ΑΠ 601/2013
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Β1′ Πολιτικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Σπυρίδωνα Ζιάκα, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Βαρβάρα Κριτσωτάκη, Ανδρέα Δουλγεράκη, Νικόλαο Πάσσο και Δημήτριο Κόμη, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 19 Φεβρουαρίου 2013, με την παρουσία και του γραμματέα Αθανασίου Λιάπη, για να δικάσει μεταξύ:
Του αναιρεσείοντος: Γ. Κ. του Κ., κατοίκου …, ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του ………….με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 ΚΠολΔ.
Των αναιρεσιβλήτων: 1) Τραπεζικής εταιρίας με την επωνυμία “……………………”, που εδρεύει στο …, λειτουργεί νόμιμα στην Ελλάδα, εδρεύει στην … και εκπροσωπείται νόμιμα και 2) C. E. (Κ. Έ.), ως νομίμου εκπροσώπου της ως άνω τραπέζης στην Ελλάδα, κατοίκου …, οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Αλέξιο Παπασταύρου με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 ΚΠολΔ.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 28-2-2007 αγωγή του ήδη αναιρεσείοντος, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 1909/2008 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 2326/2010 του Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί ο αναιρεσείων με την από 17-12-2010 αίτησή του.
Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Η Εισηγήτρια Αρεοπαγίτης Βαρβάρα Κριτσωτάκη διάβασε την από 7-2-2012 έκθεσή της, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη όλων των λόγων της αιτήσεως αναιρέσεως.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Επειδή η καταγγελία της σύμβασης εργασίας αορίστου χρόνου είναι μονομερής αναιτιώδης δικαιοπραξία και αποτελεί δικαίωμα του εργοδότη και του εργαζόμενου, η άσκηση όμως του δικαιώματος αυτού δεν είναι απεριόριστη αλλά υπόκειται στους περιορισμούς του άρθρου 281 ΑΚ. Καταχρηστική, κατά την έννοια της διατάξεως αυτής, (και επομένως άκυρη) είναι η καταγγελία της σύμβασης εργασίας από τον εργοδότη, όταν οφείλεται σε κακότητα, εμπάθεια, μίσος ή έχθρα ή σε λόγους εκδίκησης, συνεπεία προηγηθείσης νόμιμης αλλά μη αρεστής στον εργοδότη συμπεριφοράς του εργαζομένου. Αν η καταγγελία έγινε κατά κατάχρηση του οικείου δικαιώματος είναι άκυρη και θεωρείται ως μη γενομένη. Στην περίπτωση αυτή ο εργοδότης υποχρεούται να δέχεται τις υπηρεσίες του μισθωτού και αν καταστεί υπερήμερος να καταβάλει τους μισθούς του σύμφωνα με τα άρθρα 648 και 656 ΑΚ. Τέλος, αν στον κανονισμό εργασίας του εργοδότη προβλέπονται πειθαρχικά παραπτώματα και αντίστοιχες ποινές, τότε ναι μεν ο εργοδότης δεν υποχρεούται να επιλέξει αντί της έκτακτης καταγγελίας την επιβολή πειθαρχικής ποινής, λόγω της διαφορετικής λειτουργίας τους, αφού με την πρώτη απομακρύνεται ο εργαζόμενος διότι η εργασιακή σχέση δεν μπορεί να συνεχιστεί ως επαχθής για τον εργοδότη, ενώ με τη δεύτερη επιδιώκεται η διασφάλιση της ομαλής λειτουργίας της επιχειρήσεως, όμως, η προσφυγή του εργοδότη στην έκτακτη καταγγελία ελέγχεται κατά το άρθρο 281 ΑΚ από το δικαστήριο, το οποίο ερευνά αν στη συγκεκριμένη περίπτωση με την άσκηση του δικαιώματος της καταγγελίας, παραβιάζεται η αρχή της αναλογικότητας μεταξύ του χρησιμοποιούμενου μέσου και του επιδιωκόμενου σκοπού, η οποία (αρχή) αποτελεί εκδήλωση της καλής πίστεως και στηρίζεται στη διάταξη του άρθρου 25 παρ. 1 του Συντάγματος. Ειδικότερα, το δικαστήριο, κατόπιν σχετικού ισχυρισμού, εξετάζει αν υπάρχουν άλλα ηπιότερα από την καταγγελία μέτρα εξίσου πρόσφορα για την επίτευξη του επιδιωκόμενου με αυτή σκοπού, δηλαδή αν η καταγγελία είναι όχι μόνο πρόσφορο, αλλά και αναγκαίο μέσο για τη διαφύλαξη των συμφερόντων του εργοδότη (Ολ. ΑΠ 8/2007).
Στην προκείμενη περίπτωση το Εφετείο με την προσβαλλόμενη απόφαση δέχτηκε ανέλεγκτα τα εξής: Ο αναιρεσείων, ο οποίος εργάζεται στον τραπεζικό χώρο από το 1989, καταρχάς ως στέλεχος της Τράπεζας …………………. και από τις 24-7-1998 ως Διευθυντής της ……………………, στις 2-6-2000 συνήψε σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου με την Τράπεζα ……………….. και τοποθετήθηκε Διευθυντής στο κατάστημα αυτής στο Πασαλιμάνι του Πειραιά. Το Μάρτιο του 2001 οι τραπεζικές εργασίες της ελληνικής εκμετάλλευσης της παραπάνω Τράπεζας εξαγοράστηκαν από την πρώτη των αναιρεσιβλήτων Τράπεζα με την επωνυμία “…………………….”, νόμιμος εκπρόσωπος της οποίας υπήρξε ο δεύτερος αναιρεσίβλητος, η οποία έκτοτε κατέστη διάδοχος εργοδότρια του προσωπικού της εξαγορασθείσας και υπεισήλθε συνεπεία καθολικής διαδοχής ως εργοδότρια και στην ως άνω σύμβαση εργασίας του αναιρεσείοντος. Τον Ιούλιο του 2001, κατόπιν αναδιοργάνωσης του δικτύου καταστημάτων της Τράπεζας, συνενώθηκαν τα καταστήματα τα ευρισκόμενα στην πλατεία Κοραή και στο Πασαλιμάνι στον Πειραιά και ο αναιρεσείων, λόγω της εμπειρίας του, ανέλαβε καθήκοντα στη Διεύθυνση Δικτύου Καταστημάτων ως υπεύθυνος δημιουργίας νέων τραπεζικών προϊόντων. Τον Ιανουάριο του 2002 του ζητήθηκε από το Διευθυντή Δικτύου Καταστημάτων να επανέλθει στο κατάστημα που βρίσκεται στο Πασαλιμάνι ως Διευθυντής στο οποίο και παρέμεινε από το Μάρτιο του 2002 έως και το Δεκέμβριο του 2003.
Στη συνέχεια ανέλαβε καθήκοντα Διευθυντή στο κατάστημα Νέας Σμύρνης όπου και απασχολήθηκε μέχρι τις 18-5-2005 που καταγγέλθηκε εκ μέρους της πρώτης αναιρεσίβλητης Τράπεζας η σύμβαση εργασίας του και του προσφέρθηκε η προσήκουσα αποζημίωση απόλυσης, την οποία αρνήθηκε να εισπράξει, οπότε η τελευταία προέβη σε δημόσια κατάθεση του ποσού της στο ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων.
Ο αναιρεσείων ισχυρίζεται ότι η ως άνω καταγγελία της σύμβασης εργασίας του από την εργοδότρια Τράπεζα υπήρξε άκυρη, διότι αυτή ενήργησε κατά προφανή παράβαση των διατάξεων περί κατάχρησης δικαιώματος του άρθρου 281 ΑΚ. Και τούτο, διότι από τότε που κατέστη καθολική διάδοχος της ………….. και για τους λόγους που αφορούσαν αποκλειστικά την ίδια και όχι στην εύρυθμη λειτουργία ή εν γένει στην προαγωγή των εταιρικών συμφερόντων της, επιθυμούσε την εκκαθάριση των τμημάτων της από υπαλλήλους προερχομένους από την Τράπεζα Barclays και την αντικατάστασή τους με νέους, μεταξύ των οποίων υπήρξε και ο ίδιος.
Στην προκειμένη, όμως, περίπτωση τέτοια σκοπιμότητα με στοχοποίηση του αναιρεσείοντα, τον οποίο άλλωστε η αναιρεσίβλητη εκτιμούσε για τις ικανότητές του, γι’ αυτό και του είχε εμπιστευτεί την ιδιαίτερα ευαίσθητη θέση του Διευθυντή Καταστημάτων της, αμείβοντάς τον μάλιστα με ετήσιες αυξήσεις μισθού σε ποσοστό 5,5% που ήταν κατά πολύ μεγαλύτερες από εκείνες που χορηγούσε σε άλλους συναδέλφους του, δεν αποδείχθηκε. Αντίθετα, αποδείχθηκε ότι ο αναιρεσείων, ως ανώτατο τραπεζικό στέλεχος και δη ως Διευθυντής Καταστήματος, δηλαδή ως υπάλληλος εμπιστοσύνης, ενώ δυνάμει ειδικού και ρητού όρου της από 2-6-2000 σύμβασης εργασίας του, μεταξύ αυτού και της αρχικής εργοδότριάς του Τράπεζας και δικαιοπαρόχου της πρώτης αναιρεσίβλητης, η οποία σύμβαση και οι εξ αυτής απορρέουσες υποχρεώσεις του αναιρεσείοντος, παρέμεναν ισχυρές και μετά την από μέρους της Τράπεζας εξαγορά της ελληνικής εκμετάλλευσης της Τράπεζας Barclays, είχε αυξημένη υποχρέωση πίστης, στην οποία περιλαμβάνεται και η ειδικότερη υποχρέωσή του να ενημερώνει την εργοδότριά του Τράπεζα (και όχι να εκμεταλλεύεται προς ίδιον όφελος και επί ζημία της) για ό,τι τυχόν διαπίστωνε, την υποχρέωσή του αυτή παραβίασε επανειλημμένως και μεθοδευμένως από πρόθεση. Ειδικότερα σε γενόμενο τακτικό έλεγχο, που διενεργήθηκε στο κατάστημα της αναιρεσίβλητης της Νέας Σμύρνης κατά το διάστημα των μηνών Απριλίου – Μαΐου 2005, όταν δηλαδή ο αναιρεσείων υπηρετούσε ως Διευθυντής, διαπιστώθηκε ότι αυτός διατηρούσε στην εργοδότρια Τράπεζα ένα προσωπικό του λογαριασμό σε ευρώ και ένα δεύτερο προσωπικό του σε Δολάρια Η.Π.Α. Από τις 5-1-2005 μέχρι τις 16-5-2005 αυτός αγόρασε ή πώλησε ευρώ για λογαριασμό του, αγοράζοντας ή πωλώντας συγχρόνως το ισόποσο σε δολάρια Η.Π.Α., σαράντα δύο (42) φορές, αριθμός ασυνήθιστος για τους υπαλλήλους της, οι οποίοι συνήθως συναλλάσσονταν (με την επιτρεπτή διαδικασία) σε συνάλλαγμα όχι περισσότερες από 8-10 φορές ετησίως. Το μεμπτό όμως για τον αναιρεσείοντα ως προς τις συναλλαγές του αυτές είναι ότι κάθε μία μεμονωμένη από τις επίμαχες αυτές συναλλαγές έλαβε χώρα με βάση ισοτιμία που δεν ίσχυε πλέον, αλλά συνέφερε τον ίδιο, δηλαδή χρησιμοποίησε την (συμφέρουσα γι’ αυτόν) εισηγμένη στο μηχανογραφικό σύστημα της Τράπεζας παλαιά, αλλά μη ισχύουσα πλέον, ισοτιμία, και όχι τη νέα ισοτιμία που έδινε η αρμόδια Διεύθυνσή της. Μάλιστα είκοσι έξι (26) από τις συναλλαγές αυτές έλαβαν χώρα πριν από τις 09.00′ π.μ., δηλαδή σε χρόνο που κάποιος, που είχε ήδη πληροφορηθεί τη διεθνή διακύμανση της εν λόγω ισοτιμίας μπορούσε να την εκμεταλλευτεί κερδοσκοπώντας επί ζημία της Τράπεζας, επειδή η αρμόδια Διεύθυνσή της δεν είχε ακόμη προλάβει να καταχωρήσει στο μηχανογραφικό της σύστημα τη νέα ισοτιμία (η νέα αυτή ισοτιμία εμφανιζόταν συνήθως στο μηχανογραφικό σύστημα της Τράπεζας περίπου στις 09.00′ π.μ., παρότι η ισχύουσα στην αγορά ισοτιμία είχε μεταβληθεί αρκετά νωρίτερα και παρόλο που οι συναλλαγές για το κοινό άρχιζαν στις 08.00′ π.μ.). Δηλαδή, αν ο συναλλασσόμενος πληροφορείτο ότι έπεφτε το δολάριο Η.Π.Α. και ανέβαινε το ευρώ, μπορούσε να πωλήσει δολάρια και να αγοράσει ευρώ στην πιο συμφέρουσα γι’ αυτόν εσωτερική ισοτιμία, καθώς η καθοριζόμενη από την αρμόδια Διεύθυνση της νέα ισοτιμία δεν είχε ακόμη προφθάσει να εισαχθεί στο μηχανογραφικό της σύστημα.
Σε όλες δε τις παραπάνω, προ της 09.00′ π.μ., είκοσι έξι (26) συναλλαγές του ο αναιρεσείων αποκόμισε προσωπικό του κέρδος επί ζημία της Τράπεζας. Οι υπόλοιπες δεκαέξι (16) συναλλαγές έλαβαν χώρα μετά τις 09.00′ π.μ., αλλά ακριβώς μετά από διεθνή (όχι ακόμη εσωτερική) μεταβολή της ισοτιμίας κατά τη διάρκεια της ημέρας, δηλαδή και πάλι σε χρόνο που κάποιος που είχε ήδη πληροφορηθεί τη διεθνή διακύμανση της εν λόγω ισοτιμίας μπορούσε να την εκμεταλλευτεί κερδοσκοπώντας επί ζημία της Τράπεζας. Συγκεκριμένα στις ακόλουθες περιπτώσεις, ο αναιρεσείων, κατά παράβαση της προβλεπόμενης διαδικασίας, πραγματοποίησε συναλλαγή για ποσό μεγαλύτερο των 10.000 δολ. Η.Π.Α., χωρίς να λάβει την τρέχουσα ισοτιμία από την αρμόδια ως άνω Διεύθυνση της Τράπεζας, όπως όφειλε, χρησιμοποιώντας τη (συμφέρουσα γι’ αυτόν) παλαιά ισοτιμία, κερδοσκοπώντας επί ζημία της εργοδότριάς του, και δη: α) Στις 8.42′ π.μ. της 7-2-2005 αγόρασε από την Τράπεζά του 12.975 δολ. Η.Π.Α., πωλώντας της 10.000 ευρώ και β) στις 09.03′ π.μ. της 8-2-2005 της πώλησε 12.975 δολ. Η.Π.Α. αγοράζοντας 10.160,53 ευρώ. Ενδεικτικά με τις παραπάνω συναλλαγές και την τακτική του ο αναιρεσείων “επενδύοντας” κεφάλαιο 10.000 ευρώ για 24 ώρες και 21 λεπτά πραγματοποίησε “κέρδος” 160,53 ευρώ, ήτοι 1,6053%. Αυτό αν αναχθεί σε μηνιαία βάση, καταλήγει σε μηνιαίο τόκο 47,47% και ετήσιο μεγαλύτερο του 569%. Επίσης στις 07.59′ π.μ. της 1-3-2005 αγόρασε από την Τράπεζα 13.270 δολ. Η.Π.Α., πωλώντας της 10.000 ευρώ και στις 01.05′ μ.μ. της 3-3-2005 της πώλησε 13.270,01 δολ. Η.Π.Α., αγοράζοντας 10.160,63 ευρώ, δηλαδή με τις δύο παραπάνω συναλλαγές και την προπεριγραφείσα τακτική του, ο αναιρεσείων “επενδύοντας” κεφάλαιο 10.000 ευρώ για 53 ώρες και 6 λεπτά, πραγματοποίησε “κέρδος” 160,62 ευρώ, ήτοι 1,6062%. Αυτό, αν αναχθεί σε μηνιαία βάση, καταλήγει σε μηνιαίο τόκο 23,38% και ετήσιο μεγαλύτερο του 280%. Με την ίδια ως άνω τακτική στις 08.02′ π.μ. της 21-3-2005 αγόρασε από την Τράπεζα 14.701,50 δολ. Η.Π.Α., πωλώντας της 11.000 ευρώ. Στη συνέχεια, αλλάζοντας τακτική, ενώ στην πραγματικότητα επρόκειτο για πραγματοποιούμενες από αυτόν συναλλαγές ποσών άνω των 10.000 δολ. Η.Π.Α., εμφάνιζε τις συναλλαγές αυτές, μεθοδευμένα, διασπασμένες σε περισσότερες επιμέρους, κάθε μία από τις οποίες εμφανιζόταν για ποσό μικρότερο των 10.000 δολ. Η.Π.Α., εκτελούμενες εντός ελαχίστων λεπτών της ώρας, προκειμένου έτσι να μη εμφανίζεται ποτέ το πραγματικό μέγεθος της συναλλαγής του στην Υπηρεσία Ελέγχου της Τράπεζας, ώστε να εγερθούν υποψίες, που θα προκαλούσαν τη διενέργεια έρευνας, που θα οδηγούσαν στην αποκάλυψη της επιλήψιμης κατά τα άνω δραστηριότητάς του. Συγκεκριμένα, και χωρίς πάντοτε να λάβει την τρέχουσα ισοτιμία από την αρμόδια Διεύθυνση της Τράπεζάς του, αλλά χρησιμοποιώντας τη (συμφέρουσα γι’ αυτόν) παλαιά ισοτιμία: α) στις 24-3-2005 – εντός έξι (6) λεπτών της ώρας – προέβη στις εξής τέσσερις (4) διαδοχικές συναλλαγές, που στην πραγματικότητα αποτελούν μία για ποσό 14.728,45 ευρώ, και δη στις 11.24′ π.μ. πώλησε στην Τράπεζά του 4.999,99 δολ. Η.Π.Α. αγοράζοντας από αυτή 3.846,15 ευρώ, στις 11.26′ π.μ. της πώλησε 4.999,99 δολ. Η.Π.Α. αγοράζοντας από αυτή, επίσης, 3.846,15 ευρώ, στις 11.28′ π.μ. της πώλησε άλλα 4.999,99 δολ. Η.Π.Α. αγοράζοντας από αυτή, επίσης, 3.846,15 ευρώ, και στις 11.30′ π.μ. της πώλησε 4.147 δολ. Η.ΠΑ. αγοράζοντας 3.190 ευρώ, β) στις 29-3-2005 – εντός τεσσάρων (4) λεπτών της ώρας – προέβη στις εξής δύο (2) διαδοχικές συναλλαγές, που στην πραγματικότητα αποτελούν μία για το ποσό 14.000 ευρώ, και δη στις 07.54′ π.μ. αγόρασε από την Τράπεζά του 7.000 ευρώ πωλώντας της 9.123,80 δολ. Η.Π.Α., και στις 07.58′ π.μ. αγόρασε από αυτή 7.000 ευρώ πωλώντας της 9.123,80 δολ. Η.Π.Α., γ) στις 30-3-2005 – εντός έξι (6) λεπτών της ώρας – προέβη στις εξής τρεις (3) διαδοχικές συναλλαγές, που στην πραγματικότητα αποτελούν μία για ποσό 14.101,25 ευρώ, και δη στις 07.54′ π.μ. πώλησε στην Τράπεζά του 6.000,01 δολ. Η.Π.Α. αγοράζοντας από αυτή 4.636,79 ευρώ, στις 07.56′ π.μ. της πώλησε 6.000,01 δολ. Η.Π.Α. αγοράζοντας από αυτή, επίσης 4.636,79 ευρώ, και στις 08.00′ π.μ. της πώλησε 6.247,01 δολ. Η.Π.Α. αγοράζοντας από αυτή 4.827,67 ευρώ, δ) στις 8-4-2005 – εντός τεσσάρων (4) λεπτών της ώρας – προέβη στις εξής τρεις (3) διαδοχικές συναλλαγές, που στην πραγματικότητα αποτελούν μία για ποσό 14.600 ευρώ, και δη στις 08.03′ π.μ. αγόρασε από την Τράπεζά του 5.000 ευρώ πωλώντας της 6.468,50 δολ. Η.Π.Α., στις 08.05′ π.μ. αγόρασε από αυτή 5.000 ευρώ πωλώντας της, επίσης, 6.468,50 δολ. Η.Π.Α., και στις 08.07′ π.μ. αγόρασε από αυτή 4.600 ευρώ, πωλώντας της 5.951,02 δολ. Η.Π.Α., ε) στις 11-4-2005 – εντός δεκαεπτά ( 17) λεπτών της ώρας – προέβη στις εξής τέσσερις διαδοχικές συναλλαγές, που στην πραγματικότητα αποτελούν μία για ποσό 14.701,13 ευρώ, και δη στις 07.55′ π.μ. πώλησε στην Τράπεζά του 4.700 δολ. Η.Π.Α. αγοράζοντας από αυτή 3.658,16 ευρώ, στις 08.04′ π.μ. της πώλησε 4.700 δολ. Η.Π.Α. αγοράζοντας από αυτή, επίσης, 3.658,16 ευρώ, στις 08.10′ π.μ. της πώλησε 4.700 δολ. Η.Π.Α. αγοράζοντας από αυτή άλλα 3.658,16 ευρώ, και στις 08.12′ π.μ. της πώλησε 4.788 δολ. Η.Π.Α. αγοράζοντας από αυτή 3.726,65 ευρώ, στ) στις 13-4-2005 – εντός οκτώ (8) λεπτών της ώρας – προέβη στις εξής τρεις (3) διαδοχικές συναλλαγές, που στην πραγματικότητα αποτελούν μία για ποσό 12.000 ευρώ, και δη στις 08.13′ π.μ. αγόρασε από την Τράπεζά του 4.000 ευρώ πωλώντας της 5.201,20 δολ. Η.Π.Α., στις 08.20′ π.μ. αγόρασε από αυτή άλλα 4.000 ευρώ πωλώντας της, επίσης, 5.201,20 δολ. Η.Π.A., και στις 08.21′ π.μ. αγόρασε από αυτή άλλα 4.000 ευρώ, πωλώντας της επίσης, 5.201,20 δολ. Η.Π.Α., ζ) στις 15-4-2005 – εντός έξι (6) λεπτών της ώρας – προέβη στις εξής τέσσερις (4) διαδοχικές συναλλαγές, που στην πραγματικότητα αποτελούν μία για ποσό 12.194,60 ευρώ, και δη στις 10.46′ π.μ. πώλησε στην Τράπεζά του 4.000 δολ. Η.Π.Α. αγοράζοντας από αυτή 3.126,2 ευρώ, στις 10.47′ π.μ. της πώλησε 4.000 δολ. Η.Π.Α. αγοράζοντας από αυτή, επίσης, 3.126,22 ευρώ, στις 10.51′ π.μ. της πώλησε άλλα 4.000 δολ. Η.Π.Α. αγοράζοντας από αυτή, επίσης, 3.126,22 ευρώ, και στις 10.53′ π.μ. της πώλησε 3.603 δολ. Η.Π.Α. αγοράζοντας από αυτή 2.815,94 ευρώ, η) στις 12-5-2005 – εντός δύο (2) λεπτών της ώρας – προέβη στις εξής τρεις (3) διαδοχικές συναλλαγές που στην πραγματικότητα αποτελούν μία για ποσό 12.000 ευρώ, και δη στις 07.53′ π.μ. αγόρασε από την Τράπεζά του 4.000 ευρώ πωλώντας της 5.149,60 δολ. Η.Π.Α., στις 07.54′ π.μ. αγόρασε από αυτή άλλα 4.000 ευρώ πωλώντας της, επίσης, 5.149,60 δολ. Η.Π.Α., και στις 07.55′ π.μ. αγόρασε 6.247,01 δολ. Η.Π.Α. αγοράζοντας από αυτή 4.827,67 ευρώ, και θ) στις 13-5-2005 – εντός δέκα (10) λεπτών της ώρας – προέβη στις εξής τέσσερις (4) διαδοχικές συναλλαγές, που στην πραγματικότητα αποτελούν μία για ποσό 12.194,15 ευρώ, και δη στις 09.34′ π.μ. πώλησε στην Τράπεζά του 4.000 δολ. Η.Π.Α. αγοράζοντας από αυτή 3.157,06 ευρώ, στις 09.36′ π.μ. της πώλησε άλλα 4.000 δολ. Η.Π.Α. αγοράζοντας από αυτή, επίσης, 3.157,06 ευρώ, στις 09.41′ π.μ. της πώλησε άλλα 4.000 δολ. Η.Π.Α. αγοράζοντας από αυτή, επίσης, 3.157,06 ευρώ, και στις 09.44′ π.μ. της πώλησε 3.450 δολ. Η.Π.Α. αγοράζοντας από αυτή 2.722,97 ευρώ. Μετά δε την αποκάλυψη της πληθώρας αυτής των μεθοδευμένων και παράτυπων συναλλαγών του αναιρεσείοντος, εύλογα επήλθε ο κλονισμός της εμπιστοσύνης της αναιρεσείουσας προς το πρόσωπό του, συνέπεια του οποίου κατέστη μη ανεκτή και αδύνατη η συνέχιση της μεταξύ τους σύμβασης εργασίας, μόνος λόγος και για τον οποίο αυτή (Τράπεζα) δικαιολογημένα προέβη νομότυπα στην από 18-5-2005 έγγραφη καταγγελία της εργασιακής σύμβασης του αναιρεσείοντος υπαλλήλου της.
Επομένως, κατέληξε το Εφετείο, η εν λόγω προσβαλλομένη καταγγελία δεν υπήρξε καταχρηστική, αφού όπως αποδείχθηκε, έλαβε χώρα όχι για εξυπηρέτηση κάποιας σκοπιμότητας της αναιρεσίβλητης Τράπεζας, δηλαδή να τον απομακρύνει, επειδή προερχόταν από την εξαγορασθείσα ελληνική εκμετάλλευση της Τράπεζας Barclays αλλά για λόγο που αφορούσε καθαρά την υπηρεσιακή στάση και συμπεριφορά του ίδιου που με τις ως άνω ενέργειές του επεδίωκε να κερδοσκοπεί σε βάρος της εν λόγω εργοδότριάς του, εκμεταλλευόμενος τη θέση και τη δυνατότητα να πληροφορείται τις διεθνείς διακυμάνσεις των ισοτιμιών συναλλάγματος και πριν ακόμη η αρμόδια Διεύθυνση της Τράπεζάς να προλάβει να καταχωρήσει στο μηχανογραφικό της σύστημα τις νέες ισοτιμίες. Αποτέλεσμα δε αυτής της αντισυμβατικής συμπεριφοράς του υπήρξε ο ανεπανόρθωτος κλονισμός της εμπιστοσύνης της Τράπεζας προς το πρόσωπο αυτού, ως ανωτέρου στελέχους της, που καθιστούσε αδύνατη οποιαδήποτε περαιτέρω με αυτόν συνεργασία, οποιαδήποτε μορφής και σε οποιαδήποτε θέση, ενώ λόγω της βαρύτητας των ενεργειών αυτών και της υπεύθυνης θέσης του ως Διευθυντή που αυτός κατείχε, η εξακολούθηση της εργασιακής του σύμβασης συνεπαγόταν κίνδυνο επανάληψης τέτοιων ενεργειών στο μέλλον και συνακόλουθα κίνδυνο βλάβης των δικαιολογημένων συμφερόντων της αναιρεσίβλητης, για την αποτροπή του οποίου το μόνο πρόσφορο αλλά και αναγκαίο μέσο ήταν η καταγγελία της σύμβασης εργασίας του.
Ο επικουρικά δε προβαλλόμενος ισχυρισμός του αναιρεσείοντος, ότι δηλαδή η εν λόγω αντισυμβατική του συμπεριφορά, σε κάθε περίπτωση θα μπορούσε να αντιμετωπιστεί με ηπιότερα μέσα, όπως λ.χ. με προειδοποίηση, επίπληξη, μετάθεση ή και τροποποιητική καταγγελία, είναι απορριπτέος ως αβάσιμη καθόσον δεν θα μπορούσε να θεωρηθεί, ότι μετά ταύτα, θα μπορούσε να καταστήσει ανεκτή τη συνέχιση της εργασιακής του σύμβασης στην Τράπεζα, αφού σύμφωνα με την καλή πίστη, την παραπάνω έλλειψη εμπιστοσύνης της τελευταίας προς το πρόσωπο του αναιρεσείοντος δεν μπορεί να αποκαταστήσει οποιαδήποτε πειθαρχική τιμωρία αυτού, δοθέντος ότι στο ευαίσθητο τραπεζικό περιβάλλον η ύπαρξη εμπιστοσύνης αποτελεί προϋπόθεση, άνευ ετέρου, για την παροχή υπηρεσιών σε οποιαδήποτε θέση. Επομένως, η καταγγελία της σύμβασης εργασίας του, γενομένη καθ’ όλους τους προβλεπόμενους νόμιμους τύπους δεν έπασχε ακυρότητας, η δε υπό τις προπεριγραφείσες συνθήκες λαβούσα χώρα απόλυσή του, δεν συνιστά προσβολή της προσωπικότητάς του.
Με βάση δε τις παραδοχές αυτές το Εφετείο απέρριψε ως κατ’ ουσίαν αβάσιμη την έφεση που είχε ασκήσει ο αναιρεσείων κατά της πρωτόδικης απόφασης, η οποία είχε κρίνει ομοίως.
Με την κρίση του αυτή το Εφετείο δεν παραβίασε με εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή τις ως άνω ουσιαστικού δικαίου διατάξεις, περιέλαβε δε πλήρεις, εμπεριστατωμένες, σαφείς και χωρίς αντιφάσεις αιτιολογίες που καθιστούν εφικτό τον αναιρετικό έλεγχο ως προς την εγκυρότητα της καταγγελίας της σύμβασης εργασίας του αναιρεσείοντος και οι, πρώτος κατά το δεύτερο μέρος του και τρίτος, από τον αριθμό 19 του άρθρου 559 του Κ.Πολ.Δ, καθώς και ο τέταρτος από τους αριθμ. 1 και 19 του ίδιου άρθρου, λόγοι της αιτήσεως αναιρέσεως, είναι αβάσιμοι και πρέπει να απορριφθούν.
Επειδή, ως “πράγματα” κατά την έννοια του άρθρου 559 αρ. 8 ΚΠολΔ τα οποία έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης και των οποίων η λήψη υπόψη, καίτοι μη προταθέντων ή μη λήψη υπόψη, καίτοι προταθέντων ιδρύει τον προβλεπόμενο από τη διάταξη αυτή λόγο αναιρέσεως θεωρούνται οι ισχυρισμοί που έχουν αυτοτελή ύπαρξη και τείνουν σε θεμελίωση ή κατάργηση δικαιώματος ουσιαστικού ή δικονομικού δικαίου που ασκήθηκε είτε ως επιθετικό είτε ως αμυντικό μέσο. Δεν αποτελούν “πράγματα” οι αρνητικοί της αγωγής ή της ενστάσεως ισχυρισμοί, τα επιχειρήματα των διαδίκων και τα πραγματικά περιστατικά που προκύπτουν από τις αποδείξεις και τείνουν σε ενίσχυση ή αποδυνάμωση της βάσεως της αγωγής ή της ένστασης. Εξάλλου, κατά το άρθρο 559 αρ. 9 περ. γ’ του Κ.Πολ.Δ. αναίρεση επιτρέπεται αν το δικαστήριο άφησε αίτηση αδίκαστη. Ως “αίτηση” κατά την έννοια της διάταξης αυτής νοείται αφενός μεν κάθε αυτοτελής αίτηση με την οποία ζητείται η παροχή έννομης προστασίας, υπό οιαδήποτε μορφή αυτής και η οποία δημιουργεί αντίστοιχη εκκρεμότητα δίκης, τέτοια δε αίτηση είναι ιδίως της αγωγής, της ανταγωγής, της κύριας παρέμβασης, της αυτοτελούς πρόσθετης παρέμβασης, κάθε ενδίκου μέσου, της ανακοπής της τριτανακοπής, όχι όμως και εκείνη της ένστασης, της αντένστασης και γενικά εκείνη της απόφανσης πάνω σε κάθε είδους “πράγματα” υπό την έννοια του άρθρου 559 αρ. 8 του Κ.Πολ.Δ. Στην προκείμενη περίπτωση με τον δεύτερο λόγο κατά το πρώτο και τρίτο μέρος του από τον αριθμό 8 και 9 του άρθρου 559 του Κ.Πολ.Δ., προβάλλεται η αιτίαση ότι το Εφετείο δέχτηκε ότι ο αναιρεσείων παραβίασε την αυξημένη υποχρέωσή του πίστης επανειλημμένως και μεθοδευμένα από πρόθεση, χωρίς όμως να ερευνήσει και να λάβει υπόψη τον ισχυρισμό του καθώς και τον σχετικό λόγο της εφέσεώς του, ότι αυτός δεν παραβίασε τον εσωτερικό κανονισμό της αναιρεσίβλητης, γιατί η ισχύουσα κατά το κρίσιμο χρονικό διάστημα 73/2004 εγκύκλιος περί Λειτουργικών Διαδικασιών ουδέν ανέφερε για τις συναλλαγές του προσωπικού σε συνάλλαγμα. Ο λόγος αυτός και κατά τα δύο μέρη του πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτος, αφού ο παραπάνω ισχυρισμός συνιστά άρνηση της αγωγής και δεν αποτελεί “πράγμα” κατά την έννοια της ως άνω διατάξεως του άρθρου 559 αρ. 8 του Κ.Πολ.Δ., ούτε αποτελεί αυτοτελή αίτηση κατά την έννοια της διατάξεως του άρθρου 559 αρ. 9 του Κ.Πολ.Δ.
Κατά το άρθρο 559 αρ. 10 του ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται αν το δικαστήριο παρά το νόμο δέχθηκε πράγματα που έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης ως αληθινά χωρίς απόδειξη. Ο λόγος αυτός ιδρύεται όταν το δικαστήριο δέχεται ως αληθινά γεγονότα που ασκούν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης χωρίς απόδειξη και στηρίζεται στην παράβαση του συστήματος της συζητήσεως κατά το οποίο ο δικαστής αποφασίζει με βάση εκείνα που έχουν προταθεί και αποδειχθεί. Η περίπτωση αυτή υπάρχει, όταν για τα δεκτά γενόμενα από το δικαστήριο “πράγματα” δεν έχει προσαχθεί καμία απόδειξη ή λήφθηκε υπόψη απόδειξη για άλλο θέμα ή αποδεικτικό μέσο μη επιτρεπόμενο από το νόμο, ή δεν εκθέτει το δικαστήριο στην απόφαση του από ποια αποδεικτικά στοιχεία έχει αντλήσει την απόδειξη για πράγματα που δέχτηκε ως αληθινά.
Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλομένη απόφαση, το Εφετείο εκθέτει σ’ αυτήν όλα τα αποδεικτικά μέσα, ήτοι τις ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων αποδείξεως και ανταποδείξεως, που εξετάσθηκαν στο Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, τις ένορκες βεβαιώσεις των εξετασθέντων ενώπιον συμβολαιογράφου μαρτύρων απόδειξης και ανταπόδειξης και όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα που οι διάδικοι επικαλέσθηκαν και προσκόμισαν από τα οποία άντλησε την κρίση του ότι αποδείχθηκαν και είναι αληθινά όλα τα παρατιθέμενα στην απόφασή του και έχοντα ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης πραγματικά περιστατικά. Επομένως οι, πρώτος λόγος της αιτήσεως αναιρέσεως κατά το πρώτο μέρος του και δεύτερος λόγος αυτής κατά το δεύτερο μέρος του, από τον αριθμό 10 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, με τους οποίους προβάλλεται η αιτίαση, ότι το Εφετείο δέχτηκε πράγματα που έχουν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης χωρίς απόδειξη, είναι αβάσιμοι και πρέπει να απορριφθούν.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 17-12-2010 αίτηση του Γ. Κ. για αναίρεση της 2326/2010 αποφάσεως του Εφετείου Αθηνών. Και
Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στη δικαστική δαπάνη των αναιρεσίβλητων, την οποία ορίζει στο ποσό των χιλίων οκτακοσίων (1.800) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 5 Μαρτίου 2013. Και
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 2 Απριλίου 2013.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Αυγ
2013