόματος τριτέκνων και πολυτέκνων που χορηγείται με τις διατάξεις του άρθρου 40 του ν.4141/2013

Αθήνα, 5 Μαΐου 2014

Αρ. Πρωτ.:Δ12Α 1070051 ΕΞ 2014

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ
ΓΕΝΙΚΗ ΓΡΑΜΜΑΤΕΙΑ ΔΗΜΟΣΙΩΝ ΕΣΟΔΩΝ
ΓΕΝ. ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΦΟΡΟΛΟΓΙΚΗΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ
ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΦΟΡΟΛΟΓΙΑΣ ΕΙΣΟΔΗΜΑΤΟΣ
ΤΜΗΜΑ Α’

Ταχ. Δ/νση : Καρ. Σερβίας 10
Τ.Κ. : 101 84
Πληροφορίες : Κ. Παναγοπούλου
Τηλέφωνο : 210 3375317, 318
FAX : 210 3375001

ΘΕΜΑ: Φορολογική μεταχείριση του επιδόματος τριτέκνων και πολυτέκνων που χορηγείται με τις διατάξεις του άρθρου 40 του ν.4141/2013.

ΣΧΕΤ: Το αριθ. πρωτ. Δ27/οικ.13419/463/28.04.2014 έγγραφό σας.

Απαντώντας στο ανωτέρω έγγραφό σας, αναφορικά με το πιο πάνω θέμα, σας γνωρίζουμε ότι σύμφωνα με τις διατάξεις της περίπτωσης 7 της υποπαραγράφου Β2 του ν.4254/2014 (ΦΕΚ 85Α’/07.04.2014) από 01.01.2013 και μετά το ειδικό επίδομα τριτέκνων και πολυτέκνων του άρθρου 40 του ν.4141/2013 δεν προσμετράται στο καθαρό ετήσιο, οικογενειακό εισόδημα και απαλλάσσεται από το φόρο εισοδήματος.

Επιπλέον, απαλλάσσονται από την ειδική εισφορά αλληλεγγύης του άρθρου 29 του ν. 3986/2011, το ενιαίο επίδομα στήριξης τέκνων της υποπαραγράφου ΙΑ2 της παραγράφου ΙΑ του ν.4093/2012 και το ειδικό επίδομα τριτέκνων και πολυτέκνων του άρθρου 40 του ν.4141/2013, από την έναρξη χορήγησής τους.

Περαιτέρω, σας πληροφορούμε ότι η υπηρεσία μας δεν είναι αρμόδια για να σας απαντήσει αναφορικά με το εάν το εν λόγω επίδομα υπόκειται ή όχι σε οποιασδήποτε μορφής κράτηση.

Ακριβές αντίγραφο

Η Προϊσταμένη της Γραμματείας

Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ

α/α
Α. ΓΡΑΨΑ

0

ΠΟΛ.1122/28.4.2014 – Υπεραξία από Mεταβίβαση Ακίνητης Περιουσίας από φυσικά πρόσωπα

ΠΟΛ.1122/28.4.2014
Κοινοποίηση των διατάξεων των άρθρων 41, 43, 61, της περίπτωσης στ’ της παραγράφου 1 και της παραγράφου 4 του άρθρου 62 , της περίπτωσης στ’ της παραγράφου 1 και της παραγράφου 7 του άρθρου 64, του άρθρου 67Α καθώς και του άρθρου 72 του ν. 4172/2013, όπως αυτές ισχύουν ύστερα από την τροποποίηση τους με τον ν. 4254/2014 (ΦΕΚ Α’ 85) σχετικά με τη μεταβίβαση ακίνητης περιουσίας από φυσικά πρόσωπα

Αθήνα, 28 Απριλίου 2014

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ
ΓΕΝΙΚΗ ΓΡΑΜΜΑΤΕΙΑ ΔΗΜΟΣΙΩΝ ΕΣΟΔΩΝ
ΓΕΝ. ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΦΟΡΟΛΟΓΙΚΗΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ
ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΦΟΡΟΛΟΓΙΑΣ ΕΙΣΟΔΗΜΑΤΟΣ
ΤΜΗΜΑ Α’

Ταχ. Δ/νση : Καρ. Σερβίας 10
Τ. Κ.: 101 84 Αθήνα
Πληροφορίες:
Τηλέφωνο: 210 3375315-7
FAX: 210 3375001

ΕΞ. ΕΠΕΙΓΟΝ
ΠΟΛ 1122/2014

ΘΕΜΑ: Κοινοποίηση των διατάξεων των άρθρων 41, 43,  61, της περίπτωσης στ’ της παραγράφου 1 και της παραγράφου 4 του άρθρου 62 , της περίπτωσης στ’ της παραγράφου 1 και της παραγράφου 7 του άρθρου 64, του άρθρου 67Α καθώς και του άρθρου 72 του ν. 4172/2013, όπως αυτές ισχύουν ύστερα από την τροποποίηση τους με τον ν. 4254/2014 (ΦΕΚ Α’ 85) σχετικά με τη μεταβίβαση ακίνητης περιουσίας από φυσικά πρόσωπα.

Σας κοινοποιούμε τις ανωτέρω διατάξεις σχετικά με τη φορολόγηση της υπεραξίας που προκύπτει από μεταβίβαση ακίνητης περιουσίας από φυσικά πρόσωπα.

1. Με τις διατάξεις του άρθρου 41 του ν. 4172/2013, επιβάλλεται φόρος υπεραξίας 15% σε φυσικό πρόσωπο που μεταβιβάζει από 1.1.2014 με επαχθή αιτία ακίνητη περιουσία. Στην έννοια της ακίνητης περιουσίας περιλαμβάνεται το ακίνητο ή το ιδανικό μερίδιο αυτού, το εμπράγματο δικαίωμα επί ακινήτου ή ιδανικό μερίδιο αυτού, καθώς και οι συμμετοχές οι οποίες έλκουν άνω του 50% της αξίας τους άμεσα ή έμμεσα από ακίνητη περιουσία.

Κριτήριο για την επιβολή του φόρου υπεραξίας είναι το εισόδημα που προκύπτει από την υπεραξία της μεταβίβασης της ακίνητης περιουσίας να μην συνιστά εισόδημα από επιχειρηματική δραστηριότητα, σύμφωνα με το άρθρο 21 του ν. 4172/2013.

Συγκεκριμένα, η παράγραφος 3 του άρθρου 21 του ν. 4172/2013 ορίζει ότι επιχειρηματική συναλλαγή θεωρείται κάθε μεμονωμένη ή συμπτωματική πράξη με την οποία πραγματοποιείται συναλλαγή ή και η συστηματική διενέργεια πράξεων στην οικονομική αγορά με σκοπό την επίτευξη κέρδους. Κάθε τρεις ομοειδείς συναλλαγές που λαμβάνουν χώρα εντός ενός εξαμήνου θεωρούνται συστηματική διενέργεια πράξεων. Σε περίπτωση συναλλαγών που αφορούν ακίνητα, η περίοδος του προηγούμενου εδαφίου είναι δύο (2) έτη. Κατά την έννοια των παραπάνω, δεν προκύπτει φόρος υπεραξίας εάν η μεταβίβαση διενεργείται από εργολάβους οικοδομών, από άτομα που διενεργούν συστηματικά πωλήσεις ακινήτων (μέσα στη διάρκεια δύο ετών τρεις και άνω πωλήσεις) ή ακόμα και σε περίπτωση διενέργειας μεμονωμένης ή συμπτωματικής πράξης που αποβλέπει στην επίτευξη κέρδους, οπότε το εισόδημα που προκύπτει συνιστά εισόδημα από επιχειρηματική δραστηριότητα. Τα παραπάνω προκύπτουν αποκλειστικά και μόνο από υπεύθυνη δήλωση του πωλητή, η οποία ενσωματώνεται στο κείμενο του συμβολαίου.

Στην έννοια του εισοδήματος από υπεραξία εμπίπτει και η αγοραία αξία του κτίσματος που έχει ανεγερθεί σε έδαφος κυριότητας τρίτου με δαπάνες του μισθωτή και περιέρχεται στην κατοχή του τρίτου (εκμισθωτή) με τη λήξη ή διακοπή της μισθωτικής σχέσης (παρ. 2 του άρθρου 41). Στην έννοια της ανέγερσης εμπίπτουν και οι επεκτάσεις ακινήτων κατόπιν έκδοσης άδειας ανέγερσης. Επίσης, ως μεταβίβαση, για την επιβολή του φόρου υπεραξίας, νοείται και η εισφορά ακίνητης περιουσίας για την κάλυψη ή την αύξηση κεφαλαίου νομικού προσώπου ή οντότητας (σύμφωνα με τις διατάξεις που ισχύουν)

2. Έννοια της κτήσης με οποιαδήποτε αιτία.

Για την επιβολή του φόρου υπεραξίας δεν ενδιαφέρει ο τρόπος απόκτησης της ακίνητης περιουσίας, δηλαδή αν η ακίνητη περιουσία ή τα ιδανικά μερίδια αυτής ή το εμπράγματο δικαίωμα επί ακίνητης περιουσίας ή το ιδανικό μερίδιο αυτού κλπ αποκτήθηκε με επαχθή αιτία (με αντάλλαγμα), αν ανεγέρθηκε, αν αποκτήθηκε με χαριστική αιτία (δωρεά, γονική παροχή) ή με οποιαδήποτε άλλη αιτία (π.χ. κληρονομιά, χρησικτησία κ.λ.π.), αλλά αρκεί η απόκτησή του με οποιαδήποτε αιτία, μετά την 1.1.1995. Σε περίπτωση κατά την οποία η μεταβίβαση αφορά δικαίωμα το οποίο αποκτήθηκε μέχρι και την 31n Δεκεμβρίου 1994, η υπεραξία θεωρείται μηδενική.

Λοιπές περιπτώσεις κτήσης

Παραθέτουμε περιπτώσεις που εμπίπτουν στην έννοια της κτήσης ακινήτων:

α) Η περίπτωση ακύρωσης συμβολαίου απόκτησης ακινήτου με οποιαδήποτε αιτία, ναι μεν εξομοιώνεται με την εξυπαρχής άκυρη δικαιοπραξία, πλην όμως για την εφαρμογή των ανωτέρω διατάξεων, θεωρείται ότι συντρέχει (πλασματικά) νέα κτήση από την τελεσιδικία της δικαστικής απόφασης.

Σε περίπτωση ακυρότητας του συμβολαίου, η ακυρότητα ισχύει αναδρομικά (ex tunc), δηλαδή η μεταβίβαση θεωρείται ως μη γενόμενη.

β) Η ματαίωση της μεταβίβασης ακινήτου λόγω πλήρωσης της διαλυτικής αίρεσης δεδομένου ότι- συνεπεία της πλήρωσης της διαλυτικής αίρεσης- ανατρέπονται τα αποτελέσματα της μεταβιβαστικής σύμβασης και το ακίνητο επανέρχεται στον αρχικό πωλητή.

Αντίθετα, η ματαίωση της μεταβίβασης λόγω μη πλήρωσης της αναβλητικής αίρεσης δε θεωρείται κτήση, διότι η μη πλήρωση της αναβλητικής αίρεσης συνεπάγεται τη μη επέλευση των αποτελεσμάτων της σύμβασης μεταβίβασης.

γ) Η διανομή ακινήτων, η σύσταση (ή τροποποίηση) οριζόντιας ή κάθετης ιδιοκτησίας, η συνένωση ακινήτων με ανταλλαγή, με την προϋπόθεση ότι οι πράξεις αυτές συνεπάγονται μεταβίβαση ποσοστού εμπράγματου δικαιώματος. Δεν θεωρούνται κτήσεις οι πράξεις διανομής, σύστασης οριζόντιας ή κάθετης ιδιοκτησίας, συνένωσης ακινήτων με ανταλλαγή, οι οποίες δεν επιφέρουν καμίας μορφής μεταβίβαση εμπράγματου δικαιώματος (π.χ. σύσταση οριζόντιας ή κάθετης ιδιοκτησίας επί οικοπέδου χωρίς να μεταβάλλονται τα ποσοστά συνιδιοκτησίας, ή συνένωση και κατάτμηση ακινήτων που ανήκουν στον ίδιο ιδιοκτήτη ή στους ίδιους ιδιοκτήτες χωρίς να συντελείται μεταβίβαση).

3. Έννοια μεταβίβασης με επαχθή αιτία

Ως μεταβίβαση με επαχθή αιτία νοείται η μεταβίβαση του ακινήτου με αντάλλαγμα, (πώληση ή ανταλλαγή ακινήτου). Στην παράγραφο 6 του άρθρου 41 του ν. 4172/2013 ορίζονται ρητά οι περιπτώσεις που εμπίπτουν στην έννοια του όρου μεταβίβαση νια την εφαρμογή του άρθρου 41:

α) η μεταβίβαση της πλήρους ή ψιλής κυριότητας, συμπεριλαμβανομένης της πραγματικής δουλείας, ανεξάρτητα αν πρόκειται για μεταβίβαση υπό αναβλητική ή διαλυτική αίρεση ή με τον όρο της εξώνησης.

β) η σύσταση επικαρπίας, οίκησης ή άλλης δουλείας.

γ) η παραίτηση από την κυριότητα ακινήτου ή από εμπράγματο δικαίωμα επί ακινήτου. Η παραίτηση μπορεί να αφορά την πλήρη κυριότητα σε ακίνητο ή το ιδανικό μερίδιο (σε περίπτωση συγκυριότητας) ή την ψιλή κυριότητα ή την επικαρπία ή περιορισμένη προσωπική δουλεία ή πραγματική δουλεία, όταν γίνεται με αντάλλαγμα.

δ) η μεταβίβαση του τίτλου μεταφοράς συντελεστή δόμησης,

ε) η μεταγραφή δικαστικής απόφασης σύμφωνα με το άρθρο 949 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, λόγω μη εκτέλεσης προσυμφώνου μεταβίβασης ή η απόκτηση οποιουδήποτε δικαιώματος των περιπτώσεων α’, β’ ,δ’ της παραγράφου 6 του άρθρου 41 του ν. 4172/2013 με αυτοσύμβαση.

στ) η εκποίηση ακινήτου συνεπεία εκούσιου πλειστηριασμού (άρθρο 1021 ΚΠολΔ).

4. Πράξεις που δεν θεωρούνται μεταβιβάσεις

Με την παράγραφο 7 ορίζεται ποιες περιπτώσεις δεν θεωρούνται μεταβιβάσεις ακίνητης περιουσίας νια την εφαρμογή του άρθρου 41:

α) Η μεταγραφή τελεσίδικης δικαστικής απόφασης με την οποία αναγνωρίζεται δικαίωμα κυριότητας επί ακινήτου στον εντολέα λόγω υπερβάσεως της εντολής από τον εντολοδόχο.

β) Η μεταγραφή δικαστικής απόφασης με την οποία ακυρώνεται λόγω εικονικότητας σύμβαση μεταβίβασης ακινήτου.

γ) Η επικύρωση ανώμαλων δικαιοπραξιών, οι οποίες έχουν ήδη συμπεριληφθεί στις φορολογητέες μεταβιβάσεις της παραγράφου 1 του άρθρου 41.

δ) Η αυτούσια διανομή ή συνένωση ακινήτων ή πράξη σύστασης οριζόντιας ή κάθετης ιδιοκτησίας, εφόσον δεν μεταβάλλονται τα ποσοστά συνιδιοκτησίας ανά συνιδιοκτήτη. Στην περίπτωση αυτή δε θεωρείται ότι υπάρχει μεταβίβαση ακόμα και όταν συντρέχει διαφορά μεταξύ φυσικής και ιδανικής μερίδας.

ε) η ανταλλαγή ποσοστών ακίνητης περιουσίας επί κτηθέντων λόγω κληρονομικής διαδοχής ή γονικής παροχής ή από συζύγους κατά τη διάρκεια της έγγαμης συμβίωσης.

Διευκρινίζεται επίσης ότι για την εφαρμογή του άρθρου 41 δεν αποτελούν μεταβιβαστικές πράξεις οι τροποποιήσεις πράξεων σύστασης οριζόντιας ιδιοκτησίας ή κάθετης ιδιοκτησίας, για τις οποίες καταβάλλεται φόρος μεταβίβασης (π.χ. προσάρτηση τμήματος κλιμακοστασίου σε διαμέρισμα), χωρίς όμως να μεταβάλλονται τα εξ αδιαιρέτου ποσοστά των συνιδιοκτητών. Ανάλογα ισχύουν και στην περίπτωση διόρθωσης, τροποποίησης ή επανάληψης συμβολαίου, για οποιαδήποτε αιτία, εφόσον η διόρθωση, τροποποίηση ή επανάληψη δεν συνεπάγεται τη μεταβολή οποιουδήποτε προσδιοριστικού της υπεραξίας στοιχείου (τίμημα, χρόνος και αξία κτήσης).

Είναι προφανές ότι στις περιπτώσεις διορθώσεων συμβολαίων που αφορούν προσδιοριστικά της υπεραξίας στοιχεία εφόσον αυτά αφορούν ήδη γενόμενες μέχρι την 31.12.2013 μεταβιβάσεις, δεν συντρέχει περίπτωση επιβολή φόρου υπεραξίας.

Ειδικά για οριστικά συμβόλαια που καταρτίζονται, σε εκτέλεση προσυμφώνων που έχουν υπογραφεί μέχρι 31 Δεκεμβρίου 2013, εντός δύο ετών από την κατάρτιση των προσυμφώνων και ο οικείος φόρος μεταβίβασης υπολογίζεται με βάση τους συντελεστές που ίσχυαν κατά το χρόνο σύνταξης των προσυμφώνων, σύμφωνα με τις διατάξεις της παρ. 1 άρθρου 3 του ν. 1587/1950, γίνεται δεκτό ότι δεν υπάγονται σε φόρο υπεραξίας. Ομοίως, για λόγους χρηστής διοίκησης θα πρέπει να θεωρηθεί ότι δεν υπάγονται στο φόρο υπεραξίας τα οριστικά συμβόλαια που συντάσσονται σε εκτέλεση υπογραφέντων μέχρι την ως άνω ημερομηνία προσυμφώνων πέραν της διετίας εφόσον από τα οικεία προσύμφωνα και μόνο προκύπτει ότι το τίμημα έχει εξολοκλήρου καταβληθεί, έχει γίνει παράδοση της νομής και έχει χορηγηθεί στον αγοραστή το δικαίωμα της αυτοσύμβασης, ήδη κατά το χρόνο του προσυμφώνου. Αυτονόητα, όλες οι λοιπές περιπτώσεις προσυμφώνων εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του φόρου υπεραξίας.

Τέλος επισημαίνεται ότι δεν θεωρείται μεταβίβαση η αναφερόμενη στο άρθρο 2 του ν. 1587/1950 πλασματική μεταβίβαση των εξ αδιαιρέτου ποσοστών επί του οικοπέδου από τους οικοπεδούχους προς τον εργολάβο/εργολήπτρια εταιρεία καθώς και η μεταβίβαση οριζόντιων ιδιοκτησιών από τους οικοπεδούχους προς τον εργολάβο/εργολήπτρια εταιρεία ή τρίτους εφόσον οι μεταβιβάσεις αυτές αφορούν εργολαβικό αντάλλαγμα και γίνονται σε εκτέλεση εργολαβικού συμβολαίου (προσυμφώνου).

5. Φορολογητέα αξία

Ως υπεραξία νοείται η διαφορά μεταξύ της τιμής κτήσης και της τιμής πώλησης ή της αξίας του ανταλλάγματος που καταβάλλεται. Η υπεραξία αυτή λαμβάνεται απομειούμενη με την εφαρμογή των συντελεστών απομείωσης ανάλογα με τα έτη διακράτησης του ακινήτου, όπως ορίζει ηπαράγραφος 5 του άρθρου 41. Στην περίπτωση ακινήτου που έχει αποκτηθεί από 1ης Ιανουαρίου 1995 έως και την 31η Δεκεμβρίου 2002, ο συντελεστής απομείωσης πολλαπλασιάζεται με το συντελεστή 0,8. Προκειμένου να διαπιστωθεί ο αριθμός των ετών που μεσολάβησαν μεταξύ κτήσης και πώλησης, ώστε να εφαρμοστεί ο ανάλογος συντελεστής, λαμβάνεται υπόψη το χρονικό διάστημα μεταξύ της ακριβούς ημερομηνίας κατάρτισης της δικαιοπραξίας κτήσης του ακινήτου και της ακριβούς ημερομηνίας υπογραφής του συμβολαίου πώλησης ή ανταλλαγής. Εάν, ο χρόνος διακράτησης είναι ένα έτος και ένας μήνας, εφαρμόζεται ο συντελεστής απομείωσης των δύο ετών. Η μεταγραφή, αν και αποτελεί αναγκαία προϋπόθεση για την ολοκλήρωση της εμπράγματης δικαιοπραξίας, δεν επιδρά στη γένεση της φορολογικής υποχρέωσης, η οποία συνδέεται με την κατάρτιση του οικείου συμβολαίου. Εξάλλου, από το νόμο (παρ. 4 άρθρο 62 ν. 4172/2013) προβλέπεται ότι το φυσικό πρόσωπο που αποκτά υπεραξία από τη μεταβίβαση ακίνητης περιουσίας καταβάλλει στο συμβολαιογράφο κατά την υπογραφή του συμβολαίου μεταβίβασης το ποσό του φόρου που αντιστοιχεί στην υπεραξία.

Η Τιμή κτήσης σύμφωνα με την παράγραφο 2 του άρθρου 41 του ν. 4172/2013 προσδιορίζεται ως εξής:

α) στην περίπτωση κτήσης λόγω μεταβίβασης με επαχθή αιτία, είναι το τίμημα ή η αξία του ανταλλάγματος, όπως προκύπτει από το οικείο μεταβιβαστικό συμβόλαιο, χωρίς να λαμβάνεται υπόψη τυχόν μεταγενέστερο- μετά την πώληση-ως προς το τίμημα συμβόλαιο, με το οποίο διορθώνεται αυτό, αφού αυτό δεν συνιστά συμβόλαιο μεταβίβασης, ακόμη και αν καταβλήθηκε η διαφορά του οικείου φόρου μεταβίβασης.

β) στην περίπτωση κτήσης λόγω κληρονομικής διαδοχής ή μεταβίβασης με χαριστική αιτία, είναι η αξία βάσει της οποίας υπολογίστηκε ο φόρος κληρονομιάς, δωρεάς ή γονικής παροχής ή χορηγήθηκε απαλλαγή από αυτόν, όπως η αξία αυτή προκύπτει από το οικείο συμβόλαιο ή οποιοδήποτε άλλο δημόσιο έγγραφο (υποβληθείσα δήλωση, οικεία έκθεση φορολογικού ελέγχου ή πράξη προσδιορισμού του αντίστοιχου φόρου).

Είναι αυτονόητο, στις παραπάνω περιπτώσεις, ότι, στην περίπτωση της κτήσης λόγω μεταβίβασης από επαχθή αιτία, αφού εκ της φύσεως της δικαιοπραξίας υπάρχει δηλωθέν από τους συμβαλλόμενους τίμημα, αυτό και μόνο θα λαμβάνεται υπόψη (ανεξαρτήτως προσδιορισθείσας φορολογητέας αξίας), στην περίπτωση της ανταλλαγής θα λαμβάνεται υπόψη η προσδιορισθείσα από τους συμβαλλόμενους αξία του ανταλλάγματος και, εφόσον αυτή δεν υφίσταται, η φορολογητέα αξία.

Στην περίπτωση της κτήσης από χαριστική αιτία, θα λαμβάνεται υπόψη η αξία βάσει της οποίας υπολογίστηκε ο οικείος φόρος, δωρεάς ή γονικής παροχής, όπως η αξία αυτή προκύπτει από το οικείο συμβόλαιο(αρχικό ή διορθωτικό του αντίστοιχα) ή την οικεία πράξη προσδιορισμού του αντίστοιχου φόρου δωρεάς ή γονικής παροχής η οποία έχει αποδεδειγμένα οριστικοποιηθεί λόγω αποδοχής της με διοικητικό συμβιβασμό, κατόπιν έκδοσης τελεσίδικης δικαστικής απόφασης ή λόγω παρόδου του χρόνου άσκησης προσφυγής), εφόσον αυτά προσκομίζονται σε θεωρημένα αντίγραφα. Στην περίπτωση κληρονομικής διαδοχής, θα λαμβάνεται υπόψη η αξία βάσει της οποίας υπολογίστηκε ο οικείος φόρος κληρονομιάς, όπως η αξία αυτή προκύπτει από την οικεία δήλωση φόρου κληρονομιάς, σε θεωρημένο αντίγραφο, (αρχική, τροποποιητική, διορθωτική συμπληρωματική) εκτός εάν προσκομίζεται σε θεωρημένο αντίγραφο η οικεία πράξη προσδιορισμού του αντίστοιχου φόρου κληρονομιάς η οποία έχει αποδεδειγμένα οριστικοποιηθεί λόγω αποδοχής της, λόγω διοικητικού συμβιβασμού ή κατόπιν έκδοσης τελεσίδικης δικαστικής απόφασης).

γ) σε κάθε άλλη περίπτωση, ήτοι στις περιπτώσεις που δεν μπορεί να προσδιοριστεί ή δεν υφίσταται τιμή κτήσης, η τιμή κτήσης υπολογίζεται ως εξής: Τιμή κτήσης ίσον τιμή μεταβίβασης επί τον Δείκτη Τιμών Κατοικιών (ΔΤΚατ) του έτους κτήσης δια του ΔΤΚατ του προηγούμενου της μεταβίβασης έτους. Ως ΔΤΚατ νοείται ο μέσος Δείκτης Τιμών Κατοικιών Αστικών Περιοχών της περιόδου Ιανουαρίου-Δεκεμβρίου κάθε έτους, όπως ανακοινώνεται από την Τράπεζα της Ελλάδος. Αν κατά το χρόνο της μεταβίβασης δεν έχει δημοσιευθεί μέσος ΔΤΚατ, λαμβάνεται υπ’ όψιν ο σχετικός δείκτης του αμέσως προηγούμενου έτους.

Ο ΔΤΚατ ανακοινώνεται από την Τράπεζα της Ελλάδος και είναι ο πλέον κατάλληλος δείκτης για την αναγωγή της τιμής ενός ακινήτου στο έτος κτήσης του, αφού απεικονίζει το μέσο ετήσιο επίπεδο των τιμών των κατοικιών για τα έτη μετά το 1994 και αποτελεί την καλύτερη προσέγγιση (proxy) για το επίπεδο τιμών των ακινήτων, δεδομένου ότι ο σχετικός τύπος εκτίμησης της αξίας κτήσης ενός ακινήτου χρησιμοποιεί την μεταβολή του μέσου επιπέδου τιμών και ότι οι μεταβολές του επιπέδου τιμών των κατοικιών συμβαδίζουν με τις μεταβολές του επιπέδου των τιμών των κτιρίων, εν γένει, αλλά και της γης, αξία της οποίας ενσωματώνουν. Ο ως άνω Δείκτης επίσης, είναι ο πλέον κατάλληλος και σε σχέση με άλλους Δείκτες ( π.χ. τον Δείκτη Τιμών Καταναλωτή, ο οποίος απεικονίζει μόνο το επίπεδο τιμών καταναλωτικών αγαθών ή τον Δείκτη Τιμών Ενοικίων, που μόνο έμμεσα και όχι με την ίδια ακρίβεια, καταγράφει την αξία των ακινήτων). Ο Δείκτης Τιμών Κατοικιών ενσωματώνει, επίσης, συγκεκριμένα πλεονεκτήματα, όπως το ότι η κατάρτισή του γίνεται από επίσημο φορέα, το ότι εφαρμόζεται σύγχρονη μεθοδολογία, το ότι υπάρχει έγκαιρη και τακτική δημοσιοποίηση με έκδοση Δελτίων Τύπου σε προκαθορισμένες ημερομηνίες με ελάχιστη χρονική υστέρηση, ενώ γίνεται απογραφική καταγραφή με κάλυψη όλης της χώρας και με ενσωμάτωση ποικίλων χαρακτηριστικών της αξίας των ακινήτων. Αν η τιμή κτήσης δεν μπορεί να προσδιοριστεί με κανένα από του ανωτέρω τρόπους θεωρείται ότι είναι μηδενική.

Με την ανωτέρω περίπτωση προσδιορίζεται η υπεραξία και στις περιπτώσεις μεταβίβασης ακινήτων εφόσον αυτά αποκτήθηκαν τμηματικά και τμήμα/τμήματα αυτών αποκτήθηκαν πριν το έτος 1995.

Τιμή πώλησης σύμφωνα με την ίδια παράγραφο είναι το αναγραφόμενο στο συμβόλαιο τίμημα κατά το χρόνο της μεταβίβασης (ανεξαρτήτως προσδιορισθείσας φορολογητέας αξίας) ή στην περίπτωση της ανταλλαγής, η αντικειμενική αξία της ακίνητης περιουσίας που αποτελεί το αντάλλαγμα για κάθε συμβαλλόμενο και εφόσον αυτή δεν υφίσταται (λόγω μη εφαρμογής στην οικεία περιφέρεια της αντικειμενικής αξίας), η φορολογητέα αξία.

Οποιαδήποτε δαπάνη που συνδέεται άμεσα με την αγορά ή την πώληση του ακινήτου δεν λαμβάνεται υπόψη για τον προσδιορισμό της τιμής κτήσης και της τιμής πώλησης (ΦΜΑ, συμβολαιογραφικά έξοδα κλπ.) Αυτονόητα, εφόσον δεν λαμβάνονται υπόψη άμεσες δαπάνες, πολλώ μάλλον δεν λαμβάνονται υπόψη και οποιεσδήποτε έμμεσες δαπάνες.

Στην περίπτωση κτίσματος που ανεγέρθηκε με δαπάνες του μισθωτή σε έδαφος κυριότητας τρίτου και περιέρχεται στην κατοχή του τρίτου με τη λήξη ή τη διακοπή της μισθωτικής σχέσης, ως υπεραξία θεωρείται η αντικειμενική αξία του κτίσματος. Ειδικά για μισθωτικές σχέσεις που έχουν συναφθεί πριν την εφαρμογή του άρθρου 41 του ν. 4172/2013 όπου εφαρμόζονταν οι διατάξεις του άρθρου 21 του ν. 2238/1994 και εξακολουθούν να υφίστανται και μετά την 1.1.2014, κατά τη λύση ή διακοπή τους, η υπεραξία που θα προκύψει σύμφωνα με τις νέες διατάξεις λαμβάνεται μειωμένη μετά την αφαίρεση του εισοδήματος από ακίνητο το οποίο αποδεδειγμένα δηλώθηκε από τον εκμισθωτή -τρίτο και φορολογήθηκε κατά την προγενέστερη νομοθεσία. Λόγω της φύσης της συγκεκριμένης έννομης σχέσης και περίπτωσης εφαρμόζεται μόνο η ειδικότερη διάταξη του τελευταίου εδαφίου της παραγράφου 2 του άρθρου 41 του ν. 4172/2013 και όχι οι λοιπές διατάξεις σχετικά με τον υπολογισμό του φόρου.

Παράδειγμα: Έστω ότι έχει συναφθεί το 2000 μίσθωση γηπέδου διάρκειας 20 ετών. Η αξία της οικοδομής που ανεγέρθηκε με δαπάνες του μισθωτή είναι 100.000 ευρώ και διαιρείται με τα έτη της μίσθωσης. Με βάση τα παραπάνω ο εκμισθωτής αποκτά ετήσιο εισόδημα από ακίνητα 5.000 ευρώ το οποίο υποχρεωνόταν να δηλώνει μέχρι και τη χρήση 2013. Το 2020 που λήγει η μίσθωση, η υπεραξία που αποκτά ο εκμισθωτής (η αντικειμενική αξία του κτίσματος) μειώνεται κατά 5.000 * 13 έτη= 65.000 ευρώ, εφόσον για το ποσό αυτό έχει υποβληθεί σχετική φορολογική δήλωση κατά τα αντίστοιχα έτη.

6. Χρόνος κτήσης

Σύμφωνα με την παράγραφο 3 του άρθρου 41 ο χρόνος κτήσης είναι ο χρόνος απόκτησης ποσοστού τουλάχιστον εβδομήντα πέντε τοις εκατό (75%) του μεταβιβαζόμενου δικαιώματος επί της ακίνητης περιουσίας. Με τη διάταξη αυτή προσδιορίζεται ο χρόνος κτήσης του μεταβιβαζόμενου ακινήτου, δικαιώματος κλπ, στις περιπτώσεις κατά τις οποίες, λόγω του ότι υπάρχουν διαφορετικοί-διαδοχικοί χρόνοι κτήσης, δεν δύναται να προσδιοριστεί ακριβές σχετικό χρονικό σημείο, οπότε με βάση τη διάταξη αυτή λαμβάνεται υπόψη ο χρόνος κατά τον οποίο αποκτήθηκε ποσοστό τουλάχιστον εβδομήντα πέντε τοις εκατό (75%) του μεταβιβαζόμενου δικαιώματος.

Ως τιμή κτήσης λαμβάνεται το άθροισμα των τιμών ή αξιών των διαδοχικών τίτλων κτήσης, υπό την προϋπόθεση ότι οι τίτλοι έχουν συνταχθεί μετά την 1.1.1995

Χρόνος κτήσης του ακινήτου που αποκτήθηκε με δικαιοπραξία θεωρείται ο χρόνος σύνταξης του οριστικού συμβολαίου, ανεξάρτητα από τη μεταγραφή της δικαιοπραξίας κτήσης του.

– Στις ακόλουθες περιπτώσεις ο χρόνος κτήσης προσδιορίζεται ως εξής:

α) επί μεταβίβασης κτίσματος που ανεγέρθηκε, με αυτεπιστασία ή με βάση το σύστημα της αντιπαροχής, ως χρόνος κτήσης θεωρείται ο χρόνος μετά την παρέλευση πέντε (5) ετών από την ημερομηνία έκδοσης ή δύο (2) ετών από την ημερομηνία (της πρώτης ) ανανέωσης της οικοδομικής άδειας ανέγερσης, εκτός εάν η μεταβίβαση γίνεται εντός των παραπάνω προθεσμιών, οπότε στην περίπτωση αυτή (της μεταβίβασης εντός πενταετίας ή διετίας ) ο χρόνος κτήσης συμπίπτει με εκείνον της μεταβίβασης.

β) επί μεταβίβασης κτίσματος κατόπιν πολεοδομικής τακτοποίησης εξ ολοκλήρου αυθαίρετης κατασκευής, ως χρόνος κτήσης θεωρείται ο χρόνος που δηλώνεται ως χρόνος ανέγερσης και πιστοποιείται από το μηχανικό στη σχετική αίτηση τακτοποίησης και αν αυτός δεν προκύπτει, η λήξη των χρονικών περιόδων που ορίζονται στο ν. 4178/2013,

γ) επί μεταβίβασης κτίσματος που ανεγέρθηκε κατόπιν πολεοδομικής τακτοποίησης μερικώς αυθαίρετης κατασκευής, ήτοι στην περίπτωση που είτε επί νόμιμου κτίσματος υφίσταται πολεοδομική υπέρβαση (π.χ. αλλαγή χρήσης ) είτε εντός του αυτού ακινήτου υπάρχει εκτός από νόμιμο κτίσμα και αυθαίρετη κατασκευή, ως χρόνος κτήσης θεωρείται ο χρόνος κτήσης του νόμιμου κτίσματος,

δ) επί χρησικτησίας, ως χρόνος κτήσης θεωρείται η αντίστοιχη ημερομηνία του εικοστού πρώτου έτους, πριν από το χρόνο της μεταβίβασης. Ειδικά στην περίπτωση που ο σχετικός χρόνος συμπληρώθηκε πριν από την 31η Δεκεμβρίου 1994, ως χρόνος κτήσης θεωρείται η 1η Ιανουαρίου 1995 (παρ. 26 άρθρου 72 ν. 4172/2013). Επισημαίνεται ότι τα ανωτέρω ισχύουν και σε περίπτωση κατά την οποία έχει εκδοθεί ή και μεταγραφεί δικαστική απόφαση αναγνωριστική της κυριότητας λόγω χρησικτησίας.

7. Για τον καθορισμό της αξίας της ψιλής κυριότητας, της επικαρπίας, της χρησικτησίας, της προσωπικής δουλείας ή άλλης δουλείας επί του ακινήτου εφαρμόζονται οι διατάξεις των άρθρων 15, 16 και της περίπτωσης δ’ της παραγράφου 1 του άρθρου 40 του Κώδικα Φορολογίας Κληρονομιών, Δωρεών, Γονικών Παροχών, Προικών και Κερδών από Τυχερά Παίγνια (Ν. 2961/2001).

Κατωτέρω παραθέτουμε τα ποσοστά της αξίας της πλήρους κυριότητας, που έχουν ορισθεί ανάλογα με την ηλικία του επικαρπωτή που λαμβάνεται σε ισόβια ή αόριστου χρόνου επικαρπία σύμφωνα με την παράγραφο 4 του άρθρου 15 του Ν.2961/2001:

στα 8/10, αν ο επικαρπωτής δεν έχει υπερβεί το 20ό έτος της ηλικίας του,

στα 7/10, αν έχει υπερβεί το 20ό,

στα 6/10, αν έχει υπερβεί το 30ό,

στα 5/10, αν έχει υπερβεί το 40ό,

στα 4/10, αν έχει υπερβεί το 50ό,

στα 3/10, αν έχει υπερβεί το 60ό,

στα 2/10, αν έχει υπερβεί το 70ό και

στο 1/10, αν έχει υπερβεί το 80ό έτος της ηλικίας του.

Σε περίπτωση διάσπασης πλήρους κυριότητας σε επικαρπία και ψιλή κυριότητα (π.χ. μεταβίβαση ψιλής κυριότητας) τόσο ο χρόνος όσο και οι αξίες καθορίζονται κατά το χρόνο διάσπασης. Κριτήριο για την εφαρμογή των ανωτέρω διατάξεων είναι η ηλικία του επικαρπωτή κατά τον χρόνο της διάσπασης της πλήρους κυριότητας σε ψιλή κυριότητα και επικαρπία αντίστοιχα. Διευκρινίζεται ότι τυχόν μεταβολή της δεκαετίας για τον υπολογισμό της επικαρπίας κατά το χρόνο της μεταβίβασης με επαχθή αιτία δεν ασκεί επίδραση στην αξία κτήσης.

Παράδειγμα:
Το 1995 ο Α αποκτά πλήρη κυριότητα ακινήτου. Το 2000 μεταβιβάζει την ψιλή κυριότητα (7/10) στο γιο του Β με γονική παροχή παρακρατώντας ο ίδιος την επικαρπία (3/10). Το 2014 πωλείται το ακίνητο από τους δύο κατά πλήρη κυριότητα. Υποβάλλονται δύο δηλώσεις μία από τον επικαρπωτή και μία από τον ψιλό κύριο. Χρόνος κτήσης της επικαρπίας και της ψιλής κυριότητας είναι το 2000.

Η τιμή κτήσης της ψιλής κυριότητας προσδιορίζεται σύμφωνα με την περίπτωση β’ της παρ. 2 του άρθρου 41 και της επικαρπίας κατά την υπόλοιπη αξία κατά τον ίδιο χρόνο (ήτοι κατά τα υπόλοιπα δέκατα), με αναγωγή στην αξία της πλήρους κυριότητας κατά τον χρόνο της διάσπασης της πλήρους κυριότητας σε ψιλή κυριότητα και επικαρπία αντίστοιχα

Σε περίπτωση διάσπασης με την ίδια μεταβιβαστική πράξη από επαχθή αιτία ως χρόνος κτήσης λαμβάνεται ο χρόνος κτήσης βάσει τηςπαραγράφου 3 του άρθρου 41.

Παράδειγμα: Κτήση πλήρους κυριότητας το 2000. Πώληση της ψιλής κυριότητας το 2014 η οποία αντιστοιχεί σε 6/10 της πλήρους κυριότητας. Χρόνος κτήσης της ψιλής κυριότητας είναι το 2000. Η τιμή κτήσης της ψιλής κυριότητας υπολογίζεται σύμφωνα με τις διατάξεις του Κώδικα Φορολογίας Κληρονομιών, Δωρεών, Γονικών Παροχών, Προικών και Κερδών από Τυχερά Παίγνια (Ν. 2961/2001), δηλαδή με βάση τα δέκατα της πλήρους κυριότητας σύμφωνα με την ηλικία του νυν επικαρπωτή κατά τον χρόνο κτήσης της πλήρους κυριότητας.

Σε περίπτωση συνένωσης της επικαρπίας με την ψιλή κυριότητα, ο χρόνος κτήσης της μεταβιβαζόμενης πλήρους κυριότητας καθορίζεται βάσει της ΠΟΛ.1119/25.4.2014 ΑΥΟ (τουλάχιστον 75% της αξίας της πλήρους κυριότητας) και οι τιμή κτήσης προσδιορίζεται σύμφωνα με όσα ορίζονται στις περιπτώσεις α, β της παρ. 2 του άρθρου 41. Αν δεν ορίζονται, (π.χ. περίπτωση θανάτου επικαρπωτή με ήδη φορολογημένη ψιλή κυριότητα), η αξία κτήσης προσδιορίζεται βάσει της αξίας της ψιλής κυριότητας κατά τον χρόνο απόκτησής της, δηλαδή βάσει του εναπομείνοντος ποσοστού της πλήρους κυριότητας.

Σε περίπτωση διάσπασης της πλήρους κυριότητας σε ψιλή κυριότητα και επικαρπία με την ίδια τη μεταβιβαστική πράξη από επαχθή αιτία, ως χρόνος κτήσης του μεταβιβαζόμενου δικαιώματος (επικαρπίας, ψιλής κυριότητας) θεωρείται ο αντίστοιχος χρόνος κτήσης της πλήρους κυριότητας.

Παράδειγμα: Κτήση πλήρους κυριότητας το 2000. Πώληση της ψιλής κυριότητας το 2014. Χρόνος κτήσης της ψιλής κυριότητας είναι το 2000. Η τιμή κτήσης της ψιλής κυριότητας υπολογίζεται σύμφωνα με τις διατάξεις του Κώδικα Φορολογίας Κληρονομιών, Δωρεών, Γονικών Παροχών, Προικών και Κερδών από Τυχερά Παίγνια (Ν. 2961/2001), δηλαδή με βάση τα δέκατα της πλήρους κυριότητας σύμφωνα με την ηλικία του νυν επικαρπωτή κατά τον χρόνο κτήσης της πλήρους κυριότητας.

8. Απαλλασσόμενο ποσό υπεραξίας

Από την υπεραξία που προκύπτει (μετά την εφαρμογή των συντελεστών απομείωσης) αφαιρείται ποσό μέχρι εικοσιπέντε χιλιάδες (25.000) ευρώ, εφόσον ο φορολογούμενος διακράτησε το μεταβιβαζόμενο ακίνητο για πέντε τουλάχιστον έτη και επιβάλλεται φόρος στο τυχόν υπόλοιπο ποσό.

9. Μηδενική υπεραξία

α) Σύμφωνα με την παράγραφο 4 του άρθρου 41, όταν ο προσδιορισμός της υπεραξίας καταλήγει σε αρνητικό ποσό, η υπεραξία θεωρείται μηδενική,

β) Σύμφωνα με την παράγραφο 26 του άρθρου 72 του ν. 4172/2013, σε περίπτωση κατά την οποία η μεταβίβαση του άρθρου 41 αφορά δικαίωμα το οποίο αποκτήθηκε μέχρι και την 31η Δεκεμβρίου 1994, η υπεραξία θεωρείται μηδενική.

Και στις δύο ως άνω περιπτώσεις, υποβάλλεται δήλωση, στη δε δεύτερη από τα απαιτούμενα στοιχεία για τον υπολογισμό της φορολογητέας αξίας αναφέρεται μόνο το έτος κτήσης.

Για την πληρέστερη κατανόηση των ανωτέρω παραθέτουμε παραδείγματα υπολογισμού του φόρου υπεραξίας:

1. Το 2005 έγινε αγορά ενός διαμερίσματος έναντι δηλωθέντος τιμήματος 100.000 ευρώ. Πωλείται το 2014 αντί δηλωθέντος τιμήματος 200.000 ευρώ.

Έτη διακράτησης 9, επομένως συντελεστής απομείωσης 86,1% Υπολογισμός : 200.000-100.000= 100.000 ευρώ * 86,1%= 86.100 Από το ποσό αυτό αφαιρείται το ποσό των 25.000 ευρώ γιατί ο πωλητής διακράτησε το διαμέρισμα για τουλάχιστον 5 έτη, οπότε η προκύπτουσα υπεραξία είναι 86.100- 25.000=61.000 ευρώ. Φόρος: 61.000*15%= 9.150 ευρώ.

2. Διαμέρισμα αγοράστηκε το 1999 έναντι δηλωθέντος τιμήματος σε ευρώ 70.000. Το 2014 πωλείται με δηλωθέν τίμημα 170.000 ευρώ. Έτη διακράτησης 15, ο αρχικός συντελεστής απομείωσης 76,4% πολλαπλασιάζεται με 0,8 (παρ.27 άρθρο 72 ν. 4172/2013), οπότε ο τελικός συντελεστής απομείωσης είναι 61,12%. Υπολογισμός: 170.000-70.000=100.000*61,12%=61.120-25.000=36.120 ευρώ Φόρος: 36.120*15%=5.418 ευρώ.

3. Αγορά ακινήτου το 1994 έναντι δηλωθέντος τιμήματος 30.000 ευρώ. Πωλείται το 2014 έναντι δηλωθέντος τιμήματος 80.000 ευρώ. Η τυχόν προκύπτουσα υπεραξία θεωρείται μηδενική επειδή το ακίνητο αποκτήθηκε πριν την 1.1.1995. Υποβάλλεται μηδενική δήλωση φόρου υπεραξίας.

4. Ακίνητο που ανεγέρθηκε με αυτεπιστασία με οικοδομική άδεια ανέγερσης στις 2/2/1995 πωλείται στις 3/1/2014 έναντι δηλωθέντος τιμήματος 300.000 ευρώ. Έτος κτήσης 2/2/2000. Έτη διακράτησης (13 έτη και 11 μήνες) 14 έτη. Σύμφωνα με την παράγραφο 2 του άρθρου 41 η τιμή κτήσης υπολογίζεται σύμφωνα με όσα ορίζονται στην περίπτωση γ’. Τιμή κτήσης: Τιμή πώλησης * ΔΤΚατ έτους κτήσης (2000) /ΔΤΚατ του 2013. Δηλαδή: 300.000* 137,7/178,2=231.818,2 ευρώ. Υπεραξία: 300.000-231.818,2=68.181,8 ευρώ . Η υπεραξία αυτή απομειούται με την εφαρμογή συντελεστή απομείωσης 77,9% * 0,8= 62,32% και το ποσό που προκύπτει είναι 68.181,8* 62,32%= 42.490,90 ευρώ. Αφαιρείται τέλος, ποσό 25.000 ευρώ και το τελικό ποσό υπεραξίας είναι 17.490,9 ευρώ Φόρος : 17.490,9* 15%= 2.623,64 ευρώ

5. Το έτος 1990 αποκτάται λόγω γονικής παροχής η ψιλή κυριότητα ενός ακινήτου η οποία αντιστοιχούσε σε 8/10 της αξίας της πλήρους κυριότητας. Το έτος 2000 απεβίωσε ο επικαρπωτής και ο ψιλός κύριος απέκτησε το 100% της πλήρους κυριότητας του ακινήτου την οποία μεταβιβάζει το 2014 έναντι τιμήματος 100.000 ευρώ. Έτος κτήσης είναι το 1990 γιατί τότε αποκτήθηκε το 75% της αξίας του μεταβιβαζόμενου δικαιώματος (8/10). Η υπεραξία θεωρείται μηδενική.

6. Η Α αποκτά κατά πλήρη κυριότητα ακίνητο το 2000. Το 2008 η Α μεταβιβάζει με γονική παροχή την ψιλή κυριότητα στις κόρες της Β και Γ με παρακράτηση της επικαρπίας. Το 2010 η Β’, ιδιοκτήτρια του 50% της ψιλής κυριότητας δωρίζει το ποσοστό της στην αδελφή της Γ’, οπότε η τελευταία αποκτά 100% της ψιλής κυριότητας. Έτος κτήσης της επικαρπίας για την Α το 2008 και για τη Γ έτος κτήσης της ψιλής κυριότητας (τουλάχιστον 75%) είναι το 2010. Για τον υπολογισμό της αξίας ψιλής κυριότητας και της επικαρπίας ισχύουν όσα αναφέρονται στην παράγραφο 7 της παρούσας.

7. Κτήση της πλήρους κυριότητας ακινήτου με επαχθή αιτία το 2010. Πώληση το 2014 του 50% αυτής. Χρόνος κτήσης του μεταβιβαζόμενου δικαιώματος είναι το 2010. Η τιμή κτήσης είναι το τίμημα που αναγράφεται στο συμβόλαιο αγοράς μειωμένο κατά 50%.
8. Κτήση αδιαίρετου ποσοστού 50% της πλήρους κυριότητας πριν το 1995 (από οποιαδήποτε αιτία) και του υπολοίπου αδιαίρετου ποσοστού 50% το 2000. Το 2014 πωλείται το 100% της πλήρους κυριότητας. Έτος κτήσης είναι το 2000. Η τιμή κτήσης προσδιορίζεται πλασματικά καθώς ένα ποσοστό της πλήρους κυριότητας είναι εκτός πεδίου εφαρμογής του νόμου.
Σε περίπτωση κτήσης αδιαίρετου ποσοστού 80% πριν το 1995 (από οποιαδήποτε αιτία) και του υπολοίπου 20% το 2000, και πώληση ολοκλήρου το έτος 2014, η υπεραξία θεωρείται μηδενική.

9. Απόκτηση κατά πλήρη κυριότητα γηπέδου ή οικοπέδου συνολικής επιφάνειας 1500 τμ. σε τρεις διαδοχικές φάσεις, δηλαδή απόκτηση των 500 τ.μ. το 1994, 500 τμ το 1998 και τα υπόλοιπα 500 τ.μ. το 2000. Το 2014 πωλείται το σύνολο του ακινήτου κατά πλήρη κυριότητα. Χρόνος κτήσης: το 2000. Η τιμή κτήσης υπολογίζεται με τον πλασματικό τρόπο (Δείκτης Τιμών Κατοικιών) ,επειδή ένα τμήμα του ακινήτου που μεταβιβάζεται αποκτήθηκε προ του 1995. Αν, αντίθετα και τα τρία τμήματα του ακινήτου αποκτήθηκαν κατά πλήρη κυριότητα μετά την 1.1.1995, τότε για τον υπολογισμό της τιμής κτήσης θα λάβω το άθροισμα των δηλωθέντων τιμημάτων ή αξιών (ανάλογα με την αιτία κτήσης) σύμφωνα με τις περιπτώσεις α’ και β’ του δεύτερου εδαφίου της παρ. 2 του άρθρου 41.

10. Αγορά ακινήτου 1980 από συζύγους κατά ποσοστό 50% εξ αδιαιρέτου από έκαστο. Το έτος 2008 απεβίωσε ο σύζυγος και με διαθήκη του κατέλιπε το ιδανικό του μερίδιο 50% στη σύζυγο. Πώληση ολόκληρου του ακινήτου το έτος 2014. Έτος κτήσης θεωρείται το 2008 και η αξία κτήσης θεωρείται άγνωστη, οπότε υπολογίζεται πλασματικά (Δείκτες Τιμών Κατοικιών), καθότι η απόκτηση μέρους του μεταβιβαζόμενου δικαιώματος από τον σημερινό πωλητή έγινε πριν την 1.1.1995 (δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του νόμου).

11α. Κτήση ψιλής κυριότητας πριν το 1995 η οποία αντιστοιχούσε σε 7/10 της αξίας της πλήρους κυριότητας. Το 2000 συνενώνεται με την επικαρπία λόγω θανάτου του επικαρπωτή. Το 2014 πωλείται η πλήρης κυριότητα. Έτος κτήσης είναι το 2000 (συνένωση ΕΠ κ Ψ Κ). Η τιμή κτήσης θεωρείται άγνωστη και υπολογίζεται με τον πλασματικό τρόπο (Δείκτης Τιμών Κατοικιών).

11 β. Κτήση ψιλής κυριότητας μετά το 1995 με φορολόγηση αυτής. Θάνατος επικαρπωτή το 2000. Τιμή κτήσης θα θεωρηθεί η προκύπτουσα με αντίστοιχη αναγωγή στην υπόλοιπη αξία της πλήρους κυριότητας κατά το χρόνο απόκτησης της ψιλής κυριότητας.
Αντίθετα, επί παραίτησης του επικαρπωτή υπέρ του ψιλού κυρίου με πράξη εν ζωή, τιμή κτήσης της επικαρπίας είναι η προκύπτουσα από την εφαρμογή των γενικών διατάξεων της παρούσας, η οποία θα προστεθεί στην αξία της ψιλής κυριότητας.

12. Αν έχουμε δύο μεταβιβάζοντες οι οποίοι διαθέτουν ποσοστό 50% της πλήρους κυριότητας ακινήτου, ο χρόνος κτήσης εκάστου κρίνεται χωριστά.

13. Πωλείται ακίνητο την 5.5.2014 έναντι δηλωθέντος τιμήματος 200.000 ευρώ για το οποίο ο μεταβιβάζων επικαλείται κτήση με έκτακτη χρησικτησία. Σύμφωνα με τις ισχύουσες διατάξεις ως χρόνος κτήσης θεωρείται η αντίστοιχη ημερομηνία του εικοστού πρώτου έτους, πριν από τον χρόνο της μεταβίβασης, δηλαδή η 5.5.1993. Εξαιρετικά, όμως, σύμφωνα με την παράγραφο 26 του άρθρου 72 του ν. 4172/2013, εφόσον ο σχετικός χρόνος συμπληρώθηκε πριν από την 31η Δεκεμβρίου 1994, ως χρόνος κτήσης θεωρείται η 1η Ιανουαρίου 1995. Συνεπώς, στο ανωτέρω παράδειγμα χρόνος κτήσης του ακινήτου είναι η 1.1.1995. Ο υπολογισμός της τιμής κτήσης γίνεται πλασματικά.

11. Υποχρεώσεις συμβολαιογράφων

Σύμφωνα με το άρθρο 61 σε συνδυασμό με τις διατάξεις της περίπτωσης στ’ της παραγράφου 1 του άρθρου 62 και της περίπτωσης στ’ τηςπαραγράφου 1 του άρθρου 64 του ν. 4172/2013 οι συμβολαιογράφοι είναι υπόχρεοι σε παρακράτηση φόρου με συντελεστή 15% επί της προκύπτουσας υπεραξίας.

Επιπλέον, βάσει της παρ. 4 του άρθρου 62 το φυσικό πρόσωπο (πωλητής) που αποκτά υπεραξία από τη μεταβίβαση ακίνητης περιουσίας σύμφωνα με το άρθρο 41 καταβάλλει στο συμβολαιογράφο με τραπεζική επιταγή κατά την υπογραφή του συμβολαίου μεταβίβασης το ποσό του φόρου που αντιστοιχεί στην υπεραξία σύμφωνα με το άρθρο 43 (15%).

Ο φόρος που παρακρατείται, σύμφωνα με τα ανωτέρω, αποδίδεται από τους συμβολαιογράφους με τραπεζική επιταγή σε διαταγή του Ελληνικού Δημοσίου κατά το χρόνο που ορίζει η παράγραφος 7 του άρθρου 64 του ν. 4172/2013, δηλαδή εντός πέντε εργάσιμων ημερών από την υπογραφή του συμβολαίου.

12. Εξαιρέσεις από την παρακράτηση (άρθρα 62 και 67Α)

Δεν υπόκειται σε παρακράτηση φόρου σύμφωνα με την παραπάνω παράγραφο:

1) η υπεραξία που αποκτά ο οικοπεδούχος από κτίσμα που έχει ανεγερθεί σε έδαφος κυριότητάς του με δαπάνες του μισθωτή και περιέρχεται στην κατοχή του οικοπεδούχου (εκμισθωτή) με τη λήξη ή διακοπή της μισθωτικής σχέσης (περίπτωση εδαφίου β’, παρ. 1 του άρθρου 41). Ο μισθωτής υποχρεούται να δηλώνει το σύνολο των στοιχείων που αφορούν στον προσδιορισμό του φόρου υπεραξίας του κτίσματος που περιέρχεται στην κατοχή του τρίτου. Η δήλωση αυτή συνιστά άμεσο προσδιορισμό του φόρου. Υπόχρεος καταβολής του φόρου είναι ο οικοπεδούχος.

2) η περίπτωση ε’ της παραγράφου 6 του άρθρου 41. Συγκεκριμένα, η μεταγραφή δικαστικής απόφασης σύμφωνα με το άρθρο 949 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, λόγω μη εκτέλεσης προσυμφώνου μεταβίβασης και η απόκτηση οποιουδήποτε δικαιώματος των περιπτώσεων α’, β’ και δ’ της παραγράφου αυτής με αυτοσύμβαση. Ο αποκτών υποχρεούται να δηλώνει τα στοιχεία που αφορούν στον προσδιορισμό του φόρου υπεραξίας της ακίνητης περιουσίας. Η δήλωση αυτή συνιστά άμεσο προσδιορισμό του φόρου. Υπόχρεος καταβολής του φόρου είναι ο αποκτών.

Ο ΓΕΝΙΚΟΣ ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ ΔΗΜΟΣΙΩΝ ΕΣΟΔΩΝ

Θ. ΘΕΟΧΑΡΗΣ

0
Page 5 of 10 «...34567...»