Αλλαγές στην υπεραξία από τις μεταβιβάσεις ακινήτων από φυσικά πρόσωπα

Ρυθμίστηκαν από τη Γενική Γραμματεία Δημοσίων Εσόδων όλες οι λεπτομέρειες για την υποβολή του φόρου υπεραξίας και θα μπορούν εφεξής να προχωρούν οι φορολογούμενοι σε μεταβιβάσεις ακινήτων.

Συγκεκριμένα, ο φόρος υπεραξίας θα επιβάλλεται με συντελεστή 15% στο κέρδος που προκύπτει ανάμεσα στην τιμή κτήσης και την τιμή πώλησης κάθε ακινήτου με αφορολόγητο όριο 25.000 ευρώ, συντελεστές απομείωσης ανάλογα με τον χρόνο διακράτησης του ακινήτου και πλήρη απαλλαγή για όσους έχουν αποκτήσει ακίνητα πριν από το 1995 εφόσον τα μεταβιβάσουν εφεξής.

Οι τιμές κτήσης και μεταβίβασης είναι αυτές που αναγράφονται στα συμβόλαια ενώ εάν πρόκειται για ακίνητο το οποίο έχει αποκτηθεί από κληρονομιά η τιμή κτήσης θα υπολογίζεται με βάση τον φόρο κληρονομιάς που είχε καταβληθεί. Σε κάθε άλλη περίπτωση όπου η τιμή κτήσης δεν μπορεί να προκύψει με βάση δημόσια έγγραφα θα υπολογίζεται με βάση μαθηματικό τύπο λαμβάνοντας υπόψιν τον πληθωρισμό των ετών που έχουν μεσολαβήσει ανάμεσα στην απόκτηση και την πώληση.

δείτε την Εγκύκλιο εδώ
0

Τα παράλογα του Νέου Κώδικα Μετανάστευσης

Όπως είναι γνωστό ψηφίστηκε ήδη ο νέος Κώδικας Μετανάστευσης , σύμφωνα με το Νόμο 4251/2014 και δημοσιεύθηκε στο Φύλλο της Κυβερνήσεως (ΦΕΚ) τεύχος Α με αριθμό 80 την 01-04-2014. Ο νόμος αυτός θα τεθεί σε ισχύ δύο μήνες μετά την δημοσίευσή του, ήτοι την 01-06-2014, με εξαίρεση των παραγράφων 11 και 12 του άρθρου 138 (μεταβατικές διατάξεις).

Το πρώτο που διαπιστώθηκε ήταν, ότι είχε εξαλειφθεί από το Νέο Νόμο το άρθρο 19 που υπήρχε στη δημόσια διαβούλευση, κατατέθηκε με νομοσχέδιο στη Βουλή και όριζε τη χορήγηση άδειας διαμονής για ανθρωπιστικούς λόγους. Στο άρθρο αυτό συμπεριλαμβανόταν περιπτώσεις, αρχικής χορήγησης άδειας διαμονής, όπως σε υπηκόους τρίτης χώρας που γεννήθηκαν στην Ελλάδα ή και που φοίτησαν επιτυχώς για έξι έτη στην Ελλάδα έως το 21ο έτος της ηλικίας τους, ή περιπτώσεις μελών οικογένειας Έλληνα πολίτη κλπ.

Το αξιοσημείωτο είναι ότι παρόλο που το συγκεκριμένο άρθρο έγινε καθολικά αποδεκτό, τόσο από τη νομική κοινότητα που ασχολείται με το δίκαιο των αλλοδαπών, όσο και από τους ίδιους τους υπηκόους τρίτης χώρας, άλλα και από τους Βουλευτές όλων των κομμάτων, πάραυτα δεν συμπεριελήφθη στο νέο Κώδικα Μετανάστευσης.

Πληροφορίες αναφέρουν ότι τους επόμενους δύο με τρεις μήνες θα κατατεθεί τροπολογία με την οποία θα συμπεριλαμβάνονται οι ανθρωπιστικοί λόγοι στο νέο Μεταναστευτικό Κώδικα.

Ένα άλλο παράλογο του Κώδικα Μετανάστευσης έχει να κάνει με τις μεταβατικές διατάξεις του άρθρου 138. Συγκεκριμένα, το δεύτερο εδάφιο της παραγράφου 12 ορίζει ότι απορριπτικές αποφάσεις ετών 2010 έως 2013 για ελλείποντα ένσημα δύνανται να ανανεωθούν υπό την προϋπόθεση ύπαρξης βιβλιαρίου σε ισχύ και προσωρινής δικαστικής προστασίας κατόπιν αιτήματος ακύρωσης έως την 01-04-2014. Στις διατάξεις αυτές όμως δεν συμπεριλαμβάνονται οι περιπτώσεις απόρριψης αιτήματος μέσα στο διάστημα 01-01-2014 έως 31-03-2014, οι οποίες όμως πληρούν όλες τις άλλες προϋποθέσεις ένταξής τους στο άρθρο 138 παρ. 12, αφήνοντας στην ουσία ένα «κενό» σε αυτό το διάστημα, καθότι οι περιπτώσεις έως και το 2013 ρυθμίζονται στο δεύτερο εδάφιο της παραγράφου 12, αφετέρου, οι αιτήσεις που έχουν κατατεθεί για άδεια διαμονής είτε πριν είτε μετά την 01-04-2014 και έως την 30-09-2014 δύνανται να ανανεωθούν με βάσει το εδάφιο α’, και σύμφωνα με την εγκύκλιο 12/2014 του ΥΠΕΣ.

Μετά από ερώτημα προς τις αρμόδιες Αρχές, ήδη το Υπουργείο Εσωτερικών έχει λάβει γνώση και από τις ίδιες Αποκεντρωμένες Διοικήσεις Αττικής και Μακεδονίας Θράκης, και σκοπεύει να απαντήσει άμεσα, για την τύχη αυτών των περιπτώσεων. Μάλιστα, έχει εκφραστεί ήδη άποψη από τις Αποκεντρωμένες Διοικήσεις, πως πιθανότατα, θα μπορεί να διορθωθεί η «αδικία» αυτή και για λόγους Χρηστής Διοίκησης, μέσω αιτημάτων θεραπείας.

Τέλος, εύλογα ερωτήματα θέτουν πολλοί αλλοδαποί, οι οποίοι αν και κατέχουν σήμερα όλες τις προϋποθέσεις υπαγωγής τους στην παράγραφο 12 του άρθρου 138 του Κώδικα Μετανάστευσης, έχουν απορριπτικές αποφάσεις για χορήγηση ή ανανέωση άδειας διαμονής από τις τέως Περιφέρειες τους το 2009 ή και νωρίτερα, ενώ μέχρι και σήμερα κατείχαν προσωρινή δικαστική προστασία. Γιατί δηλαδή να μην μπορούν και αυτοί να ανανεώσουν την άδεια διαμονής τους, εφόσον οι περισσότεροι από αυτούς, από το 2009 που απορρίφθηκε το αίτημα τους, μέσω της προσωρινής δικαστικής προστασίας και τη χορήγηση ειδικής βεβαίωσης νόμιμης διαμονής, εργαζόταν μέχρι σήμερα και ζούσαν καθ’ όλα νόμιμα στην Ελλάδα με όλες τις υποχρεώσεις και τα δικαιώματά τους. Με την υπάρχουσα κατάσταση, αυτοί θα αναγκαστούν να εγκαταλείψουν τη χώρα, αφήνοντας τις εργασίες τους, την ιατροφαρμακευτικής τους περίθαλψη και την επί πολλά χρόνια διαμονής τους στην Ελλάδα.

0

Απόφαση 2/2014 ΑΠ (ολ. Ποιν.) – Επίδοση ως Αγνώστου Διαμονής

Σύμφωνα και με την νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (ΕΔΔΑ), ο κατηγορούμενος δεν μπορεί να θεωρηθεί ως άγνωστης διαμονής από μόνο το γεγονός ότι αναζητήθηκε στην αναγραφόμενη στην έγκληση ή τη μήνυση διεύθυνση κατοικίας, από την οποία και απουσίαζε. Περισσότερα →

0

Απόφαση 2 / 2014 ολομέλειας ΑΠ – Ποινικό Τμήμα

Αριθμός 2/2014

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

ΠΛΗΡΗΣ ΠΟΙΝΙΚΗ ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Μιχαήλ Θεοχαρίδη, Πρόεδρο του Αρείου Πάγου, Γεώργιο Χρυσικό, Βασίλειο Λυκούδη, Ιωάννη Σιδερή, Δήμητρα Παπαντωνοπούλου, Νικόλαο Λεοντή, Αντώνιο Αθηναίο, Γρηγόριο Κουτσόπουλο, Σπυρίδωνα Μιτσιάλη, Αντιπροέδρους, Βιολέττα Κυτέα, Γεώργιο Γεωργέλλη, Δημήτριο Μουστάκα, Δημήτριο Μαζαράκη, Παναγιώτη Ρουμπή, Ανδρέα Δουλγεράκη, Νικόλαο Πάσσο, Αικατερίνη Βασιλακοπούλου-Κατσαβριά, Ιωάννη Γιαννακόπουλο, Δημήτριο Κράνη, Ανδρέα Ξένο, Ευφημία Λαμπροπούλου, Νικόλαο Τρούσα, Δημήτριο Κόμη, Βασίλειο Λαμπρόπουλο, Αντώνιο Ζευγώλη, Ερωτόκριτο Καλούδη, Ασπασία Καρέλλου, Γεράσιμο Φουρλάνο, Αργύριο Σταυράκη, Ιωάννα Πετροπούλου, Ειρήνη Κιουρκτσόγλου-Πετρουλάκη- Εισηγήτρια, Δήμητρα Μπουρνάκα, Εμμανουήλ Κλαδογένη, Γεώργιο Σακκά, Μαρία Βασιλάκη, Ιωάννη Χαμηλοθώρη, Χρυσούλα Παρασκευά, Μαρία Γαλάνη-Λεοναρδοπούλου, Μιχαήλ Αυγουλέα, Βασίλειο Καπελούζο, Παναγιώτη Χατζηπαναγιώτη, Ιωσήφ Τσαλαγανίδη, Πάνο Πετρόπουλο, Ευγενία Προγάκη, Αγγελική Αλειφεροπούλου, Μαρία Βαρελά, Γεώργιο Κοντό, Γεώργιο Κριμπά, Αριστείδη Πελεκάνο, Βασίλειο Πέππα, Χαράλαμπο Καλαματιανό, Γεώργιο Λέκκα, Πηνελόπη Ζωντανού, Αθανάσιο Καγκάνη, Δημήτριο Βόσκα, Γρηγόριο Λαπατά, Μαρία Χυτήρογλου, Αρεοπαγίτες.

Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 19 Σεπτεμβρίου 2013, με την παρουσία Εισαγγελέως του Αρείου Πάγου Ευτέρπης Κουτζαμάνη και του Γραμματέως Χρήστου Πήτα, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος κατηγορουμένου Ν. Τ. του Σ., κατοίκου …, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Δημήτριο Βαλάση, περί αναιρέσεως της 42137/2011 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, η οποία εισάγεται στην Πλήρη Ολομέλεια του Αρείου Πάγου, κατόπιν εκδόσεως της 455/2013 αποφάσεως του Ζ’ Ποινικού Τμήματος του Αρείου Πάγου.

Το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ’ αυτή, και ο αναιρεσείων -κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 2 Απριλίου 2012 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 526/12.
Αφού άκουσε
Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και την Εισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Εισάγεται νόμιμα, στην Πλήρη Ποινική Ολομέλεια του Αρείου Πάγου, η υπ’ αριθμό 43/2-4-2012, αίτηση αναίρεσης του Ν. Τ. του Σ., κατά της υπ’ αριθ. 42137/2011, απόφασης του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, μόνον ως προς τους εκ του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Η’ Δ’ και Α’ ΚΠΔ, πρώτο δεύτερο κατά το ένα σκέλος του και τρίτο λόγους της, περί αρνητικής υπερβάσεως εξουσίας, ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και απόλυτης ακυρότητας της διαδικασίας, λόγω παραβιάσεως της διάταξης του άρθρου 6 παρ.1 της ΕΣΔΑ, αντίστοιχα, και συγκεκριμένα γιατί το Δικαστήριο που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση, με το να δεχθεί ως έγκυρη την επίδοση της εκκαλουμένης αποφάσεως ως άγνωστης διαμονής, καίτοι ο κατηγορούμενος ισχυρίστηκε ότι είχε γνωστή διαμονή, χωρίς να συνεκτιμήσει και τα αποδεικτικά μέσα που είχε προσκομίσει, αλλά να βασιστεί μόνο στο αποδεικτικό επιδόσεως και στο ότι αυτός δεν είχε δηλώσει τη νέα διεύθυνσή του στην Εισαγγελική Αρχή που είχε παραγγείλει την επίδοση, και, στη συνέχεια, να απορρίψει την έφεσή του ως εκπρόθεσμη, υπέπεσε στις παραπάνω αναιρετικές πλημμέλειες, μετά από παραπομπή της σ’ αυτήν, με την υπ’ αριθμό 455/2013 απόφαση του Ζ’ Ποινικού Τμήματος του Αρείου Πάγου, που έκρινε ομόφωνα ότι πρόκειται για ζήτημα εξαιρετικής σημασίας και παρουσιάζει γενικότερο ενδιαφέρον. Η παραπομπή, των ως άνω, λόγων αναιρέσεως, στην προκειμένη Πλήρη Ολομέλεια, γίνεται σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 23 παρ.2β του ν. 1756/1988, όπως ισχύει, και το άρθρο 3 παρ.2 του ν. 3810/1957, το οποίο έχει διατηρηθεί σε ισχύ ως προς τις ποινικές υποθέσεις (άρθρο 111 παρ.1 περ.θ’ του ν. 1756/1988). Με τη διάταξη του άρθρου 6 παρ.1 εδ.α της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ), η οποία κυρώθηκε για πρώτη φορά από την Ελλάδα με το Ν. 2329/1953 και εκ νέου με το Ν.Δ. 53/1974 και αποτελεί, κατά το άρθρο 28 του Συντάγματος, αναπόσπαστο μέρος του εσωτερικού Ελληνικού Δικαίου και υπερισχύει από κάθε άλλη αντίθετη διάταξη εσωτερικού νόμου, ορίζεται ότι “Παν πρόσωπο έχει δικαίωμα, όπως η υπόθεσή του δικασθεί δικαίως, δημοσία και εντός λογικής προθεσμίας, υπό ανεξάρτητου και αμερόληπτου δικαστηρίου, νομίμως λειτουργούντος, το οποίο θα αποφασίσει είτε …, είτε επί του βάσιμου πάσης εναντίον του κατηγορίας ποινικής φύσεως”. Στο δικαίωμα αυτό περιλαμβάνονται ειδικότερα, σύμφωνα με τη σταθερή νομολογία του ΕΔΔΑ: α) το δικαίωμα ελεύθερης και ανεμπόδιστης πρόσβασης στο δικαστήριο και β) το δικαίωμα του προσώπου να τύχει σχετικά με την υπόθεσή του ακρόασης. Το ίδιο δικαίωμα ακρόασης αναγνωρίζεται, τόσο από το άρθρο 2 περ.1 του έβδομου Πρωτοκόλλου της ως άνω Ευρωπαϊκής Σύμβασης, που κυρώθηκε με το Ν. 1705/1987, το οποίο ορίζει ότι “κάθε πρόσωπο που καταδικάσθηκε για αξιόποινη πράξη από δικαστήριο, έχει το δικαίωμα της επανεξέτασης από ανώτερο δικαστήριο της απόφασης με την οποία κηρύχθηκε ένοχος ή της απόφασης με την οποία επιβλήθηκε ποινή”, όσο και από το άρθρο 20 παρ.1 του Συντάγματος, κατά το οποίο “καθένας έχει δικαίωμα στην παροχή έννομης προστασίας από τα δικαστήρια και μπορεί να αναπτύξει σ’ αυτά τις απόψεις του για τα δικαιώματα ή συμφέροντά του, όπως ο νόμος ορίζει”. Από τις παραπάνω διατάξεις συνάγεται ότι τα κράτη θα πρέπει να έχουν εξασφαλίσει στην πράξη το δικαίωμα σε δίκαιη δίκη, απόρροια του οποίου είναι και η ακώλυτη πρόσβαση σε δικαστήριο και η προηγούμενη δικαστική ακρόαση. Ο κοινός νομοθέτης δεν κωλύεται να θεσπίζει προϋποθέσεις και περιορισμούς στην άσκηση ενδίκου μέσου εναντίον καταδικαστικής αποφάσεως, αρκεί οι συνέπειες που επισύρει η παράβασή τους να μην είναι υπέρμετρες σε τέτοιο σημείο, ώστε να αναιρείται η ελεύθερη πρόσβαση στο δικαστήριο. Η παραβίαση της προαναφερθείσας διάταξης του άρθρου 6 παρ.1 της ΕΣΔΑ, που καθιερώνει την αρχή της δίκαιης δίκης, δε δημιουργεί ιδιαίτερο λόγο αναίρεσης της ποινικής απόφασης, πέρα από τους λόγους που περιοριστικά αναφέρονται στο άρθρο 510 του Κ.Π.Δ., εκτός εάν συνδυάζεται με άλλη πλημμέλεια που υπάγεται στους προβλεπόμενους από την εν λόγω διάταξη λόγους αναίρεσης, σε συνδυασμό με όσα ορίζονται στη διάταξη του άρθρου 171 παρ.1 στοιχ. δ’ ΚΠΔ όπως το στοιχ. δ’ της παρ. 1 αντικατ. από την παρ. 2 του άρθρου 11, του Ν. 3904/23.12.2010.

Εξάλλου, κατά τις διατάξεις του άρθρου 171 παρ.1 περ.δ’ του ΚΠΔ, όπως η περ.δ’ αντικαταστάθηκε από το άρθρο 11 παρ.2 του Ν. 3904/2010, σε συνδυασμό με το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Α’ του ίδιου Κώδικα, απόλυτη ακυρότητα, που λαμβάνεται αυτεπαγγέλτως υπόψη από το Δικαστήριο σε κάθε στάδιο της διαδικασίας και στον Άρειο Πάγο, ακόμη προκαλείται: 1. αν δεν τηρηθούν οι διατάξεις που καθορίζουν “α) … δ) την εμφάνιση, την εκπροσώπηση και την υπεράσπιση του κατηγορουμένου και την άσκηση των δικαιωμάτων που του παρέχονται από το νόμο, την Ευρωπαϊκή Σύμβαση για την προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών (ΕΣΔΑ)”. Κατά δε την έννοια της διάταξης του άρθρου 510 παρ.1 στοιχ. Η’ του ΚΠΔ, υπέρβαση εξουσίας, που ιδρύει τον από τη διάταξη αυτή προβλεπόμενο λόγο αναίρεσης, υπάρχει όταν το δικαστήριο άσκησε δικαιοδοσία που δεν του παρέχεται από το νόμο ή υφίσταται μεν τέτοια δικαιοδοσία, δεν συντρέχουν όμως οι όροι οι οποίοι του παρέχουν την εξουσία να κρίνει στη συγκεκριμένη περίπτωση, καθώς και όταν αρνείται να ασκήσει δικαιοδοσία η οποία του παρέχεται από το νόμο, αν και συντρέχουν οι απαιτούμενοι γι’ αυτό κατά νόμο όροι.

Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 473 παρ. 1 του ΚΠΔ, η προθεσμία για την άσκηση των ένδικων μέσων είναι δέκα ημέρες από τη δημοσίευση της απόφασης. Αν ο δικαιούμενος δεν είναι παρών κατά την απαγγελία της απόφασης η πιο πάνω προθεσμία είναι επίσης δεκαήμερη, εκτός αν αυτός διαμένει στην αλλοδαπή ή είναι άγνωστη η διαμονή του, οπότε η προθεσμία είναι τριάντα ημέρες και αρχίζει σε κάθε περίπτωση από την επίδοση της απόφασης. Τέλος, κατά τις διατάξεις, του άρθρου 476 παρ. 1 και 2 του ΚΠΔ, το ένδικο μέσο απορρίπτεται ως απαράδεκτο, εκτός άλλων περιπτώσεων, και όταν ασκήθηκε εκπροθέσμως. Κατά της απόφασης που απορρίπτει την έφεση ως εκπρόθεσμη είναι επιτρεπτή η άσκηση αιτήσεως αναίρεσης, για όλους τους λόγους που περιοριστικά αναφέρονται στη διάταξη του άρθρου 510 του ίδιου Κώδικα, μεταξύ των οποίων και η ελλιπής αιτιολογία της, με την προϋπόθεση ότι αυτοί αναφέρονται στην ορθότητα της κρίσεως για το απαράδεκτο. Η απόφαση, με την οποία απορρίπτεται το ένδικο μέσο της έφεσης ως απαράδεκτο, λόγω εκπρόθεσμης άσκησής του, για να έχει την απαιτούμενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Δ’ ΚΠΔ λόγο αναίρεσης, πρέπει να διαλαμβάνει το χρόνο επίδοσης στον εκκαλούντα της προσβαλλόμενης με την έφεση αποφάσεως, αν απαγγέλθηκε απόντος τούτου, και το χρόνο ασκήσεως της έφεσης, καθώς και το αποδεικτικό από το οποίο προκύπτει η επίδοση, χωρίς ειδικότερο προσδιορισμό των στοιχείων εγκυρότητας του αποδεικτικού και της επιδόσεως (Ολ.ΑΠ 6/1994 και 4/1995). Σε περίπτωση, όμως, που με την έφεση αμφισβητούνται ο τόπος κατοικίας εκείνου που ασκεί το ένδικο μέσο και το άγνωστο της διαμονής του, που συνεπάγεται αδυναμία γνώσης της επίδοσης, και προβάλλεται ότι, κατά τον κρίσιμο χρόνο της επίδοσης, αυτός διέμενε σε ορισμένο τόπο και διεύθυνση, πρέπει επίσης να διαλαμβάνεται στην απορριπτική απόφαση σχετική αιτιολογία, αλλιώς ιδρύεται ο ανωτέρω, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ’ του Κ.Π.Δ. λόγος αναίρεσης. Μεταξύ των λόγων ακυρότητας της επίδοσης, οι οποίοι πρέπει να προβάλλονται υποχρεωτικά με την έφεση κα επί των οποίων, εφόσον προβάλλονται, πρέπει το δικαστήριο της ουσίας να διαλάβει στην απορριπτική της εφέσεως απόφαση πλήρη αιτιολογία, είναι και ότι η επίδοση ως αγνώστου διαμονής έγινε χωρίς να συντρέχουν οι προϋποθέσεις αυτής, μολονότι δηλαδή ο εκκαλών κατηγορούμενος είχε “γνωστή διαμονή”. Κατά την μέχρι τούδε νομολογία του Αρείου Πάγου, ως άγνωστης διαμονής πρόσωπο θεωρείται, κατά τις διατάξεις του άρθρου 156 παρ.1 και 2 του ίδιου Κώδικα, εκείνος που απουσιάζει από τον τόπο της κατοικίας του και η διαμονή του είναι άγνωστη για τη Δικαστική (Εισαγγελική) Αρχή που έχει εκδώσει το προοριζόμενο για επίδοση έγγραφο ή έχει παραγγείλει την επίδοση του, έστω και αν αυτή είναι γνωστή σε τρίτους, όπως είναι ακόμη και άλλη Εισαγγελική Αρχή ή και Αστυνομική Αρχή. Τόπος δε κατοικίας θεωρείται εκείνος τον οποίο έχει δηλώσει ο κατηγορούμενος, κατά το άρθρο 273 παρ. 1 του ΚΠΔ, κατά την προανάκριση που τυχόν έχει ενεργηθεί και, σε περίπτωση αλλαγής κατοικίας, εκείνος που έχει δηλώσει στην αρμόδια Εισαγγελική Αρχή και, αν δεν έχει ενεργηθεί προανάκριση ή ο κατηγορούμενος δεν εμφανίσθηκε κατ’ αυτήν, ως τόπος κατοικίας θεωρείται εκείνος που αναφέρεται στη μήνυση ή την έγκληση. Κατ’ ορθή όμως ερμηνεία των διατάξεων αυτών, του ΚΠΔ, στην περίπτωση που δεν έχει ενεργηθεί προανάκριση ή ο κατηγορούμενος δεν εμφανίσθηκε κατ’ αυτήν και δεν έχει δηλώσει διεύθυνση κατοικίας, κατά το άρθρο 273 του ΚΠΔ, δεν μπορεί άνευ ετέρου να θεωρείται ως άγνωστης διαμονής, από μόνο το γεγονός ότι αναζητήθηκε στην αναγραφόμενη στην έγκληση ή τη μήνυση διεύθυνση κατοικίας, από την οποία και απουσίαζε, διότι, διαφορετικά, ενδέχεται η γνωστοποιηθείσα από το μηνυτή διεύθυνση της κατοικίας του κατηγορουμένου να είναι εσφαλμένη, με συνέπεια ο τελευταίος να αγνοεί την σε βάρος του ποινική διαδικασία, η οποία έτσι διεξάγεται ερήμην του, κατά παραβίαση της αρχής της δίκαιης δίκης που θεσπίζει το άρθρο 6 της ΕΣΔΑ, περιεχόμενο της οποίας είναι, όπως προεκτέθηκε, η διασφάλιση της ακώλυτης πρόσβασης στο δικαστήριο και της επαρκούς δικαστικής ακρόασης. Τα παραπάνω ισχύουν και όταν δεν έχει ενεργηθεί προανάκριση ή ο κατηγορούμενος δεν εμφανίσθηκε κατ’ αυτήν, και, σε περίπτωση μεταβολής της κατοικίας του, αυτός δεν δήλωσε στην Εισαγγελική Αρχή που έχει εκδώσει το προς επίδοση έγγραφο τη νέα διεύθυνση της κατοικίας του. Δηλαδή και στην τελευταία περίπτωση ο κατηγορούμενος δεν μπορεί να θεωρηθεί ως άγνωστης διαμονής από μόνο το γεγονός ότι αναζητήθηκε στην αναγραφόμενη στην έγκληση ή τη μήνυση διεύθυνση κατοικίας, από την οποία και απουσίαζε. Συνακόλουθα, εφόσον με την έφεση του κατηγορουμένου προβάλλεται ο ισχυρισμός ότι κατά τον κρίσιμο χρόνο της επίδοσης της απόφασης ήταν γνωστής διαμονής, αφού διέμενε σε ορισμένο τόπο και διεύθυνση διαφορετική από εκείνη στην οποία αναζητήθηκε και δεν βρέθηκε, και ως εκ τούτου η επίδοση της απόφασης ως άγνωστης διαμονής είναι άκυρη, το Εφετείο έχει την υποχρέωση να ερευνήσει κατ’ ουσία τον εν λόγω ισχυρισμό, αξιολογώντας και συνεκτιμώντας όλα τα προσκομιζόμενα από τον κατηγορούμενο στοιχεία (έγγραφα, καταθέσεις μαρτύρων κ.λ.π.) από τα οποία προκύπτει η κατά τον κρίσιμο χρόνο διεύθυνση του κατηγορουμένου και να μη βασισθεί μόνο στο αποδεικτικό επιδόσεως της απόφασης. Η θέση αυτή συμπορεύεται και προς τη νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (ΕΔΔΑ), το οποίο με τις από 14.1.2010 και 28.5.2009 αποφάσεις του, στις υποθέσεις Popovitsi κατά Ελλάδας και Elyasin κατά Ελλάδας, αντίστοιχα, αποφάνθηκε ότι, εφόσον το Εφετείο, που απέρριψε την έφεση του κατηγορουμένου, ως εκπρόθεσμη, βασίστηκε μόνο στο αποδεικτικό επιδόσεως της εκκαλούμενης απόφασης ως άγνωστης διαμονής, χωρίς να συνεκτιμήσει τα προσκομιζόμενα ενώπιον του στοιχεία από τα οποία προέκυπτε η κατά τον κρίσιμο χρόνο διεύθυνση του κατηγορουμένου, παραβιάζεται η διάταξη του άρθρου 6 παρ.1 της ΕΣΔΑ, ενόψει μάλιστα του ότι, όταν οι πολίτες δεν έχουν καμία γνώση των σε βάρος τους κατηγοριών, δεν συντρέχει λόγος για τον οποίο πρέπει να ενημερώνουν από μόνοι τους την εισαγγελία για κάθε αλλαγή της διεύθυνσης κατοικίας τους.

Στην προκειμένη περίπτωση, με την προσβαλλόμενη υπ’ αριθ. 42137/2011 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, όπως από αυτή προκύπτει, απορρίφθηκε ως απαράδεκτη, λόγω εκπρόθεσμης ασκήσεώς της, η έφεση με αριθμό εκθέσεως 8736/6-6-2008 του ήδη αναιρεσείοντος – κατηγορουμένου, εκπροσωπηθέντος στη δίκη από το συνήγορο του, κατά της υπ’ αριθ. 51959/2001 αποφάσεως του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, με την οποία είχε καταδικασθεί αυτός, ερήμην, για μη έγκαιρη καταβολή εργοδοτικών και εργατικών εισφορών ΙΚΑ, σε συνολική ποινή φυλακίσεως σαράντα οκτώ (48) μηνών, μετατραπείσα σε χρηματική, και χρηματική ποινή ενός εκατομμυρίου διακοσίων πενήντα χιλιάδων (1.250.000) δραχμών. Από την ανωτέρω έφεση, η οποία παραδεκτώς επισκοπείται από τον Άρειο Πάγο, για την έρευνα του παραδεκτού και βασίμου των λόγων της αναιρέσεως, προκύπτει ότι ο ήδη αναιρεσείων, προκειμένου να δικαιολογήσει το εκπρόθεσμο της ασκήσεώς της, είχε προβάλει ότι “ουδέποτε έλαβε γνώση αυτής, ως τις 28-5-08 οπότε και συνελήφθη, καθώς αναζητήθηκε στην οδό …, από όπου είχε μετοικήσει, με αποτέλεσμα η απόφαση που προσβάλλεται να του έχει επιδοθεί ως αγνώστου διαμονής, μολονότι αυτός είχε μόνιμη διαμονή στην οδό … στην …, η οποία ήταν γνωστή στην Εισ. Πλημ. Αθηνών, καθώς προκύπτει και από άλλα κλητήρια θεσπίσματα που του επιδόθηκαν το ίδιο διάστημα”, δηλαδή είχε προβάλει, με την έφεσή του, ακυρότητα της επιδόσεως της εκκαλούμενης αποφάσεως ως “άγνωστης διαμονής”. Κατά τη συζήτηση επί της οποίας εκδόθηκε η ως άνω απόφαση, ο εκκαλών – κατηγορούμενος, όπως προκύπτει από την επισκόπηση των πρακτικών, είχε προτείνει, δια του συνηγόρου του, τον ισχυρισμό ότι η επίδοση σ’ αυτόν της εκκαλουμένης αποφάσεως ως άγνωστης διαμονής ήταν άκυρη, γιατί, κατά τον κρίσιμο χρόνο της επιδόσεως, είχε γνωστή διαμονή (επί της οδού … αριθ. 25 στην …), προς απόδειξη δε του ισχυρισμού του αυτού είχε προσκομίσει αντίγραφα φορολογικών δηλώσεων των οικονομικών ετών 2001, 2003 και 2007, αντίγραφο αποδείξεως βεβαιώσεως φόρου οικονομικού έτους 2002, κ.λπ., καθώς και την από 30-11-2001 προανακριτική του κατάθεση (επί άλλης υποθέσεως) ενώπιον της Πταισματοδίκου Πειραιώς, όπου είχε δηλώσει την ως άνω διεύθυνσή του, η οποία αναγράφεται και στην έκθεση εφέσεως και στην οποία του επιδόθηκε το υπ’ αριθ. 6243/23-11-2002 κλητήριο θέσπισμα της Εισαγγελίας Πλημμελειοδικών Πειραιώς για να παραστεί στο Μονομελές Πλημμελειοδικείο Πειραιώς στις 4-3-2003. Το Τριμελές Πλημμελειοδικείο απέρριψε τον ισχυρισμό του και, στη συνέχεια, έκρινε την έφεση εκπρόθεσμη, με την αιτιολογία ότι: “… προκύπτει ότι η υπ’ αριθμό 51959/2001 ερήμην απόφαση … επιδόθηκε ως αγνώστου διαμονής την 24-6-2004 στην αρμόδια δημοτική υπάλληλο Ε. Λ., που είχε ορίσει ο Δήμαρχος Αθηνών (ως τελευταίας κατοικίας ή διαμονής του κατηγορουμένου), την οποία τοιχοκόλλησε αυθημερόν στο δημοσιότερο μέρος του Δήμου Αθηναίων, διότι ο κατηγορούμενος απουσίαζε από τον τόπο της κατοικίας του σε άγνωστο μέρος για την Εισαγγελία Αθηνών, που είχε παραγγείλει την επίδοση της, μετά την άκαρπη αναζήτηση των αναφερόμενων στη διάταξη του άρθρου 156 παρ. 1 εδ. α’ προσώπων. Κατά της αποφάσεως αυτής ο κατηγορούμενος, δια του πληρεξουσίου του δικηγόρου Δημητρίου Βαλάση, άσκησε την από 6-6-2008 έφεση του, η οποία ενεγράφη στα βιβλία εφέσεων του Πρωτοδικείου Αθηνών με αριθμό έκθεσης εφέσεως 8736/2008, στην οποία ο ως άνω πληρεξούσιος δικηγόρος διέλαβε, μεταξύ άλλων, τα εξής: “|… την παρούσα έφεση ασκεί εκπροθέσμως διότι ουδέποτε έλαβε γνώση αυτής έως τις 28.5.2008 οπότε συνελήφθη καθώς αναζητήθηκε στην οδό …, απ’ όπου είχε μετοικήσει με αποτέλεσμα η απόφαση που προσβάλλεται να του έχει επιδοθεί ως αγνώστου διαμονής, μολονότι αυτός είχε μόνιμη διαμονή στην οδό … στην …, η οποία ήταν γνωστή στην Εισαγγελία Πλημμελειοδικών Αθηνών καθώς προκύπτει και από άλλα κλητήρια θεσπίσματα που του επιδόθηκαν το ίδιο διάστημα”. Ομοίως, η ίδια δήλωση επαναλήφθηκε στο ακροατήριο του παρόντος δικαστηρίου. Προβάλλει συνεπώς ο κατηγορούμενος με την έφεσή του σε συνδυασμό με τους δια πληρεξουσίου ισχυρισμούς του στο ακροατήριο, ακυρότητα της επιδόσεως, ως αγνώστου διαμονής ενόψει του ότι κατά τον χρόνο επίδοσης της εκκαλουμένης ήταν γνωστής τοιαύτης … . Ο ανωτέρω ισχυρισμός είναι απορριπτέος ως ουσιαστικά αβάσιμος καθότι από την αποδεικτική διαδικασία … και ειδικότερα από τα έγγραφα που ανεγνώσθησαν, την κατάθεση της μάρτυρος υπεράσπισης … και από την υπόλοιπη συζήτηση, ανεξαρτήτως του ότι αποδείχθηκε ότι ο κατηγορούμενος κατά την επίδοση της εκκαλούμενης αποφάσεως δεν διατηρούσε πλέον κατοικία επί της οδού … στην …, δεν προέκυψε ότι αυτό ήταν γνωστό στην Εισαγγελία Πλημ/κών Αθηνών. Τούτο διότι ο κατηγορούμενος ουδόλως είχε καταστήσει γνωστή στην ανωτέρω Εισαγγελική Αρχή, που είχε παραγγείλει την επίδοση της εκκαλουμένης αποφάσεως την κατά τα άνω διεύθυνση της κατοικίας του επί της οδού …, αρ. 25 στην …, ούτε αποδείχθηκε ότι η διεύθυνση αυτή είχε περιέλθει, κατά κάποιο άλλο τρόπο σε γνώση της εισαγγελικής αρχής, που παράγγειλε την επίδοση. Βέβαια ο κατηγορούμενος προκειμένου να αποδείξει ότι ήταν γνωστής διαμονής επικαλείται και προσκομίζει κατ’ αρχήν έγγραφα συναλλαγών του με διάφορες δημόσιες αρχές [Δ.Ο.Υ. κ.λπ.], πλην όμως, όπως εκτέθηκε στη μείζονα σκέψη της παρούσας, ως άγνωστης διαμονής θεωρείται εκείνος πού απουσιάζει από τον τόπο της κατοικίας του και η διαμονή του είναι άγνωστη για την δικαστική αρχή που έχει εκδώσει το προοριζόμενο για την επίδοση έγγραφο ή έχει παραγγείλει την επίδοσή του, έστω και αν αυτή είναι γνωστή σε τρίτους. Ομοίως, η από τον εκκαλούντα προσκομιδή του με αρ. 6243/23-11-2002 κλητηρίου θεσπίσματος του Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Πειραιά καθώς και της από 30-11-2001 αίτησής του προς την Πταισματοδίκη Πειραιά δεν αναιρεί το γεγονός ότι αυτός θεωρείται ως άγνωστης διαμονής, εφόσον, σύμφωνα με όσα επίσης εκτέθηκαν στη μείζονα σκέψη της παρούσας, δεν αρκεί, προκειμένου να θεωρηθεί γνωστής διαμονής, η κατοικία του να είναι γνωστή σε άλλη Εισαγγελική Αρχή, όπως εν προκειμένω είναι η Εισαγγελία Πλημμελειοδικών Πειραιά, ή σε άλλη Αστυνομική Αρχή. Γνωστής διαμονής θα ήταν ο κατηγορούμενος και η επίδοση θα έπασχε ακυρότητα, μόνον εάν η κατοικία του ήταν γνωστή στην αρχή που παρήγγειλε την επίδοση της απόφασης, ήτοι στην Εισαγγελία Πλημμελειοδικών Αθηνών. Κατά τον τρόπο αυτό η επίδοση της εκκαλουμένης στον κατηγορούμενο ως αγνώστου διαμονής ήταν έγκυρη, ορθά δε αυτός αναζητήθηκε στην διεύθυνση που αναγραφόταν στη μήνυση, και επομένως από τότε άρχιζε η πιο πάνω προθεσμία άσκησης της έφεσης. Σημειωτέον ότι ενόψει του ότι η επίδοση της εκκαλουμένης έγινε πριν από μια επταετία, δεν μπορεί να υιοθετηθεί η άποψη ότι η Εισαγγελία Αθηνών όφειλε να γνωρίζει τη νέα διεύθυνση κατοικίας του εκκαλούντος από άλλες εισαγγελικές ή δημόσιες αρχές της χώρας, αφού δεν υπήρχε τέτοια εξέλιξη της μηχανογράφησης ούτε on-line σύνδεση υπηρεσιών. Κατά συνέπεια η κρινόμενη έφεση είναι εκπρόθεσμη, καθόσον ασκήθηκε μετά την τριακονθήμερη προθεσμία από την επίδοση της εκκαλουμένης, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 473 παρ. 1 εδ. β’ ΚΠΔ …”.

Με τις παραδοχές αυτές, το δικάσαν Τριμελές Πλημμελειοδικείο, στέρησε την απόφασή του από την απαιτούμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει ότι, από τα αποδεικτικά μέσα που είχαν τεθεί ενώπιον του, δεν προέκυπτε ότι ο εκκαλών – κατηγορούμενος είχε δηλώσει οποιαδήποτε μεταβολή της κατοικίας του στην Εισαγγελική Αρχή που είχε παραγγείλει την επίδοση, χωρίς να αξιολογήσει, όπως έπρεπε, σύμφωνα με τα εκτεθέντα στη μείζονα σκέψη, αν, από τα αποδεικτικά μέσα και μάλιστα από τα έγγραφα που είχε προσκομίσει ο ίδιος, (έγγραφα συναλλαγών με ΔΟΥ, αίτησή του προς τον Πταισματοδίκη Πειραιά, επίδοση κλητηρίου θεσπίσματος της Εισαγγελίας Πειραιά κ.λ.π.) προέκυπτε ή όχι ότι αυτός, κατά τον κρίσιμο χρόνο της επιδόσεως της εκκαλούμενης αποφάσεως, είχε γνωστή διαμονή διάφορη από εκείνη, στην οποία αναζητήθηκε και δεν βρέθηκε, αρκεσθέν στην αιτιολογία ότι η Εισαγγελική Αρχή που είχε παραγγείλει την επίδοση, δεν γνώριζε την επικαλούμενη από αυτόν ως γνωστή κατοικία του, στην οδό …, επειδή ο ίδιος δεν την είχε γνωστοποιήσει, ενώ η αιτιολογία αυτή δεν αρκεί, ενόψει του ότι, σ’ αυτήν, δεν υπάρχει παραδοχή ότι ο κατηγορούμενος, γνώριζε ότι έχει ασκηθεί σε βάρος του ποινική δίωξη, ή ότι έχει εκδοθεί σε βάρος του καταδικαστική απόφαση, ώστε να έχει υποχρέωση να προβεί σε γνωστοποίηση της διεύθυνσης της κατοικίας του στην ανωτέρω Εισαγγελική Αρχή. Να σημειωθεί ότι, η κατά τα άνω, αναιρετική πλημμέλεια, της έλλειψης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας της προσβαλλομένης αποφάσεως, δεν αναιρείται από το γεγονός ότι ο κατηγορούμενος, όπως προκύπτει από την παραδεκτή επισκόπηση των εγγράφων της δικογραφίας, γνώριζε, ότι εκκρεμούσε η υπόθεσή του στο Μονομελές Πλημμελειοδικείο Αθηνών, λόγω της επανειλημμένης εμφανίσεώς του σε αυτό, καίτοι είχε κλητευθεί ως άγνωστης διαμονής, κατά τις δικασίμους 23-2-1999, 18-2-2000, 16-5-2000 και 1-11-2000, κατά τις οποίες αναβλήθηκε η υπόθεσή του, και συνεπώς είχε υποχρέωση να δηλώσει την πραγματική του διεύθυνση στην Εισαγγελία Πρωτοδικών Αθηνών, αφού έλαβε γνώση ότι εκκρεμεί σε βάρος του κατηγορία, οπότε θα μπορούσε να θεωρηθεί, ότι η δικονομική βλάβη που υπέστη ο αναιρεσείων οφείλεται σε δικές του παραλείψεις και όχι παραλείψεις της Εισαγγελίας ή του Δικαστηρίου, διότι τα πραγματικά αυτά περιστατικά δεν διαλαμβάνονται στις παραδοχές της προσβαλλομένης απόφασης οι οποίες και δεν επιτρέπεται να συμπληρωθούν από το δικαστήριο του Αρείου Πάγου. Συνακόλουθα, κατά την κρατήσασα στο Δικαστήριο γνώμη, με το να θεωρήσει, η προσβαλλομένη απόφαση, χωρίς ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, την επίδοση στον κατηγορούμενο της εκκαλουμένης αποφάσεως ως άγνωστης διαμονής έγκυρη και να προχωρήσει, μετά από αυτά, στην απόρριψη της εφέσεως αυτού ως εκπρόθεσμης, αφενός υπερέβη αρνητικά την εξουσία του και αφετέρου προκάλεσε απόλυτη ακυρότητα στο ακροατήριο, συνιστάμενη στη στέρηση από τον αναιρεσείοντα – κατηγορούμενο του δικαιώματος του σε δίκαιη δίκη, που του παρέχεται από το υπερνομοθετικής ισχύος (άρθρο 28 παρ. 1 του Συντάγματος) άρθρο 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ.

Κατά τη γνώμη τεσσάρων μελών, και δη, του Αντιπροέδρου Γεωργίου Χρυσικού και των Αρεοπαγιτών Ανδρέα Ξένου, Ευφημίας Λαμπροπούλου και Αθανασίου Καγκάνη, οι λόγοι αναίρεσης έπρεπε να απορριφθούν για τους ακόλουθους λόγους:
Ι. Η αίτηση αναιρέσεως κατά της αριθμ. 42137/2011 απόφασης του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών με την οποία απορρίφθηκε η έφεση του αναιρεσείοντος κατηγορουμένου κατά της αριθμ. 51959/2001 απόφασης του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών ως απαράδεκτη, ως προς τους πρώτο, δεύτερο κατά το ένα σκέλος του και τρίτο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Η, Δ και Α του ΚΠοινΔ λόγους αναιρέσεως περί υπερβάσεως εξουσίας, έλλειψης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και απόλυτης ακυρότητας από την παραβίαση του υπερνομοθετικής ισχύος (άρθρου 28 παρ.1 του Συντάγματος άρθρου 6 παρ.1 της ΕΣΔΑ) αντιστοίχως, εισήχθη στην Πλήρη Ολομέλεια του Αρείου Πάγου, μετά από την παραπομπή τους σ’ αυτήν με την υπ’ αριθμ. 455/2013 απόφαση του Ζ’ Ποινικού Τμήματος του Αρείου Πάγου, που έκρινε ομόφωνα ότι από τους πιο πάνω αναιρετικούς λόγους προκύπτουν ζητήματα που παρουσιάζουν γενικότερο ενδιαφέρον, “τοσούτω μάλλον καθόσον όταν οι πολίτες δεν έχουν καμία γνώση των σε βάρος τους κατηγοριών, δεν συντρέχει λόγος για τον οποίο πρέπει να ενημερώνουν από μόνοι τους την εισαγγελία για κάθε αλλαγή διεύθυνσης”.

II. Με τους ως άνω λόγους αναιρέσεως ο αναιρεσείων πλήττει την προσβαλλόμενη απόφαση γιατί το Δικαστήριο, με το να δεχθεί ως έγκυρη την επίδοση της εκκαλουμένης αποφάσεως ως άγνωστης διαμονής, ενώ αυτός είχε γνωστή διαμονή χωρίς να συνεκτιμήσει και τα αποδεικτικά μέσα που είχε προσκομίσει, αλλά να βασιστεί μόνο στο αποδεικτικό επιδόσεως και στο ότι αυτός δεν είχε δηλώσει ποτέ τη διεύθυνση του στην Εισαγγελική Αρχή που είχε παραγγείλει την επίδοση και στη συνέχεια να απορρίψει την έφεση του ως εκπρόθεσμη, υπερέβη αρνητικά την εξουσία του, παραβιάζοντας συγχρόνως και τις αρχές της δίκαιης δίκης, όπως αυτές προδιαγράφονται στη διάταξη του άρθρου 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ, αφού μεταφέρεται στους ώμους του πολίτη το βάρος να ημερώνει την (ορισμένη) Εισαγγελία για όποια μεταβολή της κατοικίας του, όταν μάλιστα αγνοεί την εκκρεμούσα σε βάρος του κατηγορία.

III. Τόπος κατοικίας στον οποίο γίνονται οι επιδόσεις των εγγράφων που αφορούν τον κατηγορούμενο θεωρείται εκείνος που ο ίδιος (κατηγορούμενος) έχει δηλώσει σύμφωνα με τα άρθρα 273 παρ. 1 και 31 παρ. 2 ΚΠοινΔ κατά την κυρία ανάκριση, προανάκριση ή προκαταρκτική εξέταση (ως ύποπτος) και σε περίπτωση αλλαγής κατοικίας εκείνος που έχει δηλωθεί στην αρμόδια Εισαγγελική Αρχή. Αν δεν έχει ενεργηθεί κυρία ανάκριση, προανάκριση ή προκαταρκτική εξέταση ή ο κατηγορούμενος δεν έχει εμφανισθεί κατ’ αυτήν, ως τόπος κατοικίας θεωρείται εκείνος που αναφέρεται στην έγκληση ή στη μήνυση. Από τις προαναφερθείσες διατάξεις και εκείνες των άρθρων 428, 320 και 321 του ΚΠΔ για την κλήτευση προσώπου ως αγνώστου διαμονής, 429 παρ.2 ΚΠΔ για την υποχρέωση κατηγορουμένου που κλητεύθηκε ως αγνώστου διαμονής, εάν εκπροσωπηθεί από συγγενή του να δηλώσει το γνωστό και ορισμένο τόπο διαμονής, και 430 ΚΠΔ με την οποία ο ασκών την αίτηση ακύρωσης απόφασης που δικάσθηκε ως αγνώστου διαμονής, υποχρεούται να προσδιορίσει τη γνωστή διαμονή του, προκύπτει ότι έχει υποχρέωση γνωστοποίησης της ακριβούς διεύθυνσης κατοικίας του στον Εισαγγελέα του Δικαστηρίου που εκκρεμεί η υπόθεση του, σε περίπτωση αλλαγής της, εκτός των άλλων περιπτώσεων, και ο κατηγορούμενος ο οποίος έλαβε γνώση με οποιονδήποτε τρόπο της εκκρεμότητας της σε βάρος του κατηγορίας (π.χ. κλήτευση του στη διεύθυνση κατοικίας, η οποία προέκυπτε από τη μήνυση ή έγκληση και στην οποία δεν διέμενε πλέον, εμφάνιση του στο ακροατήριο πεντάκις και λήψη αναβολής εκδικάσεως της υποθέσεως του σε ρητή κάθε φορά δικάσιμο) ώστε να αποφευχθεί η τυχόν κλήτευση του στο μέλλον ως αγνώστου διαμονής. Τα προαναφερθέντα είναι σύμφωνα και με τη νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων. Ειδικότερα το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (Υπόθεση Popovitsi κατά Ελλάδας -αριθμ. προσφυγής 53451/2007-απόφαση από 14-1-2010, υπόθεση Elyasin κατά Ελλάδας -αριθμ. προσφυγής 46929/2006 δέχθηκε (απόφαση από 28-5-2009) ότι δικαστήριο στο οποίο ο κατηγορούμενος προβάλλει ότι κακώς κλητεύθηκε ως αγνώστου διαμονής πρέπει: α) να αξιολογεί εκτός από το αποδεικτικό επιδόσεως και άλλα στοιχεία που προσκομίζει αυτός για την κατοικία του, όπως μαρτυρικές καταθέσεις, έγγραφα άλλων αρχών κλπ. και β) να ερευνά αν η Εισαγγελία εξάντλησε τις προσπάθειες της να εντοπίσει και να ανεύρει αυτόν. Αν δεν τηρηθεί η στάση αυτή και το δικαστήριο απορρίψει την έφεση του κλητευθέντος ως αγνώστου διαμονής κατηγορουμένου ως εκπρόθεσμη τότε αυτό παραβιάζει τη διάταξη του άρθρου 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ, “αφού οι πολίτες που δεν έχουν καμία γνώση των σε βάρος τους κατηγοριών δεν έχουν καμία υποχρέωση να ενημερώνουν από μόνοι τους την Εισαγγελία για κάθε αλλαγή διευθύνσεως όταν αγνοούν τη σε βάρος τους κατηγορία και ποινική δίκη”. Από τα προαναφερθέντα προκύπτουν τα εξής: α) Η Εισαγγελική Αρχή στις υποθέσεις που οδηγούνται στο ακροατήριο χωρίς προδικασία έχει υποχρέωση να αναζητήσει και να κλητεύσει τον κατηγορούμενο στη διεύθυνση κατοικίας που αναγράφεται στην έγκληση ή την μήνυση, ενώ αν αυτός στη διεύθυνση αυτή είναι άγνωστος υποχρεούται να τον αναζητήσει και σε άλλη διεύθυνση που ενδεχομένως προκύπτει από τον οικείο φάκελο της δικογραφίας ή στη διεύθυνση κατοικίας που προκύπτει, με αφορμή άλλες υποθέσεις του κατηγορουμένου, από το αρχείο της ίδιας εισαγγελικής αρχής ή και άλλης.

β) Όταν μετά τις παραπάνω αναζητήσεις ο κατηγορούμενος δεν εντοπισθεί σε συγκεκριμένη διεύθυνση κλητεύεται ως άγνωστου διαμονής. Σε περίπτωση που ο κλητευθείς ως αγνώστου διαμονής κατηγορούμενος εμφανιστεί στο ακροατήριο, αφού έλαβε γνώση με οποιοδήποτε τρόπο της σε βάρος του κατηγορίας, υποχρεούται να δηλώσει την πραγματική του κατοικία, ενώ αν δεν προβεί στη δήλωση αυτή τότε νόμιμα η εισαγγελική αρχή τον κλητεύει στη συνέχεια ή του επιδίδει την καταδικαστική απόφαση ως αγνώστου διαμονής, ιδιαίτερα στην περίπτωση που ο ίδιος γνώριζε τη δικάσιμο κατά την οποία εκδόθηκε η σε βάρος του ερήμην καταδικαστική απόφαση, και την εκκρεμούσα σε βάρος του κατηγορία.
γ) Το Δικαστήριο κατά την εκδίκαση εφέσεως κατηγορουμένου, στον οποίο η απόφαση επεδόθη ως αγνώστου διαμονής και λόγω τούτου η έφεση ασκήθηκε εκπροθέσμως, έχει υποχρέωση να ερευνήσει τον προβαλλόμενο από τον κατηγορούμενο ισχυρισμό ότι κατά τον χρόνο επίδοσης της αποφάσεως ήταν γνωστής διαμονής και όχι αγνώστου και ως εκ τούτου ακύρως επεδόθη η απόφαση ως αγνώστου διαμονής, κατά την έρευνα δε του ισχυρισμού αυτού και ιδιαίτερα περί του κατά πόσο δημιουργήθηκε απόλυτη ακυρότητα να συνεκτιμήσει όχι μόνον το αποδεικτικό επιδόσεως αλλά και όλα τα στοιχεία του φακέλου καθώς και όλα τα προσκομισθέντα από τον κατηγορούμενο στοιχεία (καταθέσεις μαρτύρων, έγγραφα άλλων αρχών κλπ) από τα οποία προκύπτει η γνώση του κατηγορουμένου για την σε εξέλιξη σε βάρος του ποινική διαδικασία.

IV. Η προθεσμία για την άσκηση των ενδίκων μέσων είναι δέκα ημέρες από τη δημοσίευση της αποφάσεως. Αν ο δικαιούμενος δεν είναι παρών κατά την απαγγελία της αποφάσεως, η πιο πάνω προθεσμία είναι επίσης δεκαήμερη, εκτός αν αυτός διαμένει στην αλλοδαπή ή είναι άγνωστη η διαμονή του, οπότε η προθεσμία είναι τριάντα ημέρες και αρχίζει από την επίδοση της αποφάσεως (άρθρο 473 παρ. 1 ΚΠοινΔ). Εξάλλου η απόφαση που απορρίπτει το ένδικο μέσο της εφέσεως ως εκπρόθεσμο, για να έχει την απαιτούμενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία πρέπει να διαλαμβάνει το χρόνο της επιδόσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως και εκείνον της ασκήσεως του ενδίκου μέσου, καθώς και το αποδεικτικό από το οποίο προκύπτει η επίδοση. Σε περίπτωση όμως που με το ένδικο μέσο αμφισβητούνται ο τόπος κατοικίας εκείνου που ασκεί το ένδικο μέσο και το άγνωστο της διαμονής του ως και η εντεύθεν αδυναμία γνώσης της επιδόσεως, πρέπει επίσης να διαλαμβάνεται στην απόφαση σχετική αιτιολογία άλλως ιδρύεται ο κατ’ άρθρο 510 παρ.1 στοιχ.Δ’ λόγος αναιρέσεως. Απόλυτη δε ακυρότητα κατά τη διάταξη του αρθρ.171 Κ.Π.Δ. όπως αντικ. με το άρθρο 11 παρ.2 του Ν. 3904/2010, η οποία λαμβάνεται και αυτεπαγγέλτως υπόψη από το δικαστήριο σε κάθε στάδιο της διαδικασίας και στον Άρειο Πάγο, προκαλείται μεταξύ των άλλων και αν δεν τηρηθούν οι διατάξεις που καθορίζουν “την εμφάνιση, την εκπροσώπηση και την υπεράσπιση του κατηγορουμένου και την άσκηση των δικαιωμάτων του που του παρέχονται από το νόμο, την Ευρωπαϊκή Σύμβαση για την προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των θεμελιωδών ελευθεριών και το Διεθνές Σύμφωνο για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα”. Το Δικαστήριο του Αρείου Πάγου όταν εκδικάζει αίτηση αναίρεσης κατά ποινικής απόφασης, με λόγους που αφορούν απόλυτη ακυρότητα κατά την προαναφερθείσα έννοια κατά την άσκηση της προαναφερθείσας και αυτεπαγγέλτως δικαιοδοσίας του, επισκοπεί επιτρεπτά όλα τα στοιχεία της ποινικής δικογραφίας, για να καταλήξει τελικά στην κρίση εάν, από τις διαπιστούμενες συνθήκες, όπως προκύπτουν από τον έλεγχο της δικογραφίας, συντελέσθηκε πράγματι παραβίαση των δικαιωμάτων του αναιρεσείοντος κατηγορουμένου κατά την προαναφερθείσα έννοια.

Στην προκειμένη περίπτωση, από τα έγγραφα του φακέλου της δικογραφίας, τα οποία επισκοπούνται επιτρεπτώς, κατά την προαναφερθείσα έννοια από το Δικαστήριο της ολομέλειας για την έρευνα των αναιρετικών λόγων προκύπτουν τα ακόλουθα: Ο αναιρεσείων κατηγορούμενος ύστερα από την από 14-4-1997 μήνυση του Διευθυντή του Υποκαταστήματος ΙΚΑ Αθηνών, παραπέμφθηκε με απευθείας κλήση ενώπιον του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών προκειμένου να δικασθεί για το αδίκημα της μη έγκαιρης καταβολής εργοδοτικών και εργατικών εισφορών. Πρώτη δικάσιμος εκδίκασης της ως άνω κατηγορίας ορίσθηκε η 23-2-1999. Κατ’ αυτήν κλητεύθηκε στις 20-1-1999 για να εμφανιστεί στο ως άνω Δικαστήριο ως αγνώστου διαμονής, επειδή αναζητήθηκε στην οδό …, που αναφερόταν ως κατοικία του στη μήνυση του Διευθυντή του ΙΚΑ, αλλά ήταν άγνωστος. Ωστόσο, εμφανίσθηκε ενώπιον του Δικαστηρίου και κατόπιν αιτήματος αυτού και των λοιπών συγκατηγορουμένων του η εκδίκαση της υπόθεσης αναβλήθηκε αορίστως προκειμένου να προσκομισθεί επιμέλεια των κατηγορουμένων βεβαίωση ρύθμισης οφειλής (βλ. αριθμ. 23947/23-2-1999 απόφαση Μον. Πλημ. Αθηνών), όμως ο ήδη αναιρεσείων – κατηγορούμενος, παρά την κλήτευση του ως αγνώστου διαμονής, δεν δήλωσε κατά την εμφάνιση του στο ακροατήριο για πρώτη φορά τη διεύθυνση της πραγματικής του κατοικίας, καίτοι παρά την κλήτευση του ως αγνώστου διαμονής είχε λάβει γνώση την σε βάρος του εκκρεμούσα κατηγορία και την δικάσιμο και προσήλθε στο Δικαστήριο κατά την ορισθείσα δικάσιμο χωρίς να αντιλέξει για την κλήτευση του ως αγνώστου διαμονής. Ορίσθηκε νέα δικάσιμος εκδίκασης της ως άνω κατηγορίας η 18-2-2000 και κλητεύθηκε από τον Εισαγγελέα Πρωτοδικών στις 2-11-1999, για να εμφανιστεί στο Μονομελές Πλημμελειοδικείο Αθηνών στη νέα δικάσιμο της 18-2-2000, πάλι ως αγνώστου διαμονής, επειδή αναζητήθηκε και πάλι στην οδό … αριθμ. 15, η οποία αναγραφόταν ως κατοικία του στη μήνυση του ΙΚΑ, αλλά ήταν άγνωστος. Κατά τη δικάσιμο αυτή εμφανίσθηκε ξανά στο Δικαστήριο για δεύτερο φορά και εκδόθηκε παρόντος αυτού η αριθμ. 21039/2000 απόφαση του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, με την οποία αναβλήθηκε η υπόθεση, κατ’ άρθρο 349 ΚΠοινΔ, για τον απόντα συγκατηγορούμενο του Κ. Π. και για το ενιαίο της κρίσης για τους λοιπούς παρόντες κατηγορούμενους σε ρητή δικάσιμο, την 16-5-2000. Όμως και πάλι, παρά την κλήτευση του ως αγνώστου διαμονής δεν δήλωσε τη διεύθυνση της πραγματικής του κατοικίας. Στη νέα δικάσιμο της 16-5-2000 ο αναιρεσείων είναι παρών για τρίτη φορά και εκδίδεται η αριθμ. 507116/2000 απόφαση του ως άνω Δικαστηρίου, επίσης αναβλητική σε ρητή δικάσιμο την 1-11-2000. Στη δικάσιμο της 1-11-2000 εμφανίσθηκε ξανά ο αναιρεσείων- κατηγορούμενος για τέταρτη φορά και εκδόθηκε η αριθμ. 102457/2000 αναβλητική απόφαση σε ρητή δικάσιμο την 16-2-2001. Στη δικάσιμο αυτή, παρόντος του αναιρεσείοντος – κατηγορουμένου για πέμπτη φορά αναβλήθηκε για μια ακόμη φορά η υπόθεση σε ρητή δικάσιμο την 30-4-2001, προκειμένου να προσκομισθεί βεβαίωση περί ρυθμίσεως του χρέους. Στην τελευταία αυτή δικάσιμο, της 30-4-2001, δεν εμφανίσθηκε στο Μονομελές Πλημμελειοδικείο Αθηνών ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος και οι συγκατηγορούμενοι του και εκδόθηκε η αριθμ. 51959/2001 απόφαση του ως άνω Δικαστηρίου, με την οποία καταδικάστηκε αυτός, ερήμην, για μη έγκαιρη καταβολή εργοδοτικών και εργατικών εισφορών ΙΚΑ, σε συνολική ποινή φυλακίσεως σαράντα οκτώ (48) μηνών, μετατραπείσα σε χρηματική και χρηματική ενός εκατομμυρίου διακοσίων πενήντα χιλιάδων (1.250.000) δραχμών. Η αριθμ. 51959/2001 καταδικαστική απόφαση επιδόθηκε στον αναιρεσείοντα – κατηγορούμενο την 24-6-2004, ως αγνώστου διαμονής, επειδή δεν ανευρέθη στην από το φάκελο και τη μήνυση προκύπτουσα διεύθυνση κατοικίας του στην οδό … αριθμ. 15, ενώ εξάλλου ο ίδιος δεν είχε δηλώσει ποτέ στην Εισαγγελία Πρωτοδικών Αθηνών τη νέα του διεύθυνση, μολονότι γνώριζε πλέον την εκκρεμούσα σε βάρος του κατηγορία κατά τις διαδοχικές (πέντε) εμφανίσεις του στο ακροατήριο. Κατ’ αυτής άσκησε την 6-6-2008, ήτοι εκπροθέσμως, την αριθμ. 8736/6-6-2008 έφεση του. Η έφεση αυτή απορρίφθηκε ως απαράδεκτη, λόγω εκπροθέσμου ασκήσεως της, με την αριθμ. 42137/2011 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, ενώπιον του οποίου εκπροσωπήθηκε από συνήγορο. Στη ρηθείσα έφεση του ο αναιρεσείων, προκειμένου να δικαιολογήσει το εκπρόθεσμο της ασκήσεως της, είχε προβάλει τον ισχυρισμό ότι “ουδέποτε έλαβε γνώση αυτής ως τις 28-5-2008 οπότε και συνελήφθη, καθώς αναζητήθηκε στην οδό …, από όπου είχε μετοικήσει με αποτέλεσμα η απόφαση που προσβάλλεται να του έχει επιδοθεί ως αγνώστου διαμονής, μολονότι αυτός είχε μόνιμη διαμονή στην οδό … στην …, η οποία ήταν γνωστή στην Εισαγγελία Πλημμελειοδικών Αθηνών, καθώς προκύπτει και από άλλα κλητήρια θεσπίσματα που του επιδόθηκαν το ίδιο διάστημα”. Εξάλλου, κατά την εκδίκαση της εφέσεως επί της οποίας εκδόθηκε η ως άνω απόφαση ο αναιρεσείων και τότε εκκαλών, είχε προτείνει, δια του συνηγόρου του, τον ισχυρισμό ότι η επίδοση σ’ αυτόν της εκκαλουμένης αποφάσεως ως άγνωστης διαμονής ήταν άκυρη, γιατί, κατά τον κρίσιμο χρόνο της επιδόσεως, είχε γνωστή διαμονή (επί της οδού … στην …), προς απόδειξη δε του ισχυρισμού του αυτού είχε προσκομίσει αντίγραφα φορολογικών δηλώσεων των οικονομικών ετών 2001, 2003 και 2007, αντίγραφο αποδείξεως βεβαιώσεως φόρου οικονομικού έτους 2002, κλπ., καθώς και την από 30-11-2001 προανακριτική του κατάθεση (επί άλλης υποθέσεως) ενώπιον της Πταισματοδίκου Πειραιώς, όπου είχε δηλώσει την ως άνω διεύθυνση του, η οποία αναγράφεται και στην έκθεση εφέσεως και στην οποία του επιδόθηκε το υπ’ αριθ. 6243/23-11-2002 κλητήριο θέσπισμα της Εισαγγελίας Πλημμελειοδικών Πειραιώς για να παραστεί στο Μονομελές Πλημμελειοδικείο Πειραιώς στις 4-3-2003.

Το Τριμελές Πλημμελειοδικείο απέρριψε τον ισχυρισμό του και, στη συνέχεια, έκρινε την έφεση εκπρόθεσμη, με την ακόλουθη αιτιολογία: “… προκύπτει ότι η υπ’ αριθμ. 51959/2001 ερήμην απόφαση … επιδόθηκε ως αγνώστου διαμονής την 24-6-2004 στην αρμόδια δημοτική υπάλληλο Ε. Α., που είχε ορίσει ο Δήμαρχος … (ως τελευταίας κατοικίας ή διαμονής του κατηγορουμένου), την οποία τοιχοκόλλησε αυθημερόν στο δημοσιότερο μέρος του Δήμου …, διότι ο κατηγορούμενος απουσίαζε από τον τόπο της κατοικίας του σε άγνωστο μέρος για την Εισαγγελία Αθηνών, που είχε παραγγείλει την επίδοση της, μετά την άκαρπη αναζήτηση των αναφερομένων στη διάταξη του άρθρου 156 παρ. 1 εδ. α’ προσώπων. Κατά της αποφάσεως αυτής ο κατηγορούμενος, δια του πληρεξουσίου του δικηγόρου Δημητρίου Βαλάση, άσκησε την από 6-6-2008 έφεση του, η οποία ενεγράφη στα βιβλία εφέσεων του Πρωτοδικείου Αθηνών με αριθμό έκθεσης εφέσεως …/2008, στην οποία ο ως άνω πληρεξούσιος δικηγόρος διέλαβε, μεταξύ άλλων, τα εξής: “…”. Ομοίως, η ίδια δήλωση επαναλήφθηκε στο ακροατήριο του παρόντος δικαστηρίου. Προβάλλει συνεπώς ο κατηγορούμενος με την έφεση του σε συνδυασμό με τους δια πληρεξουσίου ισχυρισμούς του στο ακροατήριο, ακυρότητα της επιδόσεως, ως αγνώστου διαμονής, ενόψει του ότι κατά τον χρόνο επίδοσης της εκκαλουμένης ήταν γνωστής τοιαύτης […]. Ο ανωτέρω ισχυρισμός είναι απορριπτέος ως ουσιαστικά αβάσιμος καθότι … ανεξαρτήτως του ότι αποδείχθηκε ότι ο κατηγορούμενος κατά την επίδοση της εκκαλούμενης αποφάσεως δεν διατηρούσε πλέον κατοικία επί της οδού … στην …, δεν προέκυψε ότι αυτό ήταν γνωστό στην Εισαγγελία Πλημμελειοδικών Αθηνών. Τούτο διότι ο κατηγορούμενος ουδόλως είχε καταστήσει γνωστή στην ανωτέρω Εισαγγελική Αρχή, που είχε παραγγείλει την επίδοση της εκκαλουμένης αποφάσεως την κατά τα άνω διεύθυνση της κατοικίας του επί της οδού … στην …, ούτε αποδείχθηκε ότι η διεύθυνση αυτή είχε περιέλθει, κατά κάποιο άλλο τρόπο σε γνώση της εισαγγελικής αρχής, που παράγγειλε την επίδοση. Βέβαια ο κατηγορούμενος προκειμένου να αποδείξει ότι ούτε ήταν γνωστής διαμονής επικαλείται και προσκομίζει κατ’ αρχήν έγγραφα συναλλαγών του με διάφορες δημόσιες αρχές [Δ.Ο.Υ. κλπ.], πλην όμως, όπως εκτέθηκε στη μείζονα σκέψη της παρούσας, ως άγνωστης διαμονής θεωρείται εκείνος που απουσιάζει από τον τόπο της κατοικίας του και η διαμονή του είναι άγνωστη για τη δικαστική αρχή που έχει εκδώσει το προοριζόμενο για την επίδοση έγγραφο ή έχει παραγγείλει την επίδοση του, έστω και αν αυτή είναι γνωστή σε τρίτους. Ομοίως, η από τον εκκαλούντα προσκομιδή του με αρ. …/23-11-2002 κλητηρίου θεσπίσματος του Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Πειραιά καθώς και της από 30-11-2001 αίτησης του προς την Πταισματοδίκη Πειραιά δεν αναιρεί το γεγονός ότι αυτός θεωρείται ως άγνωστης διαμονής, εφόσον, σύμφωνα με όσα επίσης εκτέθηκαν στη μείζονα σκέψη της παρούσας, δεν αρκεί, προκειμένου να θεωρηθεί γνωστής διαμονής, η κατοικία του να είναι γνωστή σε άλλη Εισαγγελική Αρχή, όπως εν προκειμένω είναι η Εισαγγελία Πλημμελειοδικών Πειραιά ή σε άλλη Αστυνομική Αρχή. Γνωστής διαμονής θα ήταν ο κατηγορούμενος και η επίδοση θα έπασχε ακυρότητας, μόνον εάν η κατοικία του ήταν γνωστή στην αρχή που παρήγγειλε την επίδοση της απόφασης, ήτοι στην Εισαγγελία Πλημμελειοδικών. Κατά τον τρόπο αυτό η επίδοση της εκκαλουμένης στον κατηγορούμενο ως αγνώστου διαμονής ήταν έγκυρη, ορθά δε αυτός αναζητήθηκε στη διεύθυνση που αναγραφόταν στη μήνυση, και επομένως από τότε άρχιζε η πιο πάνω προθεσμία άσκησης της έφεσης. Σημειωτέον ότι ενόψει του ότι η επίδοση της εκκαλουμένης έγινε πριν από μια επταετία, δεν μπορεί να υιοθετηθεί η άποψη ότι η Εισαγγελία Αθηνών όφειλε να γνωρίζει τη νέα διεύθυνση κατοικίας του εκκαλούντος από άλλες εισαγγελικές ή δημόσιες αρχές της χώρας, αφού δεν υπήρχε τέτοια εξέλιξη της μηχανογράφησης ούτε on-line σύνδεση υπηρεσιών. Κατά συνέπεια η κρινόμενη έφεση είναι εκπρόθεσμη, καθόσον ασκήθηκε μετά την τριακονθήμερη προθεσμία από την επίδοση της εκκαλουμένης, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 473 παρ. 1 εδ.β’ ΠΔ …”.

Με βάση τα ανωτέρω δεδομένα προκύπτουν κατά τη γνώμη της μειοψηφίας τα ακόλουθα: α) Ορθώς και εγκύρως επιδόθηκε καταδικαστική απόφαση στον αναιρεσείοντα ως αγνώστου διαμονής, αφού για την Εισαγγελία Πρωτοδικών Αθηνών η επί της οδού … στην … διεύθυνση κατοικίας του ήταν άγνωστη, ο ίδιος δε (αναιρεσείων) ο οποίος εγνώριζε ότι εκκρεμούσε η υπόθεση του στο Μονομελές Πλημμελειοδικείο Αθηνών, λόγω της επανειλημμένης εμφανίσεως του ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού, δεν εδήλωσε την πραγματική του διεύθυνση στην Εισαγγελία Πρωτοδικών Αθηνών, ώστε τα αφορώντα την πιο πάνω υπόθεση έγγραφα να επιδίδονται σ’ αυτή, και συνεπώς η δικονομική βλάβη που υπέστη οφείλεται σε δικές του παραλείψεις και όχι της Εισαγγελίας ή του Δικαστηρίου, δεν μπορεί να προταθεί από τον ίδιο (άρθρο 173 παρ.3 Κ.Π.Δ.), αλλά ούτε και να κηρυχθεί από το Δικαστήριο του Αρείου Πάγου έστω και στο πλαίσιο αυτεπάγγελτης έρευνας.

β) Δεν δύναται να τεθεί θέμα απολύτου ακυρότητας αφ ενός λόγω “ακύρου επιδόσεως” της αποφάσεως και αφ’ ετέρου λόγω παραβιάσεως του άρθρου 6 της ΕΣΔΑ επειδή δήθεν λόγω της ακύρου επιδόσεως ως αγνώστου διαμονής, δεν έλαβε γνώση της καταδικαστικής αποφάσεως που εκδόθηκε εναντίον του, ώστε να είναι σε θέση να ασκήσει τα ένδικα μέσα που προβλέπονται από το νόμο, να εμφανισθεί στο Δικαστήριο προκειμένου να αντιτάξει τους ισχυρισμούς του σχετικά με τη βασιμότητα της κατηγορίας, για την οποία καταδικάσθηκε ερήμην πρωτοδίκως και να τύχει έτσι δίκαιης δίκης, διότι, όπως ήδη αναφέρθηκε, τελούσε σε γνώσει του ότι εκκρεμούσε η υπόθεση σε βάρος του, όπως επίσης τελούσε σε γνώσει του ότι η Εισαγγελία Πρωτοδικών Αθηνών δεν γνώριζε τη νέα διεύθυνση κατοικίας του, την οποία αυτός ουδέποτε γνωστοποίησε, καίτοι είχε υποχρέωση, καίτοι κάθε φορά επληροφορείτο τη δικάσιμο παρά την κλήτευση του ως αγνώστου διαμονής. Το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Αθηνών με την προσβαλλόμενη απόφαση του αιτιολόγησε πλήρως την απόρριψη της εφέσεως αξιολογώντας όλο το αποδεικτικό υλικό που επικαλέστηκε και προσκόμισε ο ήδη αναιρεσείων-εκκαλών, ρητά δε δέχθηκε ως αποδεικτέο και το κρίσιμο γεγονός ότι η επικαλούμενη από τον κατηγορούμενο Δ/νση (…) δεν περιήλθε με οποιοδήποτε τρόπο σε γνώση της Εισαγγελέως που παρήγγειλε την επίδοση, ενώ ο αναιρεσείων – κατηγορούμενος σε κανένα σημείο της διαδικασίας δεν επικαλέσθηκε ακυρότητα της κλητεύσεώς του ως αγνώστου διαμονής.

Συνεπώς, οι πρώτος, δεύτερος, κατά το ένα σκέλος του, και τρίτος λόγοι αναιρέσεως της κρινόμενης αίτησης αναιρέσεως, οι οποίοι παραπέμφθηκαν στην Πλήρη Ολομέλεια ως ζητήματα γενικότερου ενδιαφέροντος, είναι αβάσιμοι και ως εκ τούτου απορριπτέοι.
Επομένως, κατά τη γνώμη που επικράτησε στο Δικαστήριο, οι, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Η, Δ και Α, του ΚΠΔ, παραπεμφθέντες στην Ολομέλεια, πρώτος, δεύτερος, κατά το ένα σκέλος του, και τρίτος λόγοι αναιρέσεως, περί αρνητικής υπερβάσεως εξουσίας, έλλειψης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και απόλυτης ακυρότητας της διαδικασίας, είναι βάσιμοι και πρέπει, κατά παραδοχή τους, να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση. Μετά ταύτα, και ενόψει του ότι, ο δεύτερος, κατά το άλλο σκέλος του, λόγος αναιρέσεως έχει, απορριφθεί, με την υπ’ αριθμό 455/2013, παραπεμπτική απόφαση, του Ζ’ Τμήματος, πρέπει να παραπεμφθεί η υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο, που εξέδωσε την προσβαλλομένη απόφαση, αφού είναι δυνατή η συγκρότηση του από Δικαστές άλλους, εκτός από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως (άρθρο 519 ΚΠΔ), προκειμένου να κρίνει επί του παραδεκτού της εφέσεως του αναιρεσείοντος – κατηγορουμένου, (δεδομένου του ότι ο Άρειος Πάγος δεν έχει τη δικαιοδοσία να κρίνει επί του παραδεκτού ή όχι αυτής), και αναλόγως προς τη σχετική κρίση του, είτε να απορρίψει και πάλι την έφεση ως εκπρόθεσμη, είτε να την κρίνει παραδεκτή και να προχωρήσει στην οριστική παύση της ποινικής διώξεως κατά του κατηγορουμένου λόγω παραγραφής.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Αναιρεί την υπ’ αριθμό 42137/2011 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών. Και Παραπέμπει την υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο, του οποίου η συγκρότηση από άλλους δικαστές είναι δυνατή.
Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 16 Ιανουαρίου 2014.

Δημοσιεύτηκε στη Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 20 Φεβρουαρίου 2014.

πηγή: areiospagos.gr

0

Τροποποιήσεις στον Κώδικα Ελληνικής Ιθαγένειας

Με την εγκύκλιο 11 από 16-04-2014, τροποποιήθηκαν ορισμένες από τις διατάξεις του Κώδικα Ελληνικής Ιθαγένειας (ΚΕΙ). Συγκεκριμένα, οι τροποποιήσεις αυτές έχουν να κάνουν μόνο για τους ομογενείς και όχι για τους αλλογενείς αιτούντες πολιτογράφηση.

Ειδικότερα, καταργείται η υποχρέωση υποβολής δήλωσης πολιτογράφησης προς τον αρμόδιο δήμο κατοικίας για ομογενείς μη κατόχους ΕΔΤΟ, καθόσον ήδη ίσχυε η απαλλαγή αυτή για τους κατόχους ΕΔΤΟ. Επίσης, καταργείται η ορκωμοσία  για ομογενείς κατόχους ΕΔΤΟ, ενώ για τον “εξελληνισμό” του ονοματεπωνύμου του αιτούντος απαιτείται υποβολή υπεύθυνης δήλωσης, παράλληλα με την αίτηση πολιτογράφησης.

δειτε εδω την εγκυκλιο
0

Τροποποιήσεις Κώδικα Ελληνικής Ιθαγένειας (Ν.4251/2014)

Αρ. πρωτ.: Φ.130181/10322/16.4.2014
Τροποποιήσεις Κώδικα Ελληνικής Ιθαγένειας (Ν.4251/2014)

Αθήνα, 16/4/2014
Αρ. πρωτ. Φ.130181/10322

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ
ΓΕΝΙΚΗ ΓΡΑΜΜΑΤΕΙΑ ΠΛΗΘΥΣΜΟΥ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΣΥΝΟΧΗΣ
ΓΕΝΙΚΗ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗΣ ΥΠΟΣΤΗΡΙΞΗΣ
ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΙΘΑΓΕΝΕΙΑΣ
ΤΜΗΜΑ ΠΟΛΙΤΟΓΡΑΦΗΣΕΩΝ ΟΜΟΓΕΝΩΝ ΑΛΛΟΔΑΠΩΝ

Tαχ. δ/νση: Σταδίου 31, Αθήνα
Tαχ. Κώδικας: 105 59
Πληροφορίες: Χρήστος Σαριτζόγλου
Μαρία Ξανθοπούλου
Τηλ: 213-136-1692, 213-136-1632
Fax: 2131361603, 2131361616
Ηλεκ. ταχυδ.: omogen@ypes.gr

Εγκύκλιος αρ. 11
Θέμα: Τροποποιήσεις Κώδικα Ελληνικής Ιθαγένειας (Ν.4251/2014)

 

Σας ενημερώνουμε ότι δημοσιεύθηκε ο Ν. 4251/2014 (ΦΕΚ 80/Α/1-4-2014) «Κώδικας Μετανάστευσης και Κοινωνικής Ένταξης και λοιπές διατάξεις», με το άρθρο 142 (Θέματα Ιθαγένειας) του οποίου, επέρχονται σειρά από σημαντικές και καινοτόμες αλλαγές στον Κώδικα Ελληνικής Ιθαγένειας (Ν. 3284/2004).

Με την παρούσα εγκύκλιο παρέχονται, προς ενημέρωσή σας, οδηγίες και διευκρινίσεις σχετικά με την εφαρμογή των ανωτέρω διατάξεων του νέου νόμου, ως ακολούθως:

Α. ΚΑΤΑΡΓΗΣΗ ΥΠΟΧΡΕΩΣΗΣ ΥΠΟΒΟΛΗΣ ΔΗΛΩΣΗΣ ΠΟΛΙΤΟΓΡΑΦΗΣΗΣ

Με την παρ. 2. του άρθρου 142 του Ν.4251/2014 ορίζεται ότι στην παρ. 1 του άρθρου 6 του Κώδικα Ελληνικής Ιθαγένειας, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 4 του Ν.3838/2010, προστίθεται δεύτερο εδάφιο σύμφωνα με το οποίο, οι ομογενείς αλλοδαποί εξαιρούνται από την υποχρέωση υποβολής δήλωσης πολιτογράφησης.

Συνεπώς, όλοι οι ομογενείς αλλοδαποί μη κάτοχοι Ε.Δ.Τ.Ο. (καθώς οι ομογενείς κάτοχοι Ε.Δ.Τ.Ο. έχουν ήδη απαλλαχθεί από την υποχρέωση αυτή Βάσει του άρθρου 23 του Ν.3838/2010) και ανεξάρτητα από το είδος της άδειας διαμονής με την οποία είναι εφοδιασμένοι, απαλλάσσονται της υποχρέωσης να υποβάλουν δήλωση πολιτογράφησης στο δήμο διαμονής τους και θα υποβάλλουν την αίτηση πολιτογράφησης μαζί με τα απαιτούμενα ανά περίπτωση δικαιολογητικά, απευθείας στην αρμόδια υπηρεσία της οικείας Διεύθυνσης Αστικής Κατάστασης κάθε Αποκεντρωμένης Διοίκησης της χώρας.

Β. ΚΑΤΑΡΓΗΣΗ ΟΡΚΩΜΟΣΙΑΣ ΓΙΑ ΟΜΟΓΕΝΕΙΣ ΚΑΤΟΧΟΥΣ Ε.Δ.Τ.Ο.

Με τη περίπτωση (Β) της παρ. 9 του άρθρου 142 του Ν.4251/2014 αντικαθίσταται η παρ. 3 του άρθρου 23 του Ν.3838/2010 και ορίζεται ότι για την απόκτηση της ελληνικής ιθαγένειας απαιτείται η δημοσίευση περίληψης της απόφασης του Γενικού Γραμματέα της Αποκεντρωμένης Διοίκησης στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως ενώ η ελληνική ιθαγένεια αποκτάται από τη δημοσίευση της ανωτέρω απόφασης, μη εφαρμοζόμενου αναλόγως του άρθρου 9 (περί ορκωμοσίας) του ίδιου Κώδικα.

Συνεπώς, όλοι οι ομογενείς κάτοχοι Ε.Δ.Τ.Ο. παύουν να καλούνται σε ορκωμοσία και αποκτούν πλέον την ελληνική ιθαγένεια από την ημερομηνία δημοσίευσης στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, περίληψης της απόφασης πολιτογράφησης με την οποία έγινε δεκτό το αίτημά τους. Παράλληλα στις διατάξεις της περ. γ της ίδιας παραγράφου και άρθρου ορίστηκε ότι q κατάργηση της δόσης του όρκου εφαρμόζεται και στις εκκρεμείς αιτήσεις.

Η κατάργηση της υποχρέωσης ορκωμοσίας αφορά όλες τις υποθέσεις πολιτογράφησης, κατ’ εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 23, η διαδικασία των οποίων δεν έχει ολοκληρωθεί με τη δόση του σχετικού όρκου, καταλαμβάνοντας, σε κάθε περίπτωση, και τις περιπτώσεις εκείνες όπου οι οικείες αποφάσεις πολιτογράφησης έχουν δημοσιευτεί πριν την 1/4/2014 (ημερομηνία δημοσίευσης του Ν. 4251/2014).

Διευκρινίζεται ότι μετά την προαναφερθείσα δημοσίευση, ακολουθεί χωρίς περαιτέρω διαδικασίες, η έκδοση απόφασης δημοτολογικής εγγραφής του ενδιαφερόμενου καθώς και τυχόν ανήλικων (και άγαμων) τέκνων του, τα οποία αποκτούν την ελληνική ιθαγένεια αυτοδικαίως από την ημερομηνία δημοσίευσης της περίληψης απόφασης πολιτογράφησης στην Εφημερίδα της Κυβέρνησης, Βάσει των διατάξεων του άρθρου 11 (περί κτήσης ελληνικής ιθαγένειας από τέκνα πολιτογραφημένου) του Ν.3284/2004 το οποίο ισχύει ως έχει.

Υπενθυμίζεται ότι, σε συνέχεια προγενέστερου έγγραφου μας το οποίο σας έχει κοινοποιηθεί (Φ.130181/18146/5-7-2013) όσοι ομογενείς αποκτούν την ελληνική ιθαγένεια Βάσει του άρθρου 23 του Ν.3838/2010 η κτήση αυτής θα εξακολουθεί να αποδεικνύεται

Βάσει πιστοποιητικών εγγραφής στα δημοτολόγια των Δήμων της χώρας, σύμφωνα και με τα οριζόμενα στο άρθρο 27 (περί πιστοποιητικών ελληνικής ιθαγένειας) του Ν.3284/2004, αλλά ο υπολογισμός της προθεσμίας δήλωσης της μεταβολής της ιθαγένειας και των λοιπών κατά περίπτωση στοιχείων στις αρμόδιες υπηρεσίες Ληξιαρχείων, άρχεται από την ημερομηνία έκδοσης απόφασης εγγραφής στο δημοτολόγιο του οικείου Δήμου.

Γ. ΥΠΕΥΘΥΝΗ ΔΗΛΩΣΗ ΓΙΑ ΟΝΟΜΑΤΕΠΩΝΥΜΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΑΠΟΦΑΣΗΣ ΠΟΛΙΤΟΓΡΑΦΗΣΗΣ

Με τη περίπτωση (α) της παρ. 9 του άρθρου 142 του Ν.4251/2014 τροποποιείται το άρθρο 23 του Ν.3838/2010 με τη προσθήκη περίπτωσης (ε) σύμφωνα με την οποία στα δικαιολογητικά που συνυποβάλλονται με την αίτηση πολιτογράφησης, προστίθεται υπεύθυνη δήλωση με το όνομα και επώνυμο του ομογενούς, όπως επιθυμεί να αναγράφονται στην απόφαση πολιτογράφησης. Εν συνεχεία αναφέρεται ότι ο ομογενής δύναται, εφόσον το επιθυμεί, να προχωρήσει σε εξελληνισμό του κύριου ονόματος και του επωνύμου του, δηλαδή να ζητήσει:

–  τη μετατροπή σε ελληνική εκδοχή της κατάληξης τους

–  την ορθή απόδοση τους στην ελληνική γλώσσα που λόγω της χρήσης υποκοριστικού ή λόγω του αλφαβήτου της χώρας προέλευσης τους δεν έχουν αποδοθεί ορθώς ή

–  τη μετατροπή της ορθογραφίας τους

Βάσει των ανωτέρω ρυθμίσεων, οι ομογενείς κάτοχοι Ε.Δ.Τ.Ο. θα μπορούν εφεξής να διευκρινίζουν με υπεύθυνη δήλωση τον τρόπο με τον οποίο επιθυμούν να αναγράφονται το όνομα και το επώνυμο τους (στην ονομαστική και με πεζά-τονισμένα γράμματα) στην απόφαση πολιτογράφησης. Ταυτόχρονα και μόνο εφόσον το επιθυμούν, με την ίδια υπεύθυνη δήλωση, οι ενδιαφερόμενοι μπορούν να ζητήσουν και εξελληνισμό του ονόματος και του επωνύμου τους (όχι όμως και των στοιχείων των γονέων τους).

Τονίζεται ότι με τη νέα αυτή διαδικασία δεν επιτρέπεται η ριζική αλλαγή του ονόματος ή του επωνύμου ή και των δύο μαζί, ενώ είναι αυτονόητο ότι δεν μπορεί να γίνει δεκτό αίτημα αλλαγής στοιχείων μετά την έκδοση της απόφασης πολιτογράφησης, καθώς παραμένει σε ισχύ η δυνατότητα εξελληνισμού των ονοματεπωνυμικών στοιχείων του πολιτογραφηθέντος κατά το χρόνο της δημοτολογικής του εγγραφής, Βάσει της παρ. 6.27 του άρθρου 94 του Ν. 3852/2010.

Η δυνατότητα αυτή παρέχεται και για τις εκκρεμείς αιτήσεις πολιτογράφησης, όπου στην περίπτωση αυτή ως τέτοιες εύλογα νοούνται εκείνες για τις οποίες δεν έχει ακόμα εκδοθεί απόφαση πολιτογράφησης. Συνεπώς, σε περίπτωση που ο ομογενής αλλοδαπός του οποίου εκκρεμεί η αίτηση προσέλθει στην υπηρεσία σας προ της έκδοσης της απόφασης πολιτογράφησης του, τότε δικαιούται να καταθέσει τη σχετική υπεύθυνη δήλωση με τον επιθυμητό τρόπο αναγραφής των ονοματεπωνυμικών του στοιχείων και η υπηρεσία υποχρεούται να την παραλάβει.

Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι η συμπλήρωση της ανωτέρω υπεύθυνης δήλωσης είναι εφεξής υποχρεωτική για κάθε ενδιαφερόμενο ο οποίος υποβάλει αίτηση πολιτογράφησης, ακόμα και αν τα ονοματεπωνυμικά στοιχεία που δηλώνει είναι ταυτόσημα με τα στοιχεία που αναφέρονται στη μετάφραση του πιστοποιητικού γέννησης η της οικείας ληξιαρχικής πράξης για όσους έχουν γεννηθεί στην Ελλάδα, καθώς για τη διευκόλυνσή των αιτούντων και των υπηρεσιών σας, όλες οι πληροφορίες για την οικογενειακή κατάσταση του αιτούντος, θα αναφέρονται στην ανωτέρω υπεύθυνη δήλωση, προσαρμοσμένο υπόδειγμα της οποίας παρατίθεται στο παράρτημα της παρούσας εγκυκλίου. Διευκρινίζεται ότι η υπεύθυνη δήλωση είναι υποχρεωτικό να φέρει βεβαίωση γνησίου της υπογραφής του ενδιαφερόμενου μόνο εφόσον υποβάλλεται στις υπηρεσίες σας ταχυδρομικώς ή μέσω εξουσιοδοτημένου τρίτου προσώπου ενώ δεν απαιτείται Βεβαίωση γνησίου της υπογραφής όταν η υπεύθυνη δήλωση προσκομίζεται αυτοπροσώπως από τον ίδιο τον αιτούντα, εφόσον εξακριβώνεται η ταυτότητα του από την ίδια την υπηρεσία.

Στο τέλος της παρούσης παρατίθενται πίνακες με ενδεικτικές περιπτώσεις προκειμένου να γίνει σαφής η λογική της νέας διάταξης και να προσδιοριστεί το εύρος εφαρμογής της.

Δεν γίνονται δεκτά (και ως εκ τούτου δεν λαμβάνονται καν υπόψη από τις υπηρεσίες σας), στοιχεία που δηλώνονται από τους αιτούντες, με την ανωτέρω υπεύθυνη δήλωση τα οποία αφορούν αίτημα αλλαγής άλλων πληροφοριών σχετικά με τον τόπο ή την ημερομηνία γέννησης τους, αίτημα αλλαγής ονοματεπωνυμικών στοιχείων του ενός ή και των δύο γονέων τους.

Στην περίπτωση που ο αιτών έχει ανήλικα τέκνα που έχουν γεννηθεί στην αλλοδαπή, θα πρέπει να διευκρινιστεί ότι εάν αυτά είναι ήδη δημοτολογημένα, ουδεμία αλλαγή στοιχείων μπορεί να γίνει δεκτή μέσω υπεύθυνης δήλωσης, δεδομένου ότι δεν υφίσταται αρμοδιότητα ελληνικών διοικητικών ή δικαστικών αρχών να προβούν σε διόρθωση ληξιαρχικών πράξεων που έχουν συνταχθεί στην αλλοδαπή.

Στην περίπτωση όμως που ο αιτών έχει ανήλικα τέκνα που έχουν γεννηθεί στην Ελλάδα και είναι ήδη δημοτολογημένα, θα πρέπει μετά την έκδοση της δημοτολογικής εγγραφής (και κατά προτίμηση πριν την ολοκλήρωση της εγγραφής του στο Δήμο), να προβεί εμπρόθεσμα σε όλες τις αναγκαίες μεταβολές στην οικεία ληξιαρχική πράξη γέννησης ημεδαπής αρχής του τέκνου του, ώστε να γίνουν στη συνέχεια οι αντίστοιχες μεταβολές της εγγραφής του τέκνου στην οικογενειακή τους μερίδα.

Η εγκύκλιος υπ’ αρ. 52/Φ.130181 /34405/13-12-2012 (ΑΔΑ: Β4ΜΒΝ-ΖΜ1) παραμένει σε ισχύ και εφαρμόζεται πλέον υπό το πρίσμα των αλλαγών και σε συνδυασμό με τις οδηγίες που εμπεριέχονται στην παρούσα εγκύκλιο.

Παρακαλούμε για την εφαρμογή της παρούσας εγκυκλίου και της απαρέγκλιτης χρήσης των νέων υποδειγμάτων εντύπων και εγγράφων. Σε περίπτωση ευλόγων αμφιβολιών ή ανάγκης παροχής οδηγιών για περιπτώσεις που απαιτούν ειδικότερο χειρισμό, παρακαλούμε να επικοινωνείτε με τη Διεύθυνση Ιθαγένειας (omogen@ypes.gr, ithagenia@ypes.gr).

Ο ΓΕΝΙΚΟΣ ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ ΠΛΗΘΥΣΜΟΥ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΣΥΝΟΧΗΣ
Ε. ΣΥΡΙΓΟΣ

 

0

Καλό Πάσχα & Καλή Ανάσταση

Το Δικηγορικό Γραφείο Απόστολου Αρμουτσή & Συνεργατών σας εύχεται Καλό Πάσχα και Χριστός Ανέστη.

Η Ανάσταση του Κυρίου ας μας φωτίσει στο να αποκτήσουμε αυτογνωσία και να γίνουμε καλύτεροι άνθρωποι, για τους συνανθρώπους μας και για την κοινωνία που ανήκουμε.

Οι σημερινοί καιροί επιβάλλουν όσο ποτέ άλλοτε την ύπαρξη της Πίστης στο Θεό. Ειδικά για εμάς τους Χριστιανούς η Ανάσταση του Υιού του, του Ιησού Χριστού οφείλει να μας αφυπνίζει και να μας οδηγεί προς το Καλό και το Δίκαιο.

0

Εγκύκλιος 12/2014 – Έναρξη ισχύος παρ. 11 και 12 άρθρου 138 Νόμου 4251/2014

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ
ΓΕΝΙΚΗ ΓΡΑΜΜΑΤΕΙΑ ΠΛΗΘΥΣΜΟΥ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΣΥΝΟΧΗΣ
ΓΕΝ. Δ/ΝΣΗ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΤΙΚΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ &  ΚΟΙΝ. ΕΝΤΑΞΗΣ
ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΤΙΚΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ
ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΟΘΕΤΙΚΟΥ ΣΥΝΤΟΝΙΣΜΟΥ ΚΑΙ ΕΛΕΓΧΟΥ
 
Αθήνα,  17   Απριλίου   2014
Αριθ.  Πρωτ: οικ. 20698
Εγκύκλιος αριθ. 12

Θέμα: Παροχή οδηγιών για την ορθή εφαρμογή των διατάξεων του Κώδικα Μετανάστευσης και Κοινωνικής Ένταξης που ισχύουν από την ημερομηνία δημοσίευσής του, ήτοι των παραγράφων 11 και 12 του άρθρου 138 του ν. 4251/2014.

Εισαγωγή

Όπως γνωρίζετε, στο ΦΕΚ Α΄ 80 δημοσιεύτηκε ο ν. 4251/2014 « Κώδικας Μετανάστευσης και Κοινωνικής Ένταξης και λοιπές διατάξεις».
Στον υπόψη νόμο, εφεξής Κώδικα,  ενσωματώνονται οι ρυθμίσεις του ν.3386/2005 και άλλων 19 τροποποιητικών νομοθετικών παρεμβάσεων, 6 προεδρικών διαταγμάτων, ενώ γίνεται προσπάθεια περιορισμού του απαιτούμενου αριθμού εφαρμοστικών υπουργικών αποφάσεων. Ο Κώδικας Μετανάστευσης και Κοινωνικής Ένταξης αποτελείται από 139 άρθρα.

Το πρώτο μέρος του Κώδικα  αποτελείται από 8 κεφάλαια και περιλαμβάνει τα άρθρα 1 έως 31. Το πρώτο κεφάλαιο περιέχει γενικές διατάξεις. Το δεύτερο κεφάλαιο περιέχει ρυθμίσεις για τη διαδικασία εισόδου και εξόδου από τη χώρα. Το τρίτο κεφάλαιο περιέχει ρυθμίσεις σχετικά με το δικαίωμα διαμονής και τις προβλεπόμενες διοικητικές διατυπώσεις. Το τέταρτο κεφάλαιο περιέχει ρυθμίσεις σχετικά με τη διαμονή για εργασία και άσκηση επαγγελματικής δραστηριότητας. Το πέμπτο κεφάλαιο περιέχει ρυθμίσεις για τη χορήγηση και ανανέωση αδειών διαμονής για ανθρωπιστικούς και άλλους λόγους. Το έκτο κεφάλαιο περιέχει ρυθμίσεις σχετικά με τα δικαιώματα, τις υποχρεώσεις και τις κυρώσεις. Το έβδομο κεφάλαιο περιέχει ρυθμίσεις σχετικά με την ανάκληση άδειας διαμονής και τις διαδικαστικές εγγυήσεις, ενώ το όγδοο κεφάλαιο περιέχει ρυθμίσεις σχετικά με υποχρεώσεις υπηρεσιών, υπαλλήλων, συμβολαιογράφων, εργοδοτών, μεταφορέων κ.α.

Το δεύτερο μέρος του Κώδικα αποτελείται από 6 τμήματα και περιλαμβάνει τα άρθρα 31 έως 127. Το πρώτο τμήμα περιέχει τις ρυθμίσεις για την εισδοχή πολιτών   τρίτων χωρών με σκοπό τις σπουδές , την εθελοντική υπηρεσία και άλλες διατάξεις σύμφωνα με την οδηγία 2004/114 ΕΚ. Το δεύτερο τμήμα περιέχει τις ρυθμίσεις για την εισδοχή πολιτών τρίτων χωρών – θυμάτων εμπορίας ανθρώπων ή παράνομης διακίνησης μεταναστών σύμφωνα με την οδηγία 2004/81/ΕΚ (άρθρα 49 έως 56). Το τρίτο τμήμα περιέχει ρυθμίσεις για την ειδική διαδικασία εισδοχής πολιτών τρίτων χωρών για σκοπούς επιστημονικής έρευνας  σύμφωνα με την οδηγία 2005/71/ΕΚ (άρθρα 57 έως 68). Το τέταρτο τμήμα περιέχει ρυθμίσεις για την εισδοχή πολιτών τρίτων χωρών για οικογενειακή επανένωση σύμφωνα με την οδηγία 2003/86/ΕΚ  και ρυθμίσεις για τα μέλη οικογένεια Έλληνα πολίτη (άρθρα 69 έως 87). Το πέμπτο τμήμα περιέχει ρυθμίσεις για το καθεστώς πολιτών τρίτων χωρών οι οποίοι είναι επί μακρόν διαμένοντες σύμφωνα με την οδηγία 2003/109/ΕΚ της 25ης Νοεμβρίου 2003, καθώς και ρυθμίσεις προσαρμογής της ελληνικής νομοθεσίας προς τις διατάξεις της οδηγίας 2011/51/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 11ης Μαΐου 2011 που τροποποιεί την οδηγία 2003/109/ΕΚ του Συμβουλίου επεκτείνοντας το πεδίο εφαρμογής της και στους δικαιούχους διεθνούς προστασίας (άρθρο 88 έως 108). Το έκτο τμήμα περιέχει ρυθμίσεις για την εισδοχή πολιτών τρίτων χωρών με σκοπό την απασχόληση υψηλής ειδίκευσης σύμφωνα με την οδηγία 2009/50/ΕΚ (άρθρο 109 έως 127).

Το τρίτο μέρος του Κώδικα  αποτελείται από τρία κεφάλαια και περιλαμβάνει τα άρθρα 128 έως 139. Το πρώτο κεφάλαιο περιέχει ρυθμίσεις για την κοινωνική ένταξη Το δεύτερο κεφάλαιο περιέχει ρυθμίσεις οργανωτικού χαρακτήρα. Το τρίτο κεφάλαιο περιέχει μεταβατικές ρυθμίσεις.

Η ημερομηνία έναρξης ισχύος των διατάξεων του Κώδικα, πλην των μεταβατικών διατάξεων που περιλαμβάνονται στις παραγράφους 11 και 12 του άρθρου 138, είναι η 01-06-2014.

Η παρούσα εγκύκλιος σκοπό έχει την παροχή οδηγιών για την ορθή εφαρμογή των διατάξεων του Κώδικα που ισχύουν από την ημερομηνία δημοσίευσής του, ήτοι των παραγράφων 11 και 12 του άρθρου 138.

Ενότητα Α΄ 

Α1.Εφαρμογή των διατάξεων της παραγράφου 11 περ. (α) του άρθρου 138 

Οι  διατάξεις της περ. (α ) της παραγράφου 11 του άρθρου 138, προβλέπουν ότι παρατείνεται αυτοδίκαια, έως και πέντε μήνες από τη λήξη τους, η  ισχύς των αδειών διαμονής  πολιτών τρίτων χωρών οι οποίες έχουν εκδοθεί από τις υπηρεσίες Αλλοδαπών και Μετανάστευσης των Αποκεντρωμένων Διοικήσεων της Χώρας και  λήγουν από 01.01.2014 έως και  30.04.2014.

Δικαιούχοι

Πολίτες τρίτων χωρών που κατέχουν άδειες διαμονής των κατηγοριών  του ν. 3386/2005, των π.δ. που ενσωματώνουν κοινοτικές οδηγίες και των κανονιστικών πράξεων που εκδόθηκαν κατ’ εξουσιοδότηση των διατάξεων του ν. 3386/2005, όπως ισχύει,  από τις υπηρεσίες Αλλοδαπών και Μετανάστευσης των Αποκεντρωμένων Διοικήσεων της Χώρας και λήγουν από 01.01.2014 έως και  30.04.2014.

Στην παράταση ισχύος των αδειών διαμονής δεν περιλαμβάνονται οι άδειες διαμονής που εκδίδονται από τη Δ/νση Μεταναστευτικής Πολιτικής του Υπουργείου Εσωτερικών και οι Ειδικές Βεβαιώσεις Νόμιμης Διαμονής.

Εφιστούμε ιδιαίτερα την προσοχή σας στο γεγονός ότι δεν παρατείνονται οι άδειες διαμονής για οικογενειακή επανένωση που η ισχύς τους είναι ισόχρονη της ημερομηνίας ενηλικίωσης του συντηρούμενου τέκνου.

Διάρκεια παράτασης

Οι παραπάνω άδειες διαμονής παρατείνονται για πέντε μήνες από την ημερομηνία λήξης τους, χωρίς την επιβολή προστίμου.

Σε αντίθεση με παρατάσεις που δόθηκαν κατά τα προηγούμενα έτη, η  ημερομηνία  λήξης της παράτασης των αδειών διαμονής που λήγουν εντός του παραπάνω ορισθέντος διαστήματος, δεν είναι κοινή αλλά αφορά την κάθε περίπτωση ξεχωριστά (λ.χ. άδεια διαμονής που λήγει 31.01.2014 παρατείνεται έως την 30.06. 2014, ενώ άδεια διαμονής που λήγει 30.04.2014, παρατείνεται έως 30.09.2014).

Υποβολή αίτησης ανανέωσης

Η αίτηση ανανέωσης των αδειών διαμονής που εντάσσονται στο ρυθμιστικό πεδίο των υπόψη διατάξεων, υποβάλλεται πριν τη λήξη τους, συνυπολογιζόμενης της παράτασης (λ.χ. κάτοχος άδειας διαμονής που λήγει 31.01.2014 και παρατείνεται έως 30.06.2014, υποβάλλει το αίτημα ανανέωσης μετά την 01.04.2014).

Επισημαίνουμε ότι και στην περίπτωση των αδειών διαμονής που παρατείνονται, παρέχεται η δυνατότητα υποβολής αίτησης ανανέωσης μέχρι και ένα μήνα από τη λήξη της παράτασης. Σ’ αυτή την περίπτωση επιβάλλεται το προβλεπόμενο από τις διατάξεις του άρθρου 12 του ν. 3386/2005, πρόστιμο.

Υποβολή αίτησης ανανέωσης άδειας διαμονής  κατ’ εξαίρεση

Οι υπηρεσίες Αλλοδαπών και Μετανάστευσης θα παραλαμβάνουν αιτήματα ανανέωσης  των ως άνω αδειών διαμονής καθ’ όλο το χρόνο της παράτασης, μόνον, εφ’ όσον τεκμηριώνεται σπουδαίος λόγος.

Ενδεικτικά αναφέρουμε,  ως σπουδαίους λόγους, αυτούς  που συναρτώνται με άμεση ανάγκη ταξιδιού (λ.χ. έκδοση εισιτηρίου), ασθένειας του ενδιαφερόμενου ή συγγενικού του προσώπου (λ.χ. ανάγκη νοσηλείας), εύρεσης εργασίας σε άλλο κράτος – μέλος ( λ.χ. υποβολή αιτημάτων για την απόκτηση του καθεστώτος του επί μακρόν διαμένοντος), σπουδές στο εξωτερικό, ERASMUS, επιχειρηματικά ταξίδια,  συμμετοχή σε προγράμματα της Γενικής Γραμματείας Νέας Γενιάς, συμμετοχή σε διεθνείς ή ευρωπαϊκές αθλητικές διοργανώσεις, κτήση ελληνικής ιθαγένειας κ.α.

Σπουδαίος λόγος, σε κάθε περίπτωση, θεωρείται η ανανέωση των αδειών διαμονής που έχουν εκδοθεί από το Υπουργείο Εσωτερικών, η ισχύς των οποίων, όπως προαναφέραμε, δεν παρατείνεται, η ανανέωση των οποίων διενεργείται από τις Υπηρεσίες Αλλοδαπών και Μετανάστευσης των Αποκεντρωμένων Διοικήσεων της χώρας (λ.χ. μέλη οικογένειας Έλληνα, γονείς ημεδαπών, ενήλικοι που φοίτησαν σε ελληνικά σχολεία, κ.λ.π.). 

Έκδοση απόφασης εξαίρεσης

Οι παραπάνω διατάξεις παρέχουν τη δυνατότητα στο Γενικό Γραμματέα της οικείας Αποκεντρωμένης Διοίκησης, να εκδίδει απόφαση βάσει της οποίας, γίνονται δεκτά  όλα τα αιτήματα ανανέωσης καθ’ όλο το χρόνο της παράτασης.

Σ’ αυτή την περίπτωση, είναι αυτονόητο ότι η υποβολή  του αιτήματος ανανέωσης  πριν τη λήξη της κανονικής διάρκειας της άδειας διαμονής του ή πριν τη λήξη της, συνυπολογιζόμενης της παράτασης,  εναπόκειται στην ευχέρεια του πολίτη τρίτης χώρας.

Προϋποθέσεις ανανέωσης άδειας διαμονής

Οι κάτοχοι αδειών διαμονής που υπάγονται στις υπόψη διατάξεις, καθώς και εκείνοι των οποίων η ημερομηνία  λήξης της άδειας διαμονής τους (κανονική διάρκεια) είναι πριν την 30η Σεπτεμβρίου 2014 και πληρούν τις λοιπές προϋποθέσεις του νόμου 3386/2005 ή του ν. 4251/2014 (αναλόγως της ημερομηνίας υποβολής του αιτήματος), ανανεώνουν την άδεια διαμονής τους μόνο με την υποβολή βιβλιαρίου υγείας σε ισχύ, ακόμη και στις περιπτώσεις που τα αιτήματα έχουν υποβληθεί εντός του πρώτου τετραμήνου του  2014.

Διάρκεια ισχύος της  άδειας διαμονής 

Η ημερομηνία έναρξης ισχύος των αδειών διαμονής που υποβάλλονται σε Υπηρεσίες Αλλοδαπών και Μετανάστευσης των Αποκεντρωμένων Διοικήσεων της χώρας είναι:

• η  επομένη της ημερομηνίας  λήξης της κανονικής διάρκειας, για όσες  περιπτώσεις   έχει εκδοθεί απόφαση εξαίρεσης από το Γενικό Γραμματέα ή έχει παραληφθεί αίτηση ανανέωσης λόγω επίκλησης σπουδαίου λόγου, πριν την ημερομηνία λήξης της κανονικής διάρκειας. Λ.χ., πολίτης τρίτης χώρας, κάτοχος άδειας διαμονής για εξαρτημένη εργασία με διάρκεια ισχύος 10-03-2012 έως 09-03-2014 του οποίου η άδεια διαμονής παρατείνεται μέχρι 09-08-2014, υποβάλλει αίτημα ανανέωσης 10-02-2014, επικαλούμενος σπουδαίο λόγο. Ή άδεια διαμονής που θα εκδοθεί θα είναι διάρκειας 10-03-2014 έως 09-03-2016.

• η επομένη της ημερομηνίας λήξης της άδειας διαμονής, συνυπολογιζομένης της παράτασης σε όσες περιπτώσεις υποβάλλονται αιτήματα μετά την ημερομηνία λήξης της κανονικής διάρκειας ισχύος. Το μεσοδιάστημα, είναι  καλυπτόμενο από την αυτοδίκαιη παράταση.

Για παράδειγμα, πολίτης τρίτης χώρας κάτοχος άδειας διαμονής για εξαρτημένη εργασία με διάρκεια ισχύος 10-03-2012 έως 09-03-2014 η οποία παρατείνεται μέχρι 10-08-2014  υποβάλλει αίτημα ανανέωσης, την 30-06-2014. H άδεια διαμονής που θα εκδοθεί θα είναι διάρκειας 11-08-2014 έως 10-08-2017, καθόσον θα ισχύουν οι διατάξεις του άρθρου 7 παρ.5 του Κώδικα.

Δικαιώματα

Κατά τη διάρκεια της παράτασης, οι υπηρεσίες υποχρεούνται  να συναλλάσσονται με τους πολίτες τρίτων χωρών που εμπίπτουν στο ρυθμιστικό πεδίο των παραπάνω διατάξεων και  να προβαίνουν στις οφειλόμενες ενέργειες, ανεξαρτήτως της λήξης της άδειας διαμονής τους.

Κατά το ως άνω διάστημα οι πολίτες τρίτων χωρών έχουν τα δικαιώματα που τους παρέχει η άδεια διαμονής που κατέχουν. Ενδεικτικά αναφέρουμε, ότι έχουν τη δυνατότητα να εργάζονται, να συνάπτουν σύμβαση εργασίας, να υποβάλλουν αίτημα για εγγραφή σε ασφαλιστικό φορέα, να αιτούνται την απόδοση Α.Φ.Μ., να συνεχίζουν τη φοίτησή τους στα εκπαιδευτικά ιδρύματα της χώρας, να νοσηλεύονται, να λαμβάνουν επιδόματα ανεργίας, να εγγράφονται στα μητρώα ανέργων, να ανανεώνουν βιβλιάρια υγείας κ.λ.π..

Αυτονόητο είναι ότι υποχρεούνται να ασφαλίζονται και να τηρούν τις φορολογικές τους υποχρεώσεις.

Έξοδος και επανείσοδος 

Λαμβανομένου υπόψη ότι η παράταση είναι αυτοδίκαιη και δεν απαιτείται η έκδοση διαπιστωτικής πράξης, επιτρέπεται η έξοδος και επανείσοδός τους στην Ελλάδα, προκειμένου   να επισκεφτούν τη χώρα τους,  κατά το  οριζόμενο για κάθε πολίτη τρίτης χώρας διάστημα παράτασης,  με μόνη την επίδειξη της άδειας διαμονής. Κατά το συγκεκριμένο διάστημα  δεν εκδίδονται αποφάσεις επιστροφής, εκ μόνου του λόγου  της λήξης της άδειας διαμονής ούτε επιβάλλονται πρόστιμα κατά την έξοδο των πολιτών τρίτων χωρών από την Ελλάδα.

 

Α2. Εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 138 παρ. 11 περίπτωση (β)

Οι  διατάξεις της περ. (β) της παραγράφου 11 του άρθρου 138, προβλέπουν ότι παρατείνεται αυτοδίκαια, χωρίς την ανάγκη επίθεσης σφραγίδας ή αναγραφής στο σώμα της βεβαίωσης,  η  ισχύς των βεβαιώσεων τύπου Α΄ που έχουν εκδοθεί μέχρι την 01/04/2014, από:

• Υπηρεσίες Αλλοδαπών και Μετανάστευσης των Αποκεντρωμένων Διοικήσεων της χώρας

• Δ/νση Μεταναστευτικής Πολιτικής του Υπουργείου Εσωτερικών

• Υπηρεσίες Αλλοδαπών των Δήμων

Η παράταση ισχύει για ένα έτος από την ημερομηνία έναρξης ισχύος του νόμου, ήτοι, μέχρι την 31η Μαρτίου 2015, ανεξαρτήτως της ημερομηνίας υποβολής της αίτησης και εφόσον εν τω μεταξύ  δεν έχει εκδοθεί απορριπτική απόφαση.

 

Α3. Ειδικές Επισημάνσεις

Όπως γνωρίζετε, η ημερομηνία έναρξης ισχύος του Κώδικα, πλην των μεταβατικών διατάξεων των παραγράφων 11 και 12 του άρθρου 138, είναι η 1η Ιουνίου 2014.

Ως εκ τούτου, προτείνουμε, να προβείτε στις ακόλουθες ενέργειες:

α) Ενημέρωση των πολιτών τρίτων χωρών για τα πλεονεκτήματα  που απολαύουν εάν κάνουν  χρήση της παράτασης ισχύος  των αδειών διαμονής και υποβάλλουν τα σχετικά αιτήματα ανανέωσης άδειας διαμονής στο πλαίσιο  ισχύος αυτής.

Ειδικότερα:

i.      Λαμβάνουν  οι ίδιοι και τα συντηρούμενα μέλη της οικογένειάς τους άδεια διαμονής τριετούς διάρκειας
ii.     Για την έκδοση της άδειας διαμονής για εργασία δεν απαιτείται σύμβαση εργασίας ούτε αποδεικτικό εκπλήρωσης ασφαλιστικών υποχρεώσεων, παρά μόνον βιβλιάριο υγείας σε ισχύ, ενώ η άδεια  διαμονής παρέχει πρόσβαση στη μισθωτή απασχόληση και στην παροχή υπηρεσιών ή έργου.
iii.   Για την ανανέωση άδειας διαμονής για λόγους οικογενειακής επανένωσης δεν απαιτείται η απόδειξη κατοχής επαρκούς εισοδήματος
iv.   Για την πρόσβαση στο καθεστώς «επί μακρόν διαμένοντος» έχουν τεθεί ιδιαίτερα χαμηλά εισοδηματικά κριτήρια και έχει απαλειφθεί η υποχρεωτική προσκόμιση πιστοποιητικού γνώσης της ελληνικής γλώσσας, εφόσον διαμένουν στη χώρα νόμιμα  κατά την τελευταία δωδεκαετία πριν την υποβολή της αίτησης
v.     Έχουν τη δυνατότητα να ταξιδέψουν στη χώρα καταγωγής τους, είτε με την άδεια διαμονής τους είτε με τη βεβαίωση τύπου Α΄
vi.    Έχουν τη δυνατότητα ασφάλισης και ανανέωσης των βιβλιαρίων υγείας, καθώς και δυνατότητα οποιασδήποτε δικαιοπραξίας.

β) Καλύτερη οργάνωση των υπηρεσιών μιας στάσης, ιδιαίτερα σε ότι αφορά την υποδοχή κοινού

γ) Εξέταση και έκδοση των πράξεων για τα αιτήματα που εκκρεμούν στις υπηρεσίες σας, είτε αυτά εμπίπτουν στις διατάξεις της παραγράφου 12 του άρθρου 138 είτε όχι.

 

Ενότητα Β

Β1. Εφαρμογή των διατάξεων της παραγράφου 12 του άρθρου 138 – Εκκρεμείς αιτήσεις 

Αιτιολογική βάση

Οι μεταβατικές ρυθμίσεις της παραγράφου 12 του άρθρου 138 αποσκοπούν στην αντιμετώπιση επειγόντων ζητημάτων που έχουν ανακύψει λόγω της οικονομικοκοινωνικής κρίσης και της αύξησης των προβλημάτων που σχετίζονται με την πρόσβαση στην αγορά εργασίας. Στο πλαίσιο αυτό υιοθετούνται μέτρα όπως η δυνατότητα ανανέωσης άδειας διαμονής με την κατοχή βιβλιαρίου υγείας, η αύξηση του διαστήματος ισχύος της άδειας διαμονής και η δυνατότητα ανανέωσης της άδειας διαμονής που θα εκδοθεί βάσει των συγκεκριμένων διατάξεων, για άλλη μία τριετία με τους ίδιους όρους.

Δικαιούχοι

α) Πολίτες τρίτων χωρών που υπέβαλλαν κατά τα έτη 2010, 2011, 2012, και 2013, αίτηση ανανέωσης άδειας διαμονής για εξαρτημένη εργασία ή παροχή υπηρεσιών ή έργου και δεν πληρούν την προϋπόθεση συμπλήρωσης του απαιτούμενου αριθμού ημερών ασφάλισης

β) Πολίτες τρίτων χωρών που υπέβαλλαν κατά τα έτη 2010, 2011, 2012, και 2013 αίτηση ανανέωσης για υπαγωγή σε καθεστώς άδειας διαμονής μακράς διάρκειας (δεκαετή άδεια διαμονής ή επί μακρόν διαμένοντος) και δεν πληρούν την προϋπόθεση συμπλήρωσης του απαιτούμενου αριθμού ημερών ασφάλισης

γ) Συντηρούμενα μέλη οικογένειας των ανωτέρω που εκκρεμούν προς απόρριψη, εξ’ αιτίας μη συμπλήρωσης από τον  συντηρούντα του απαιτούμενου αριθμού ημερών ασφάλισης.

Εξέταση αιτημάτων

Οι Υπηρεσίες σας θα πρέπει να επανελέγξουν, αυτεπάγγελτα, όλα τα αιτήματα ανανέωσης άδειας διαμονής για εξαρτημένη εργασία, παροχή υπηρεσιών ή έργου, δεκαετή διάρκεια ή άδεια διαμονής επί μακρόν διαμένοντος, καθώς και των εξαρτώμενων μελών της οικογένειάς τους που έχουν υποβληθεί κατά τα έτη 2010 (διάστημα εξέτασης 2008-2010), 2011 (διάστημα εξέτασης 2009 -2011), 2012 (διάστημα εξέτασης 2010-2012),2013 (διάστημα εξέτασης 2011-2013) και εκκρεμούν προς απόρριψη, λόγω μη συμπλήρωσης του απαιτούμενου αριθμού ημερών εργασίας.

1. Σε όσες περιπτώσεις οι φάκελοι πληρούν τις λοιπές προϋποθέσεις του νόμου και έχει συνυποβληθεί βιβλιάριο υγείας, το οποίο ήταν σε ισχύ κατά την ημερομηνία υποβολής του αιτήματος ή προσκομίσθηκε, ως συμπληρωματικό, μεταγενέστερα της αίτησης ή στο πλαίσιο αίτησης θεραπείας,  θα ειδοποιηθεί ο ενδιαφερόμενος,

α) να προσκομίσει συμπληρωματικό παράβολο ύψους εκατόν πενήντα (150) ευρώ (εκδίδεται από την οικεία υπηρεσία),  προκειμένου να εκδοθεί άδεια διαμονής τριετούς διάρκειας ισχύος για εξαρτημένη εργασία ή παροχή υπηρεσιών ή έργου.

Η  ημερομηνία έναρξης ισχύος θα είναι η  επομένη της ημερομηνίας λήξης της προς ανανέωση άδειας διαμονής.

Για παράδειγμα, πολίτης τρίτης χώρας, κάτοχος άδειας διαμονής με ισχύ 30-04-2010 έως 29-04-2012, θα λάβει άδεια διαμονής με διάρκεια ισχύος 30-04-2012 έως 29-04-2015.

Ομοίως θα κληθεί για προσκόμιση συμπληρωματικού παραβόλου (εκδίδεται από την οικεία υπηρεσία) και η σύζυγος του ενδιαφερομένου.

Η άδεια διαμονής της συζύγου και των ανηλίκων τέκνων θα εκδοθεί ομοίως, με διάρκεια  τρία έτη.

β) να παραλάβει άδεια διαμονής δεκαετούς διάρκειας ή άδειας διαμονής επί μακρόν διαμένοντος, χωρίς βέβαια την προσκόμιση συμπληρωματικού παραβόλου.

Στα μέλη των οικογενειών των ανωτέρω θα χορηγηθεί ομοίως άδεια διαμονής για τρία έτη, εφόσον προσκομισθεί το συμπληρωματικό παράβολο ενώ για τα ανήλικα τέκνα θα χορηγηθεί άδεια διαμονής ισόχρονη του συντηρούντος και πάντως μέχρι τη συμπλήρωση του 18ου έτους της ηλικίας τους.

2. Σε όσες περιπτώσεις δεν έχει προσκομισθεί βιβλιάριο υγείας σε ισχύ κατά την ημερομηνία υποβολής του σχετικού αιτήματος, θα κληθούν οι ενδιαφερόμενοι να το προσκομίσουν, μαζί με συμπληρωματικό παράβολο, όπου απαιτείται. Το βιβλιάριο υγείας γίνεται δεκτό ανεξαρτήτως της ημερομηνίας έκδοσης ή ανανέωσής του και ανεξαρτήτως της ημερομηνίας λήξης αυτού, αρκεί να είναι εν ισχύ κατά την ημερομηνία προσκόμισης στην αρμόδια υπηρεσία.

Η άδεια διαμονής θα εκδίδεται όπως παραπάνω.

3. Όλα τα συμπληρωματικά δικαιολογητικά θα υποβληθούν με γενική αίτηση,  με την οποία θα αιτούνται υπαγωγή στις διατάξεις της παρ. 12 του άρθρου 138  του ν. 4251/2014

 

Β2.  Εφαρμογή των διατάξεων της παραγράφου 12 του άρθρου 138 – Απορριφθείσες αιτήσεις

Δικαιούχοι

Πολίτες τρίτων χωρών των οποίων έχει απορριφθεί αίτημα ανανέωσης άδειας διαμονής για εξαρτημένη εργασία, παροχή υπηρεσιών ή έργου, δεκαετή διάρκεια ή άδεια διαμονής επί μακρόν διαμένοντος, καθώς και των εξαρτώμενων μελών της οικογένειάς τους και έχουν προσφύγει στα Διοικητικά Δικαστήρια μέχρι τις 01/04/2014 υποβάλλοντας αιτήσεις ακύρωσης κατά απορριπτικών αποφάσεων που εκδόθηκαν κατά τα έτη 2010 (διάστημα εξέτασης  2008-2010) 2011(διάστημα εξέτασης 2009 -2011) 2012 (διάστημα εξέτασης 2010-2012), 2013, (διάστημα εξέτασης 2011-2013) λόγω μη συμπλήρωσης του απαιτούμενου αριθμού των ημερών ασφάλισης και μόνο, εφόσον έχει εκδοθεί προσωρινή διαταγή ή αναστολή εκτέλεσης της σχετικής απορριπτικής απόφασης.

Υποβολή αίτησης

Οι πολίτες τρίτων χωρών υποβάλλουν αίτηση υπαγωγής στις διατάξεις του άρθρου 138 παρ. 12 του ν. 4251/2014 εντός αποκλειστικής προθεσμίας η οποία λήγει στις 30-06-2014 προσκομίζοντας,

α) βιβλιάριο υγείας σε ισχύ,

β) 150€ παράβολο, όπου απαιτείται (εκδίδεται από την οικεία υπηρεσία ) και

γ) παραίτηση από τα ένδικα μέσα.

Οι ανωτέρω αιτήσεις υποβάλλονται στις υπηρεσίες που εξέδωσαν τις σχετικές απορριπτικές αποφάσεις, ανεξαρτήτως μεταγενέστερης μεταβολής του τόπου διαμονής των πολιτών τρίτων χωρών.

Στους εν λόγω πολίτες τρίτων χωρών μέχρι την έκδοση  της άδειας διαμονής, χορηγείται βεβαίωση τύπου Α΄.

Έκδοση και διάρκεια ισχύος  άδειας διαμονής

Η άδεια διαμονής εκδίδεται για τρία έτη με έναρξη ισχύος την επομένη της ημερομηνίας λήξης της υπό ανανέωση άδειας διαμονής.

Για παράδειγμα, πολίτης τρίτης χώρας, κάτοχος άδειας διαμονής με ισχύ 30-04-2010 έως 29-04-2012, που υπέβαλε αίτημα ανανέωσης την 20-03-2012 και απορρίφθηκε την 25-04-2012  θα λάβει άδεια διαμονής με διάρκεια ισχύος 30-04-2012 έως 29-04-2015.

 

Β3. Ανανέωση των εκδοθέντων βάσει των μεταβατικών ρυθμίσεων αδειών διαμονής

Οι άδειες διαμονής που θα εκδοθούν βάσει των διατάξεων του άρθρου 138 παρ. 12 με ημερομηνία λήξης εντός των ετών 2013 και 2014 και  ανανεώνονται για τον ίδιο λόγο θα ανανεωθούν για  άλλα τρία έτη με μόνη υποχρέωση την υποβολή βιβλιαρίου υγείας σε ισχύ.

Οι άδειες διαμονής που θα εκδοθούν βάσει των διατάξεων του άρθρου 138 παρ. 12 και ανανεωθούν βάσει των οικείων διατάξεων του Κώδικα, για την απόκτηση άδειας μακράς διαμονής θα ανανεωθούν ομοίως, με μόνη υποχρέωση την υποβολή βιβλιαρίου υγείας σε ισχύ.

Εφιστούμε ιδιαίτερα την προσοχή σας στο γεγονός ότι όσα αιτήματα υποβληθούν και εξετασθούν πριν την 1η Ιουνίου 2014, θα πρέπει να πληρούν τις λοιπές προϋποθέσεις του ν. 3386/2005, ήτοι, σύμβαση εργασίας, απόδειξη επαρκούς εισοδήματος για την ανανέωση άδειας διαμονής για οικογενειακή επανένωση, κ.λ.π.

 

Ενότητα Γ΄

Τελικές επισημάνσεις

1. Όπου αναφέρεται το βιβλιάριο υγείας σε ισχύ, νοείται ότι αυτό έχει εκδοθεί από το φορέα ασφάλισης του ενδιαφερομένου (ΙΚΑ, ΟΓΑ, ΟΑΕΕ)

2. Δεν παρατείνονται οι άδειες διαμονής για οικογενειακή επανένωση που η ισχύς τους είναι ισόχρονη της ημερομηνίας ενηλικίωσης του συντηρούμενου τέκνου.

3. Κατά το διάστημα ισχύος των μεταβατικών διατάξεων του νόμου,  είναι επιτρεπτή η επίδοση αδειών διαμονής που έχουν εκδοθεί, με υπαιτιότητα των υπηρεσιών, ληγμένες, ή οι ενδιαφερόμενοι δεν προσήλθαν να τις παραλάβουν για λόγους ανωτέρας βίας ή λόγω μη αποδεδειγμένης ειδοποίησής τους, προκειμένου οι δικαιούχοι να προβούν  σε ανανέωση αυτής.

Τέλος, λαμβανομένου υπόψη ότι στις μεταβατικές διατάξεις εντάσσονται ρυθμίσεις που αποσκοπούν στον περιορισμό της απώλειας της νόμιμης διαμονής πολιτών τρίτων χωρών που έχουν κατ` αρχήν μακροχρόνια νόμιμη διαμονή στη χώρα και πρόσβαση στην αγορά εργασίας, και εν τέλει τον περιορισμό της άτυπης απασχόλησης και την αποφυγή πιέσεων για  προγράμματα νομιμοποίησης ή επαναφοράς στη νομιμότητα παρακαλούμε για την άμεση εφαρμογή των αναφερομένων στην παρούσα και τη συνεργασία όλων των εμπλεκομένων φορέων στις διαδικασίες.

Ιδιαιτέρως παρακαλούμε τους αποδέκτες να προβούν το ταχύτερο στις απαιτούμενες από πλευράς τους ενέργειες.

Ο Γενικός Γραμματέας

3

Έναρξη εφαρμογής Μεταβατικών Διατάξεων Κώδικα Μετανάστευσης

Εκδόθηκε η εγκύκλιος 12 από 17-04-2014 (οικ. 20698), βάσει της οποίας ξεκινά η εφαρμογή της μεταβατικής διάταξης του άρθρου 138 παρ. 11 και 12 του νόμου 4251/2014, ήτοι του Κώδικα Μετανάστευσης.

Σύμφωνα με την παράγραφο 11 περ. α του άρθρου 138 του Νόμου 4251/2014,  παρατείνεται αυτοδίκαια, έως και πέντε μήνες από τη λήξη τους, η  ισχύς των αδειών διαμονής  πολιτών τρίτων χωρών οι οποίες έχουν εκδοθεί από τις υπηρεσίες Αλλοδαπών και Μετανάστευσης των Αποκεντρωμένων Διοικήσεων της Χώρας και  λήγουν από 01.01.2014 έως και  30.04.2014.

Κατά το ως άνω διάστημα οι πολίτες τρίτων χωρών έχουν τα δικαιώματα που τους παρέχει η άδεια διαμονής που κατέχουν. Ενδεικτικά αναφέρεται, ότι έχουν τη δυνατότητα να εργάζονται, να συνάπτουν σύμβαση εργασίας, να υποβάλλουν αίτημα για εγγραφή σε ασφαλιστικό φορέα, να αιτούνται την απόδοση Α.Φ.Μ., να συνεχίζουν τη φοίτησή τους στα εκπαιδευτικά ιδρύματα της χώρας, να νοσηλεύονται, να λαμβάνουν επιδόματα ανεργίας, να εγγράφονται στα μητρώα ανέργων, να ανανεώνουν βιβλιάρια υγείας κ.λ.π.. Επίσης, επιτρέπεται η έξοδος και επανείσοδός τους στην Ελλάδα, προκειμένου   να επισκεφτούν τη χώρα τους,  κατά το  οριζόμενο για κάθε πολίτη τρίτης χώρας διάστημα παράτασης,  με μόνη την επίδειξη της άδειας διαμονής. Κατά το συγκεκριμένο διάστημα  δεν εκδίδονται αποφάσεις επιστροφής, εκ μόνου του λόγου  της λήξης της άδειας διαμονής ούτε επιβάλλονται πρόστιμα κατά την έξοδο των πολιτών τρίτων χωρών από την Ελλάδα.

Οι  διατάξεις της περ. (β) της παραγράφου 11 του άρθρου 138, προβλέπουν ότι παρατείνεται αυτοδίκαια, χωρίς την ανάγκη επίθεσης σφραγίδας ή αναγραφής στο σώμα της βεβαίωσης,  η  ισχύς των βεβαιώσεων τύπου Α΄ (μπλε βεβαίωση) που έχουν εκδοθεί μέχρι την 01/04/2014. Η παράταση ισχύει για ένα έτος από την ημερομηνία έναρξης ισχύος του νόμου, ήτοι, μέχρι την 31η Μαρτίου 2015, ανεξαρτήτως της ημερομηνίας υποβολής της αίτησης και εφόσον εν τω μεταξύ  δεν έχει εκδοθεί απορριπτική απόφαση.

Κατά την παράγραφο 12 του άρθρου 138 του Νόμου 4251/2014 όλα τα αιτήματα ανανέωσης άδειας διαμονής για εξαρτημένη εργασία, παροχή υπηρεσιών ή έργου, δεκαετή διάρκεια ή άδεια διαμονής επί μακρόν διαμένοντος, καθώς και των εξαρτώμενων μελών της οικογένειάς τους που έχουν υποβληθεί κατά τα έτη 2010 (διάστημα εξέτασης 2008-2010), 2011 (διάστημα εξέτασης 2009 -2011), 2012 (διάστημα εξέτασης 2010-2012),2013 (διάστημα εξέτασης 2011-2013) και εκκρεμούν προς απόρριψη, λόγω μη συμπλήρωσης του απαιτούμενου αριθμού ημερών εργασίας, ανανεώνονται αυτόματα υπό την προϋπόθεση, ότι ο αιτών είχε προσκομίσει κατά την κατάθεση του αιτήματος ή μεταγενέστερα σε οποιοδήποτε χρονικό διάστημα βιβλιάριο υγείας σε ισχύ. Σε περίπτωση δε που δεν προσκομίστηκε βιβλιάριο υγείας σε ισχύ, τότε μπορεί να προσκομισθεί βιβλιάριο υγείας σε ισχύ που εκδόθηκε ή ανανεώθηκε οποτεδήποτε, από την έναρξη ισχύος του παρόντος, ώστε να ανανεωθεί η άδεια διαμονής του αιτούντος.

Στις περιπτώσεις που εκδόθηκε απορριπτική απόφαση ανανέωσης άδειας διαμονής για ελλιπή ένσημα, και έως την 01-04-2014 έχει κατατεθεί αίτηση ακύρωσης ενώπιον του Διοικητικού Πρωτοδικείου, το οποίο χορήγησε στον αιτούντα την ακύρωση προσωρινή διαταγή αναστολής εκτέλεσης της απορριπτικής αυτής απόφασης, τότε ο αιτών μπορεί να παραιτηθεί από την αίτηση ακύρωσης στο Δικαστήριο και να ζητήσει με αίτηση του προς την Αποκεντρωμένη Διοίκηση να του ανανεωθεί η άδεια διαμονής του, υπό την προϋπόθεση να προσκομίσει μαζί με την παραίτηση βιβλιάριο υγείας σε ισχύ, παράλληλα με παράβολο 150 ευρώ, το οποίο θα του ανανεώσει την άδεια διαμονής του για τρία έτη. Η αίτηση αυτή πρέπει να υποβληθεί έως την 30-06-2014.

δειτε εδω την εγκυκλιο
0

Προϋποθέσεις για το Κοινωνικό Μέρισμα

Με Κοινή Υπουργική Απόφαση ορίσθηκαν τα κριτήρια και οι προϋποθέσεις για τη χορήγηση του Κοινωνικού Μερίσματος από το Κράτος. Συγκεκριμένα η ΚΥΑ Δ12 1063601 ΕΞ 16-04-2014 ορίζει ποιες κατηγορίες πολιτών δικαιούνται τη διανομή του κοινωνικού μερίσματος, θέτοντας εισοδηματικά κριτήρια και κριτήρια ακίνητης περιουσίας και ποιες όχι.

Ειδικότερα, ως βασικό όριο εισοδήματος ορίζεται το ποσό των 6.000 ευρώ με βάση το συνολικό πραγματικό ή τεκμαρτό εισόδημα που προκύπτει από το εκκαθαριστικό οικονομικού έτους 2013 (περσινό), το οποίο προσαυξάνεται ανάλογα με την οικογενειακή κατάσταση του/της αιτούντος/αιτούσης. Το κριτήριο στην ακίνητη περιουσία ορίζεται στην συνολική αξία των 125.000 ευρώ για στον άγαμο και σε περίπτωση ύπαρξης οικογενείας δεν υπερβαίνει τις 200.000 ευρώ.

Ιδιαίτερη αναφορά γίνεται για τις μονογονεϊκές οικογένειες και στην ύπαρξη μελών οικογένειας με τουλάχιστον 67% αναπηρία, όπου αυξάνεται τόσο το ελάχιστο όριο εισοδήματος, όσο και το ποσό είσπραξης του Κοινωνικού Μερίσματος.

Το ποσό του Κοινωνικού Μερίσματος ξεκινά από τα 500 ευρώ και προσαυξάνεται ανάλογα με την οικογενειακή του κατάσταση.

δειτε εδω την ΚΥΑ του Υπουργειου
0
Page 6 of 10 «...45678...»