Δημοσιοποιήθηκε ο νόμος 4205/2013 (ΦΕΚ Α 242/06-11-2013) για την ηλεκτρονική επιτήρηση.
Νωρίτερα, με την αριθ. 64062/27.9.2012 απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και ‘Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων συνεστήθη ειδική νομοπαρασκευαστική επιτροπή για την επεξεργασία σχεδίου νόμου για τα μέσα ηλεκτρονικής επιτήρησης σε υπόδικους, κατάδικους και κρατούμενους σε άδεια.
Το πλαίσιο εντός του οποίου κινήθηκε η Επιτροπή, όπως καθορίστηκε με τη σχετική υπουργική απόφαση, περιλάμβανε τρία πεδία αναφοράς, ένα από τον χώρο της ποινικής δικονομίας, ένα από τον χώρο του ουσιαστικού ποινικού δικαίου και ένα από τον χώρο του σωφρονιστικού δικαίου. Ζητούμενο για την Επιτροπή ήταν να εισηγηθεί τρόπους εφαρμογής της ηλεκτρονικής επιτήρησης στο πλαίσιο των μέτρων δικονομικού καταναγκασμού, της απόλυσης υπό όρο και των αδειών κρατουμένων με σκοπό την αποσυμφόρηση των καταστημάτων κράτησης.
Το νομοσχέδιο που κατατέθηκε στο Κοινοβούλιο την 13-09-2013 προέβλεπε την δυνατότητα έκτισης της ποινής κατ’ οίκον και με ηλεκτρονική παρακολούθηση του κρατούμενου, εφ΄όσον έχει εκτίσει τα 2/5 της ποινής ή (για περιπτώσεις ισόβιας κάθειρξης) τουλάχιστον 14 χρόνια. Σε περίπτωση που εκτίει πολλαπλές ποινές, το ελάχιστο όριο κάθειρξης εντός σωφρονιστικού καταστήματος είναι τα 17 χρόνια. Του ευεργετήματος εξαιρούνται οι κατάδικοι για κακουργήματα ιδιαίτερα ειδεχθή και επιβλαβή για τη δημόσια ασφάλεια – η μεγαλεμπορία ναρκωτικών, η εσχάτη προδοσία, η σύσταση συμμορίας και η τρομοκρατική δράση, ο βιασμός, η κατάχρηση σε ασέλγεια, η παιδεραστία, η κατ’ επάγγελμα ή συνήθεια παιδική πορνογραφία, η εκπόρνευση ανηλίκου, η ένοπλη ληστεία και η ανθρωποκτονία από πρόθεση (εφ’ όσον στην περίπτωση αυτή επιβλήθηκε ισόβια κάθειρξη).
Ειδικότερα σύμφωνα με το νόμο 4205/2013:
Άρθρο 1
Τροποποιήσεις του Ποινικού Κώδικα
- άρθρο 110Β - Απόλυση καταδίκων υπό τον όρο του κατ' οίκον περιορισμού με ηλεκτρονική επιτήρηση
Με την προσθήκη στον Ποινικό Κώδικα του άρθρου 110 Β εισάγεται ο θεσμός της απόλυσης καταδίκων υπό τον όρο του κατ’ οίκον περιορισμού με ηλεκτρονική επιτήρηση, όπως αυτός ορίζεται στο άρθρο 283Α ΚΠΔ. Σκοπός του θεσμού αυτού είναι να συμβάλει στην αποσυμφόρηση των φυλακών από ήδη κρατούμενους σε αυτές καταδίκους χωρίς κινδύνους για τη δημόσια ασφάλεια.
Κατά τα οριζόμενα στην πρώτη παράγραφο η απόλυση του παρόντος άρθρου δύναται να χορηγηθεί μόνο σε κατάδικο που εκτίει ποινή πρόσκαιρης ή ισόβιας κάθειρξης, σύμφωνα με τα ειδικότερα οριζόμενα. Το δικαίωμα για χορήγηση της απόλυσης του παρόντος άρθρου προηγείται χρονικά σημαντικά σε σχέση με την απόλυση υπό όρο κατ’ άρθρο 105. Επίσης, σε αντίθεση με την απόλυση υπό όρο κατ’ άρθρο 105, η απόλυση του άρθρου αυτού προϋποθέτει προηγούμενη αίτηση του καταδίκου και δεν εξετάζεται από το Δικαστικό Συμβούλιο αυτεπαγγέλτως. Ωστόσο , ρητά αποκλείεται η απόλυση καταδίκων υπό τον όρο του κατ’ οίκον περιορισμού με ηλεκτρονική επιτήρηση, στις περιπτώσεις των κακουργημάτων του άρθρου 23 του ν.4139/2013, των άρθρων 187, 187 Α, 336, 338, 339 παράγραφος 1, περίπτωση α’ και β’ , 342 παράγραφοι 1 και 2, 348 Α παράγραφος 4 , 351 Α Παράγραφοι 1, περίπτωση α’ και β’ και 3, 380 παράγραφοι 1 εδάφιο δεύτερο και 2 και 299 παράγραφος 1, εφόσον, στην τελευταία περίπτωση, επιβλήθηκε ισόβια κάθειρξη.
[«Άρθρο 110Β – Απόλυση καταδίκων υπό τον όρο του κατ’ οίκον περιορισμού με ηλεκτρονική επιτήρηση.
1. Όσοι καταδικάσθηκαν σε ποινή στερητική της ελευθερίας, μπορούν, κατόπιν αιτήσεώς τους, να απολυθούν υπό τον όρο του κατ’ οίκον περιορισμού με ηλεκτρονική επιτήρηση, όπως αυτός ορίζεται στο άρθρο 283Α ΚΠΔ, εφ όσον έχουν εκτίσει:
α) προκειμένου για πρόσκαιρη κάθειρξη, τα 2/5 της ποινής τους,
β) προκειμένου για ισόβια κάθειρξη, τουλάχιστον 14 έτη.
Στην περίπτωση που συντρέχουν σωρευτικά περισσότερες ποινές, ο κατάδικος πρέπει να έχει εκτίσει το άθροισμα των τμημάτων των ποινών που προβλέπονται στις περιπτώσεις α’ και β’. Σε κάθε περίπτωση ο κατάδικος μπορεί να απολυθεί, εάν έχει εκτίσει 17 έτη , ακόμη και όταν το παραπάνω άθροισμα υπερβαίνει το όριο αυτό. Ως ποινή που εκτίθηκε θεωρείται αυτή που υπολογίστηκε ευεργετικά κατά το ν. 2058/1952. Οι διατάξεις της παρούσας παραγράφου δεν εφαρμόζονται σε καταδίκους για τα κακουργήματα του άρθρου 23 του ν.4139/2013, των άρθρων 187, 187 Α, 336, 338, 339 παράγραφος 1, περίπτωση α’ και β’, 342 παράγραφοι 1 και 2, 348 Α παράγραφος 4, 351 Α παράγραφοι 1, περίπτωση α’ και β’ και 3, 380 παράγραφοι 1 εδάφιο δεύτερο και 2 και 299 παράγραφος 1, εφόσον, στην τελευταία περίπτωση , δεν αναγνωρίστηκαν , κατά την επιμέτρηση της επιβληθείσας ποινής, ελαφρυντικές περιστάσεις.]
Στη δεύτερη παράγραφο ορίζεται ο ελάχιστος πραγματικός χρόνος παραμονής του καταδίκου στο κατάστημα κράτησης, προκειμένου ο κατάδικος να αποκτήσει το δικαίωμα να υποβάλει αίτηση για την απόλυση του παρόντος άρθρου. Οι χρονικές προϋποθέσεις έκτισης (παρ. 1) και ο ελάχιστος πραγματικός χρόνος παραμονής στο σωφρονιστικό κατάστημα (παρ. 2) πρέπει να συντρέχουν σωρευτικά.
[2. Στην περίπτωση της πρόσκαιρης κάθειρξης ο κατάδικος θα πρέπει να έχει παραµείνει στο σωφρονιστικό κατάστηµα για χρονικό διάστηµα ίσο µε το ένα πέµπτο (1/5 ) της ποινής που του επιβλήθηκε, στη δε περίπτωση της ισόβιας κάθειρξης για χρονικό διάστηµα ίσο µε δώδεκα (12) έτη. Το χρονικό διάστηµα του ενός πέµπτου (1/5) ή, σε περίπτωση ισόβιας κάθειρξης των δώδεκα (12) ετών, προσαυξάνεται κατά το ένα πέµπτο των λοιπών ποινών, που τυχόν έχουν επιβληθεί, στην περίπτωση που αυτές συντρέχουν σωρευτικά. Σε κάθε περίπτωση, όµως, ο κατάδικος µπορεί να απολυθεί, εάν έχει εκτίσει πραγµατικά στο σωφρονιστικό κατάστηµα δεκατέσσερα (14) έτη. Για την απόλυση του κρατουµένου κατά τις διατάξεις του παρόντος άρθρου δεν απαιτείται να έχει καταστεί η καταδίκη αµετάκλητη. Οι διατάξεις της παρούσας παραγράφου δεν εφαρµόζονται σε καταδίκους για το έγκληµα της εσχάτης προδοσίας, για τους οποίους εξακολουθεί να ισχύει το άρθρο 5 του ν. 2058/1952 ή για το έγκληµα της ανθρωποκτονίας µε πρόθεση της παραγράφου 1 του άρθρου 299 Π.Κ., εφόσον η πράξη αυτή τελέσθηκε εναντίον υπαλλήλου κατά την εκτέλεση της υπηρεσίας του.]
Στην τρίτη παράγραφο ορίζεται ότι ο απολυθείς κατ’ άρθρο 110 έχει το δικαίωμα να εξέρχεται της οικίας του προκειμένου να εργάζεται, να εκπαιδεύεται, να καταρτίζεται επαγγελματικά, να συμμετέχει σε προγράμματα συντήρησης ή απεξάρτησης από ναρκωτικές ουσίες ή αλκοόλ ή και να εκπληρώνει τις υποχρεώσεις που του έχουν υποβληθεί. Οι προαναφερόμενες έννοιες θα πρέπει να ερμηνεύονται με ευρύτητα έτσι ώστε να εντάσσονται σε αυτές όλες εκείνες οι δραστηριότητες που δύνανται να συνιστούν μία επωφελή για τον χαρακτήρα και τη συμπεριφορά του καταδίκου ενασχόληση. Επίσης ορίζονται οι διαδικασίες και τα αρμόδια όργανα για τον προσδιορισμό, την τροποποίηση του προγράμματος απουσίας από την οικία και την επιβολή και τροποποίηση λοιπών υποχρεώσεων. Δεν τίθεται ως απαραίτητη προϋπόθεση για τη χορήγηση της απόλυσης του παρόντος άρθρου η προηγούμενη εύρεση εργασίας, η ένταξη σε πρόγραμμα εκπαίδευσης κλπ. Μετά από τη χορήγηση της απόλυσης, όλα τα παραπάνω θέματα ρυθμίζονται με εισαγγελική διάταξη προκειμένου να εξασφαλίζεται η δυνατότητα ευέλικτης προσαρμογής στις ανάγκες του εκάστοτε απολυθέντος καταδίκου.
Παράλληλα, με την εργασία, την εκπαίδευση κ.λ.π. και τον προκαθορισμό (με βούλευμα ή διάταξη του Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών) του ημερήσιου και εβδομαδιαίου προγράμματός του, ο κατάδικος αποκτά μια ζωή δομημένη σε δικαιώματα και υποχρεώσεις σε καθεστώς ελευθερίας.
[3. Ο απολυθείς σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος άρθρου επιτρέπεται να ευρίσκεται προκαθορισμένες ώρες της ημέρας εκτός του τόπου του κατ’ οίκον περιορισμού του αποκλειστικά για λόγους εργασίας, εκπαίδευσης ή επαγγελματικής κατάρτισης, συμμετοχής του σε εγκεκριμένο πρόγραμμα συντήρησης ή απεξάρτησης από ναρκωτικές ουσίες ή αλκοόλ ή και εκπλήρωσης των υποχρεώσεων που του έχουν επιβληθεί. Οι ώρες απουσίας του καταδίκου από τον τόπο του κατ’ οίκον περιορισμού του και το σύνολο των υποχρεώσεών του καθορίζονται είτε με το βούλευμα που διέταξε την απόλυσή του είτε μετά τη χορηγηθείσα απόλυση, με διάταξη του Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών του τόπου έκτισης της ποινής. Με διάταξή του, ο ίδιος Εισαγγελέας είτε κατόπιν αίτησης του καταδίκου είτε αυτεπάγγελτα, αποφασίζει για την αλλαγή του τόπου του κατ’ οίκον περιορισμού, την τροποποίηση του προγράμματος των ωρών απουσίας του καταδίκου από αυτόν και την επιβολή ή τροποποίηση των υποχρεώσεων του τελευταίου. Κατά τα λοιπά ισχύουν τα οριζόμενα στο άρθρο 106 παράγραφος 2.]
Στις παραγράφους 4 και 5 ορίζονται οι λόγοι δυνητικής ανάκλησης και υποχρεωτικής άρσης της χορηγηθείσας απόλυσης του παρόντος άρθρου. Δυνητικοί λόγοι ανάκλησης είναι οι αναφερόμενοι στην παράγραφο 4 και υποχρεωτικοί λόγοι άρσης της απόλυσης οι αναφερόμενοι στην παράγραφο 5 , οι οποίοι προϋποθέτουν την αμετάκλητη καταδίκη για ποινικά αδικήματα. Το Συμβούλιο, στην περίπτωση των δυνητικών λόγων ανάκλησης, οφείλει κατ’ αρχάς να εξετάζει τη δυνατότητα μη ανάκλησης της χορηγηθείσας απόλυσης διά της επιβολής πρόσθετων υποχρεώσεων στο κατάδικο, την τροποποίηση των υφιστάμενων υποχρεώσεών του και του προγράμματος απουσίας του από τον τόπο περιορισμού του, την αλλαγή αυτού κ.λπ. Μόνο εάν πιθανολογείται ότι ο κρατούμενος δεν θα τηρήσει εκ νέου τις υποχρεώσεις του ανακαλείται η χορηγηθείσα απόλυση.
[4. Η απόλυση του καταδίκου σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος άρθρου μπορεί να ανακληθεί, όταν ο κατάδικος δεν συμμορφώνεται με τις υποχρεώσεις που του επιβλήθηκαν και πιθανολογείται ότι ενόψει της βαρύτητας της παράβασης των υποχρεώσεών του, του τρόπου και των εν γένει συνθηκών που αυτή συντελέστηκε, δεν παρέχει την προσδοκία ότι θα τηρήσει τις υποχρεώσεις του στο μέλλον. Σε περίπτωση ανάκλησης, ο χρόνος από την απόλυση έως τη νέα σύλληψη δεν υπολογίζεται στην εκτιθείσα ποινή. Ο κατάδικος διατηρεί, σε κάθε περίπτωση, το δικαίωμα να απολυθεί υπό όρο κατ’ άρθρο 105.]
Στην παράγραφο 5 ορίζεται η υποχρεωτική άρση της απόλυσης, ενόψει των σοβαρών συνεπειών που συνεπάγεται για την εκτιόμενη ποινή η τέλεση των παραπάνω πράξεων, προκρίνεται οι συνέπειες να επέρχονται μετά τη νέα αμετάκλητη καταδίκη, παρά το ενδεχόμενο να δημιουργείται «χρονική ασυνέχεια» μεταξύ της απόλυσης κατ’ άρθρο 1108 και της απόλυσης υπό όρο κατ’ άρθρο 105.
Ο κατάδικος έχει υψηλό κίνητρο να τηρήσει τις υποχρεώσεις του και να συμπεριφέρεται νόμιμα, σε διαφορετική περίπτωση ο κατάδικος διατρέχει τον κίνδυνο να επιστρέψει στο κατάστημα κράτησης με δυσμενείς για τον ίδιο συνέπειες . Ταυτόχρονα ο κατάδικος αναμένει – σε σχετικά σύντομο χρονικό διάστημα – την κρίση του Δικαστικού Συμβουλίου για τη χορήγηση της απόλυσης υπό όρο κατ’ άρθρο 105 , η οποία σε σημαντικό βαθμό θα εξαρτηθεί από τη συμπεριφορά που επέδειξε κατά το χρόνο δοκιμασίας του.
Σε κάθε περίπτωση η εν γένει διαγωγή του καταδίκου λαμβάνεται υπ’ όψιν, ανεξαρτήτως αμετάκλητης ή μη καταδίκης, από το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών κατά την έκδοση βουλεύματος για τη χορήγηση ή μη της απόλυσης υπό όρο κατ’ άρθρο 105.
[5. Η απόλυση του καταδίκου σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος άρθρου αίρεται, όταν ο κατάδικος, κατά το χρονικό διάστημα που προβλέπεται στην παράγραφο 6, τελέσει: α) κακούργημα ή πλημμέλημα από δόλο που τιμωρείται με ποινή φυλάκισης τουλάχιστον έξι (6) μηνών, για το οποίο καταδικάστηκε αμετακλήτως ή β) το αδίκημα του άρθρου 173Α. Σε περίπτωση άρσης της απόλυσης, ο χρόνος από την απόλυση έως τη νέα σύλληψη δεν υπολογίζεται στην εκτιθείσα ποινή. Ο κατάδικος στην περίπτωση αυτή δικαιούται να απολυθεί υπό όρο κατ’ άρθρο 105, αφού παραμείνει στο σωφρονιστικό κατάστημα ένα επιπλέον έτος σε σχέση με τα οριζόμενα στο άρθρο 105 παράγραφος 1 περιπτώσεις β΄ και γ΄. Δεν εφαρμόζεται το προηγούμενο εδάφιο, εάν, κατά το χρόνο που κατέστη η καταδίκη αμετάκλητη, είχε ήδη χορηγηθεί στον κατάδικο η απόλυση υπό όρο κατ’ άρθρο 105, χωρίς να έχει ανακληθεί, με αποτέλεσμα η ποινή για την οποία χορηγήθηκε η απόλυση να θεωρείται ότι έχει ήδη εκτιθεί κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 109. Εάν, κατά το χρόνο που κατέστη η καταδίκη αμετάκλητη, είχε ήδη χορηγηθεί η απόλυση κατ’ άρθρο 105, χωρίς όμως να έχει παρέλθει το χρονικό διάστημα που αναφέρεται στο άρθρο 109, τότε αίρεται η χορηγηθείσα απόλυση του άρθρου 105 και ο κατάδικος αποκτά το δικαίωμα να απολυθεί υπό όρο κατ’ άρθρο 105, αφού παραμείνει στο σωφρονιστικό κατάστημα ένα επιπλέον έτος σε σχέση με τα οριζόμενα στο άρθρο 105 παράγραφος 1 περιπτώσεις β΄ και γ΄. ]
Με την παράγραφο 6 ρητά ορίζεται ότι η απόλυση του παρόντος άρθρου δεν παρατείνεται πέραν του χρόνου ενεργοποίησης του δικαιώματος του καταδίκου να απολυθεί υπό όρο κατ’ άρθρο 105. Η απόλυση συνεπώς του παρόντος άρθρου συνιστά ενδιάμεσο στάδιο έκτισης της ποινής. Προηγείται αυτής ο εγκλεισμός και έπεται αυτής η απόλυση κατ’ άρθρο 105 επ. Σε κάθε περίπτωση, η επιτυχής έκτιση του χρονικού διαστήματος της απόλυσης του παρόντος άρθρου λαμβάνεται υπ’ όψιν από το Δικαστικό Συμβούλιο προς όφελος του καταδίκου κατά τη λήψη της απόφασης περί χορήγησης ή μη της απόλυσης υπό όρο κατ’ άρθρο 105.
Επιπλέον με την εισαγωγή αυτού του ενδιάμεσου σταδίου διευκολύνεται και γίνεται ασφαλέστερη η κρίση του Δικαστικού Συμβουλίου που διατάσσει την απόλυση υπό όρο κατ’ άρθρο 105 επ., καθόσον δίνεται η δυνατότητα να διαπιστωθεί και να εκτιμηθεί η συμπεριφορά του καταδίκου σε συνθήκες δοκιμασίας εκτός καταστήματος κράτησης.
[6. Η με το παρόν άρθρο χορηγούμενη απόλυση εκτείνεται μέχρι του χρονικού σημείου της χορήγησης στον κατάδικο της απόλυσης υπό όρο κατ’ άρθρο 105. ]
Με την παράγραφο 7 τίθεται η υποχρέωση της κατ’ απόλυτη προτεραιότητα εκδίκασης των αξιόποινων πράξεων που τελέσθηκαν από τους απολυθέντες, προκειμένου να εξασφαλίζεται κατά το δυνατόν χρονική συνέχεια κατά την έκτιση των ποινών.
[7. Οι υποθέσεις οι οποίες αφορούν την τέλεση αδικημάτων των απολυθέντων υπό τον όρο του κατ’ οίκον περιορισμού με ηλεκτρονική επιτήρηση εκδικάζονται κατά απόλυτη προτεραιότητα.]
- άρθρο 110Γ - Προϋποθέσεις και διαδικασία για την απόλυση υπό τον όρο του κατ' οίκον περιορισμού με ηλεκτρονική επιτήρηση καταδίκων και την ανάκληση αυτής
Στο άρθρο 110 Γ ρυθμίζεται η διαδικασία για τη χορήγηση και την ανάκληση της απόλυσης κατ’ άρθρο 110 Β. Αρμόδιο είναι το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών του τόπου έκτισης της ποινής.
Οι προϋποθέσεις χορήγησης της απόλυσης κατ’ άρθρο 110Β είναι οι ίδιες με εκείνες της απόλυσης κατ’ άρθρο 105 (βλ. παρ. 1 εδ. 3). Ως κανόνας τίθεται η χορήγηση της απόλυσης κι ως εξαίρεση η, με ειδική αιτιολογία αναφερόμενη στη διαγωγή του καταδίκου και τον κίνδυνο τέλεσης νέων αξιόποινων πράξεων, απόρριψη της αίτησης. Στην παράγραφο 3 αναγνωρίζεται υποχρέωση προηγούμενης κλήτευσης του κατάδικου πριν από τη συνεδρίαση του δικαστικού συμβουλίου , που θα αποφασίσει για την ανάκληση της απόλυσης .
[Άρθρο 110 Γ – Προϋποθέσεις και διαδικασία για την απόλυση υπό τον όρο του κατ’ οίκον περιορισμού με ηλεκτρονική επιτήρηση καταδίκων και την ανάκληση αυτής .
[1. Για την απόλυση υπό τον όρο του κατ’ οίκον περιορισμού με ηλεκτρονική επιτήρηση αποφασίζει κατόπιν αιτήσεως του καταδίκου, το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών του τόπου έκτισης της ποινής. Ο κατάδικος δεν κλητεύεται ούτε εμφανίζεται ενώπιον του Συμβουλίου, μπορεί όμως να υποβάλει έγγραφο υπόμνημα. Εάν το Συμβούλιο κρίνει ότι τούτο είναι αναγκαίο, μπορεί να διατάξει την ενώπιόν του εμφάνιση του καταδίκου. Η απόλυση χορηγείται οπωσδήποτε, εκτός εάν κριθεί με ειδική αιτιολογία ότι η διαγωγή του καταδίκου, κατά την έκτιση της ποινής του, καθιστά απολύτως αναγκαία τη συνέχιση της κράτησής του για να αποτραπεί η τέλεση από αυτόν νέων αξιόποινων πράξεων. Η αίτηση του καταδίκου συνοδεύεται από αναφορά της διεύθυνσης του καταστήματος κράτησης και έκθεση της κοινωνικής υπηρεσίας του καταστήματος, οι οποίες εισάγονται στο συμβούλιο από
τον εισαγγελέα των πλημμελειοδικών. Στην έκθεση της κοινωνικής υπηρεσίας γίνεται ειδική μνεία στο οικογενειακό και ευρύτερο κοινωνικό περιβάλλον του καταδίκου, με ιδιαίτερη αναφορά στις σχέσεις του με τα πρόσωπα με τα οποία ενδέχεται να συνοικήσει εάν του χορηγηθεί η απόλυση αυτή.2. Αν η αίτηση για απόλυση υπό τον όρο του κατ’ οίκον περιορισμού με ηλεκτρονική επιτήρηση δεν γίνει δεκτή, νέα αίτηση μπορεί να υποβληθεί τέσσερις (4) μήνες μετά από την απόρριψη.
3. Για την ανάκληση αποφασίζει το ίδιο Δικαστικό Συμβούλιο, ύστερα από αίτηση του Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών του τόπου έκτισης της ποινής. Ο κατάδικος κλητεύεται υποχρεωτικά δέκα (10) τουλάχιστον ημέρες πριν από τη συνεδρίαση του Δικαστικού Συμβουλίου. Η απόλυση κατ’ άρθρο 110Β ανακαλείται οποτεδήποτε με διάταξη του Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών του τόπου έκτι-
σης της ποινής κατόπιν αιτήσεως του καταδίκου.4. Σε περίπτωση επείγουσας ανάγκης, για να προληφθεί κίνδυνος της δημόσιας τάξης, ο Εισαγγελέας Πλημμελειοδικών του τόπου διαμονής εκείνου που απολύθηκε, μπορεί να διατάξει την προσωρινή σύλληψή του, ύστερα από την οποία προκαλείται αμέσως, με τη νόμιμη διαδικασία, η απόφαση για την ανάκληση. Σε περίπτωση οριστικής ανάκλησης, θεωρείται ότι αυτή επήλθε από την ημέρα της σύλληψης.]
- άρθρο 129Α - Απόλυση ανηλίκων υπό τον όρο του κατ' οίκον περιορισμού με ηλεκτρονική επιτήρηση
Ο θεσμός της απόλυσης υπό τον όρο του κατ’ οίκον περιορισμού με ηλεκτρονική επιτήρηση εισάγεται και στο δίκαιο ανηλίκων. Λόγω της ανηλικότητας των δραστών, το σύνολο των ρυθμίσεων διέπεται από την αρχή της επιείκειας. Ο ανήλικος έχει το δικαίωμα να απολυθεί υπό τον όρο του κατ’ οίκον περιορισμού με ηλεκτρονική επιτήρηση νωρίτερα σε σχέση με τους ενηλίκους. Η υποχρεωτική έκθεση τόσο της κοινωνικής υπηρεσίας του ειδικού καταστήματος κράτησης νέων όσο και της Υπηρεσίας Επιμελητών Ανηλίκων στοχεύει στο να θέσει στη διάθεση του Δικαστηρίου Ανηλίκων όσο το δυνατό πληρέστερες πληροφορίες για τον ανήλικο. Επίσης με τις εκθέσεις τους οι αρμόδιες υπηρεσίες δύνανται να προτείνουν στο Δικαστήριο Ανηλίκων περιορισμούς και υποχρεώσεις που θα πρέπει να υποβληθούν στον συγκεκριμένο απολυόμενο ανήλικο κατά την απόλυσή του, προκειμένου να μην τελέσει νέες αξιόποινες πράξεις. Με τον τρόπο αυτό διασφαλίζεται η συστηματικότερη ενασχόληση των αρμόδιων υπηρεσιών με τους ανήλικους κρατουμένους ήδη από τις πρώτες ημέρες του εγκλεισμού τους.
Κατά τα λοιπά οι διατάξεις εναρμονίζονται με τη λογική των διατάξεων της απόλυσης υπό τον όρο του κατ’ οίκον περιορισμού των ενηλίκων και της απόλυσης υπό όρο για ανήλικους κατ’ άρθρο 129.
Β. Στον Ποινικό Κώδικα μετά το άρθρο 129 προστίθεται άρθρο 129 Α ως εξής:
[1. Ανήλικοι οι οποίοι καταδικάσθηκαν σε ποινή περιορισμού σε ειδικό κατάστημα κράτησης νέων, μπορούν, κατόπιν αιτήσεώς τους, να απολυθούν υπό τον όρο του κατ’ οίκον περιορισμού με ηλεκτρονική επιτήρηση, όπως αυτός ορίζεται στο άρθρο 283Α Κ.Π.Δ., εφόσον έχουν εκτίσει το 1/3 της ποινής τους. Η αίτηση πρέπει να συνοδεύεται με έκθεση της Κοινωνικής Υπηρεσίας του καταστήματος κράτησης και έκθεση της Υπηρεσίας Επιμελητών Ανηλίκων. Στις εκθέσεις αυτές γίνεται ειδική μνεία στο ευρύτερο κοινωνικό περιβάλλον του καταδίκου, με ιδιαίτερη αναφορά στις σχέσεις του με τα πρόσωπα με τα οποία ενδέχεται να συνοικήσει εάν του χορηγηθεί η απόλυση αυτή. Ως ποινή που εκτίθηκε θεωρείται αυτή που υπολογίστηκε ευεργετικά κατά τις ισχύουσες διατάξεις.
2. Η απόλυση υπό τον όρο του κατ’ οίκον περιορισμού με ηλεκτρονική επιτήρηση δεν μπορεί να χορηγηθεί, αν ο ανήλικος δεν έχει παραμείνει σε ειδικό κατάστημα κράτησης νέων για χρονικό διάστημα ίσο με το ένα πέμπτο (1/5 ) της ποινής του.
3. Η απόλυση υπό τον όρο του κατ’ οίκον περιορισμού με ηλεκτρονική επιτήρηση μπορεί να ανακληθεί, όταν ο ανήλικος δεν συμμορφώνεται με τις υποχρεώσεις που του επιβλήθηκαν και πιθανολογείται ότι ενόψει της βαρύτητας της παράβασης των υποχρεώσεών του, του τρόπου και των εν γένει συνθηκών που αυτή συντελέσθηκε, δεν παρέχει την προσδοκία ότι στο μέλλον θα τηρήσει τις υποχρεώσεις του. Σε περίπτωση ανάκλησης, ο χρόνος από την απόλυση έως τη νέα σύλληψη δεν υπολογίζεται στην εκτιθείσα ποινή. Ο ανήλικος διατηρεί το δικαίωμα να απολυθεί υπό όρο κατ’ άρθρο 129.
4. Η απόλυση υπό τον όρο του κατ’ οίκον περιορισμού με ηλεκτρονική επιτήρηση αίρεται, όταν ο ανήλικος, κατά το χρονικό διάστημα που διαρκεί η εν λόγω απόλυση, τελέσει από δόλο πράξη – που αν την τελούσε ενήλικος θα ήταν πλημμέλημα – για την οποία καταδικάστηκε οποτεδήποτε αμετακλήτως. Σε περίπτωση άρσης, ο χρόνος από την απόλυση έως τη νέα σύλληψη δεν υπολογίζεται στην εκτιθείσα ποινή. Ο ανήλικος διατηρεί το δικαίωμα να απολυθεί υπό όρο κατ’ άρθρο 129.
5. Η απόλυση υπό τον όρο του κατ’ οίκον περιορισμού με ηλεκτρονική επιτήρηση αίρεται, όταν ο ανήλικος, κατά το χρονικό διάστημα που διαρκεί η εν λόγω απόλυση τελέσει πράξη – που αν την τελούσε ενήλικος θα ήταν κακούργημα- για την οποία καταδικάστηκε οποτεδήποτε αμετακλήτως. Στην περίπτωση αυτή ο χρόνος από την απόλυση έως τη νέα σύλληψη δεν υπολογίζεται στην εκτιθείσα ποινή και ο ανήλικος αποκτά το δικαίωμα να απολυθεί υπό όρο κατ’ άρθρο 129, αφού παραμείνει στο ειδικό κατάστημα κράτησης νέων ένα επιπλέον έτος σε σχέση με τα οριζόμενα στο άρθρο 129 παράγραφοι 1 και 4. Δεν εφαρμόζεται το προηγούμενο εδάφιο, εάν κατά το χρόνο που κατέστη η καταδίκη αμετάκλητη, είχε ήδη χορηγηθεί η απόλυση υπό όρο κατ’ άρθρο 129 χωρίς να έχει ανακληθεί, με αποτέλεσμα να θεωρείται η ποινή για την οποία χορηγήθηκε η απόλυση ήδη εκτιθείσα κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 129 παράγραφος 7. Εάν κατά το χρόνο που κατέστη η καταδίκη αμετάκλητη, είχε ήδη χορηγηθεί η απόλυση υπό όρο κατ’ άρθρο 129, χωρίς όμως να έχει παρέλθει το χρονικό διάστημα που αναφέρεται στο άρθρο 129 παράγραφος 7, τότε αίρεται η χορηγηθείσα απόλυση κατ’ άρθρο 129 και ο κατάδικος αποκτά το δικαίωμα να απολυθεί υπό όρο κατ’ άρθρο 129, αφού παραμείνει στο ειδικό κατάστημα κράτησης νέων ένα επιπλέον έτος σε σχέση με τα οριζόμενα στο άρθρο 129 παράγραφοι 1 και 4.
6. Αντίστοιχα ισχύουν οι διατάξεις των άρθρων 110Β παράγραφοι 3 και 7, 110Γ παράγραφος 1 εδάφιο τρίτο και παράγραφος 3 εδάφιο τρίτο, 129 παράγραφος 2 εδάφιο πρώτο και τρίτο, παράγραφος 4 εδάφιο πρώτο, παράγραφος 5 εδάφιο πρώτο, παράγραφοι 8 και 10. ]
- άρθρο 173Α - Παραβίαση περιορισμού κατ' οίκον με ηλεκτρονική επιτήρηση.
Με το άρθρο 173 Α εισάγεται νέα ποινική διάταξη που καθιστά αξιόποινη πράξη την παραβίαση του περιορισμού κατ’ οίκον με ηλεκτρονική επιτήρηση, σε αντιστοιχία με την ισχύουσα για την απόδραση διάταξη του άρθρου 173. Κρίθηκε, όμως σκόπιμο, εν όψει του αποσπασματικού χαρακτήρα του ποινικού δικαίου και της απαγόρευσης της αναλογικής εφαρμογής διατάξεων προς θεμελίωση του αξιοποίνου να διατυπωθεί μία ειδική ποινική διάταξη προσαρμοσμένη στις ιδιαιτερότητες της ηλεκτρονικής επιτήρησης. Καθίστανται αξιόποινες τόσο η με πρόθεση κάθε είδους επέμβαση στο σύστημα ηλεκτρονικής επιτήρησης, όσο και η ίδια η διαφυγή του καταδίκου που εκμεταλλεύεται τυχόν τεχνικές βλάβες και προβλήματα της ηλεκτρονικής συσκευής ή του ηλεκτρονικού συστήματος επιτήρησης. Η παρούσα διάταξη εφαρμόζεται: α) στον κατ’ οίκον περιορισμό με ηλεκτρονική επιτήρηση, ως περιοριστικό όρο , β) στην απόλυση υπό τον όρο του κατ’ οίκον περιορισμού με ηλεκτρονική επιτήρηση και γ) στη χορήγηση άδειας από κατάστημα κράτησης με τον όρο της ηλεκτρονικής επιτήρησης των κινήσεων. Η βαρύτητα των προβλεπόμενων ποινών είναι η ίδια με αυτές που προβλέπονται στο άρθρο 173.
«Άρθρο 173 Α – Παραβίαση περιορισμού κατ’ οίκον με ηλεκτρονική επιτήρηση.
[1. Όποιος, κατά το χρόνο που τελεί υπό ηλεκτρονική επιτήρηση, με πρόθεση: α) αφαιρεί, καταστρέφει, φθείρει ή με οποιονδήποτε τρόπο επεμβαίνει στη συσκευή ή στο σύστημα ηλεκτρονικής επιτήρησης ή β) με οποιονδήποτε τρόπο αλλοιώνει τα συναφή με την επιτήρηση δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους. Με την ίδια ποινή τιμωρείται
όποιος, κατά το χρόνο που τελεί υπό ηλεκτρονική επιτήρηση, εκμεταλλευόμενος βλάβη ή μη ορθή λειτουργία της συσκευής ή του συστήματος ηλεκτρονικής επιτήρησης, διαφεύγει από την επιτήρηση των αρμοδίων αρχών. Η ποινή των παραπάνω αδικημάτων εκτελείται ολόκληρη μετά την έκτιση της ποινής που επιβλήθηκε ή θα επιβληθεί για την πράξη για την οποία ο ηλεκτρονικά επιτηρούμενος ήταν κρατούμενος.2. Οποιοσδήποτε συμμετέχει στις παραπάνω πράξεις τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον δύο ετών. Αν ο συμμετέχων έχει την ιδιότητα του σωφρονιστικού ή αστυνομικού υπαλλήλου ή του αρμόδιου για την ηλεκτρονική επιτήρηση υπαλλήλου, επιβάλλεται κάθειρξη μέχρι οκτώ ετών.]
- άρθρο 182 παρ. 3 - Ποινή παραβίασης περιορισμού κατ' οίκον με ηλεκτρονική επιτήρηση
Στην περίπτωση του άρθρου 182 παρ. 3 η ποινική αντιμετώπιση είναι ηπιότερη σε σχέση με αυτή που προβλέπεται από το άρθρο 173 Α, διότι εν προκειμένω ο δράστης δεν επιδεικνύει συμπεριφορά που στοχεύει στη διαφυγή από την ηλεκτρονική επιτήρηση. Η βαρύτητα των προβλεπόμενων ποινών είναι η ίδια με αυτές που προβλέπονται στο άρθρο 182 παρ. 1 , ήτοι φυλάκιση μέχρι έξι μηνών.
Σύμφωνα με τη διεθνή εγκληματολογική βιβλιογραφία η προσθήκη νέων ποινικών μέτρων συνεπάγεται το φαινόμενο της επέκτασης του ιστού του ποινικού ελέγχου (“net widening”). Αυτό αποτελεί κατά μια άποψη ανεπιθύμητο αποτέλεσμα ή παρενέργεια των πολιτικών για αποσυμφόρηση των φυλακών και μείωση της χρήσης της φυλάκισης και κατά άλλη άποψη -ενδεχομένως σκόπιμο- αποτέλεσμα εκ φύσεως συνυφασμένο με τις ίδιες πολιτικές. Σε κάθε περίπτωση, εν ολίγοις σημαίνει ότι τα νέα μέτρα αντί να διεκδικούν ένα μέρος του πληθυσμού που βρίσκεται στις φυλακές, επιβάλλονται σε πρόσωπα που, αν τα μέτρα αυτά δεν υπήρχαν, δεν θα κατέληγαν σ’ αυτές (ενώ με τα ίδια μέτρα αυξάνεται η πιθανότητα να οδηγηθούν και αυτά εκεί). Συνεπώς, συνολικά το σύστημα όχι μόνο δεν ελαφρύνεται, αλλά αντιθέτως επιβαρύνεται.
[3. Με την ποινή της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου τιμωρείται όποιος, κατόπιν υποβολής του σε κατ’ οίκον περιορισμό με ηλεκτρονική επιτήρηση, παραβιάζει περιορισμούς που του έχουν επιβληθεί νόμιμα στην ελευθερία της διαμονής του και τις σχετικές υποχρεώσεις του].
Σεπ
2013